Κυριακή του Πάσχα και στις αίθουσες βγήκαν νέες ταινίες για την εβδομάδα.
Ανάμεσά τους η ποιητική βιογραφία της Γαλλίδας τραγουδίστριας Μπαρμπαρά και μια νυχτερινή περιπλάνηση στους δρόμους της Σόφιας.
Barbara
Σκηνοθεσία: Ματιέ Αμαλρίκ
Παίζουν: Ζαν Μπαλιμπάρ, Ματιέ Αμαλρίκ, Πιέρ Μισόν
Μια ηθοποιός, η Μπριζίτ, παίζει την Μπαρμπαρά σε μια ταινία της οποίας τα γυρίσματα ξεκινούν σύντομα. Η Μπριζίτ δουλεύει τον χαρακτήρα της τραγουδίστριας, τις μελωδίες της, τις κινήσεις, ακόμα και τον τρόπο ομιλίας της. Σταδιακά, το πρόσωπο της Μπαρμπαρά την καταλαμβάνει, ώσπου κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει την ηθοποιό από τον ρόλο.
Ο Ματιέ Αμαλρίκ υπογράφει μια ποιητική βιογραφία της Μπαρμπαρά, αποσπώντας το Βραβείο Ποιητικής Αφήγησης στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του 70ου Φεστιβάλ Καννών, ενώ για την ερμηνεία της η έξοχη Ζαν Μπαλιμπάρ τιμήθηκε με βραβείο Σεζάρ.
Θρύλος του γαλλικού chanson, αν κι όχι ιδιαιτέρως γνωστή εκτός Γαλλίας, η Μπαρμπαρά υπήρξε μια ιδιαίτερη καλλιτέχνης με πολυτάραχη ζωή , έντονες ακτιβιστικές δράσεις για το Aids, σημαντικές συνεργασίες όπως αυτή με τον Ζακ Μπρελ, ταραχώδεις έρωτες κι ευαίσθητο ψυχισμό.
Ο Αμαλρίκ, φανατικός της θαυμαστής, επιλέγει σε αυτή την καθόλου ακαδημαϊκή, πλην όμως αρκετά ελιτίστικη βιογραφία να μην αναφερθεί σε κανένα περιστατικό της ζωής της. Αντ’ αυτού αρκείται μόνο σε μικρές νύξεις, όπως ένα μικρό σημείωμα με τα νούμερα της Act Up ή μια φωτογραφία, δημιουργώντας εύλογες απορίες σε έναν θεατή που δεν γνωρίζει λεπτομέρειες του βίου της.
Όμως δημιουργεί μια άκρως καλλιτεχνική συνθήκη , βάζοντας στο κέντρο την Μπαλιμπάρ- μια εξαιρετική ηθοποιό και τραγουδίστρια- που μοιάζει υπερβολικά με την Μπαρμπαρά, όχι μόνο εξωτερικά αλλά και στον αέρα που αποπνέει, να υποδύεται μια ηθοποιό που κάνει μια ταινία για τη ζωή της.
Χρησιμοποιώντας τα τραγούδια και την εκρηκτική προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας και πρώην συντρόφου του, ο Αμαλρίκ με μια πρωτότυπη κινηματογράφηση δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και αναρωτιέται σχετικά με τα όρια της τέχνης. Συχνά όμως αυτοί οι δυο άξονες στους οποίους κινείται τον απομακρύνουν από την ίδια την Μπαρμπαρά και τον οδηγούν σε φλυαρίες.
Ο ίδιος μάλιστα κρατάει τον ρόλο του σκηνοθέτη της ταινίας που ετοιμάζει η Μπριζίτ, χωρίς όμως ποτέ να διευκρινίζεται, γιατί αυτός έχει τέτοια εμμονή με το πρόσωπο της ηρωίδας του. Ευτυχώς έχει την μοναδική Μπαλιμπάρ, που με την ιδιαίτερη αύρα της τον σώζει από πολλές κακοτοπιές.
Ιστορίες μιας νύχτας (Directions)
Σκηνοθεσία: Στέφαν Κομαντάρεφ
Παίζουν: Βασίλ Βασίλεφ-Ζουέκα, Ιβάν Μπάρνεφ, Ασέν Μπλατέτσκι, Ιρίνι Ζαμπόνας
Σε συνάντηση με τον τραπεζίτη του, ένας ιδιοκτήτης-οδηγός ταξί διαπιστώνει ότι θα πρέπει να δωροδοκήσει προκειμένου να λάβει το δάνειο που ζητά. Όμως ο ίδιος θέλει να παραμείνει ένας έντιμος άνθρωπος. Σε μια κρίση απελπιστικής οργής, πυροβολεί τον τραπεζίτη και έπειτα τον εαυτό του. Το συμβάν αυτό προκαλεί μια μεγάλη εθνική συζήτηση σχετικά με το πώς η απελπισία έχει καταβάλει την κοινωνία. Εν τω μεταξύ, πέντε οδηγοί ταξί και οι επιβάτες τους κινούνται μέσα στη νύχτα –κάθε διαδρομή με την ελπίδα να βρουν έναν καλύτερο δρόμο, μια νέα κατεύθυνση.
Μέσα από διαφορετικές νυχτερινές κούρσες, ο πολυβραβευμένος για το τρυφερό road movie «Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία», Στέφαν Κομαντάρεφ περιγράφει την κατάσταση μιας χώρας γεμάτη αισιοδοξία, που την «εγκατέλειψαν» οι ρεαλιστές και οι απαισιόδοξοι εδώ και πολύ καιρό, όπως λέει κι ένας από τους ήρωές του.
Με αγάπη για τους συμπατριώτες του, αλλά παράλληλα αναγνωρίζοντας και το δικό τους μερίδιο για την όλη κατάσταση, καταγράφει μέσα από ανθρώπινες μικρές ιστορίες την απελπισία και την αρρώστια μιας κοινωνίας που έχει ξεχάσει να ονειρεύεται.
Αφορμή για να ξεδιπλώσει το νήμα του, υπήρξε ένα αληθινό περιστατικό που συγκλόνισε τη χώρα, όταν ένας οδηγός ταξί απηυδισμένος από την ανηθικότητα και την έλλειψη δικαιοσύνης πυροβόλησε έναν τραπεζίτη και στη συνέχεια διέπραξε απόπειρα αυτοκτονίας.
Από αυτόν ξεκινάει μια νυχτερινή περιπλάνηση μέσα σε ταξί από τα παράθυρα των οποίων βλέπουμε σε κάθε βήμα τον θάνατο ενός έθνους, που αναγκάζεται να εγκαταλείπει τη χώρα του για να επιβιώσει, που βουλιάζει στην ηθική παρακμή, που έχει ξεχάσει πια τι σημαίνει το «μαζί». Ταυτόχρονα, ο Κομαντάρεφ χωρίς καταγγελτική διάθεση αναγνωρίζει τις ευθύνες του βουλγάρικου που επέτρεψε στη σήψη και στη διαφθορά ενός ισχυρού συστήματος να τον παρασύρει, δίνοντας τελικά μια πολύ απλή και καίρια απάντηση στην κρίση όχι μόνο της χώρας του και των Βαλκανίων, αλλά γενικότερα της Ευρώπης σήμερα.
Στο στυλ του Αμπάς Κιαρόσταμι και με την αισθητική του Τζάρμους χρησιμοποιεί επιδέξια την κάμερά του μέσα στα αυτοκίνητα, δημιουργώντας ένταση και σασπένς και τελικά μέσα από μια σειρά σπονδυλωτών ιστοριών με ήρωες από διάφορες τάξεις, μας οδηγεί στο να παρακολουθήσουμε όχι απλώς το δράμα κάποιων ανθρώπων, αλλά την τραγωδία μιας ολόκληρης χώρας.
Game Night
Σκηνοθεσία: Τζον Φράνσις Ντάλεϊ, Τζόναθαν Γκόλντσταϊν
Παίζουν: Τζέισον Μπέιτμαν, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Μπίλι Μαγκνούσεν, Σάρον Χόργκαν, Λαμόρν Μόρις, Κάιλι Μπένμπαρι, Τζέσε Πλίμονς
Κάθε εβδομάδα, ο Μαξ και η Άννι είναι πιστοί στο εβδομαδιαίο ραντεβού τους για επιτραπέζια παιχνίδια με φίλους. Αυτή τη φορά όμως, ο Μπρουκς, ο χαρισματικός αδερφός του Μαξ, βάζει πολύ ψηλά τον πήχη: τους προσκαλεί να πάρουν μέρος σ’ ένα παιχνίδι μυστηρίου γεμάτο δολοφονίες, κακοποιούς, ομοσπονδιακούς πράκτορες, όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παιχνιδιού είναι δυσδιάκριτα. Όπως, για παράδειγμα, όταν ο Μπρουκς πέφτει θύμα απαγωγής. Είναι αυτό μέρος του παιχνιδιού ή όχι; Αλλά καθώς οι έξι, ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, παίκτες τα παίζουν όλα για όλα για να ξεδιαλύνουν την υπόθεση και να κερδίσουν, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ούτε παιχνίδι παίζουν, ούτε ο Μπρουκς είναι αυτό που φαίνεται.
Οι σεναριογράφοι Τζον Φράνσις Ντάλεϊ και Τζόναθαν Γκόλντσταϊν, («Αφεντικά για Σκότωμα»), αναλαμβάνουν τη σκηνοθεσία μιας χαριτωμένης κωμωδίας, που παίζει με το μυαλό όχι μόνο των χαρακτήρων αλλά και των θεατών.
Ο Μαξ και η σύζυγός του Άννι παρέα με τους φίλους τους, όλοι φανατικοί των επιτραπέζιων παιχνιδιών, ετοιμάζονται να συμμετέχουν σε βραδιά μυστηρίου, προσφορά του Μπρουκς, αδελφού του Μαξ. Ο διοργανωτής με σκοπό να κοντράρει τον αδελφό του, έχει τάξει στους συμμετέχοντες ένα παιχνίδι διαφορετικό από όσα έχουν παίξει μέχρι στιγμής. Πράγματι, μέσα σε λίγα λεπτά, οπλισμένοι τύποι σπάνε την πόρτα και τον αρπάζουν μπροστά στα μάτια των προσκεκλημένων του. Ενώ στην αρχή όλοι εντυπωσιάζονται από την ευρηματικότητα του νέου παιχνιδιού, σταδιακά θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν πως βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια επικίνδυνη υπόθεση.
Με μια πρωτότυπη και φρέσκια προσέγγιση, οι δυο σκηνοθέτες αναμειγνύουν το θρίλερ με την κωμωδία, δημιουργώντας μια ιστορία γεμάτη ανατροπές, αιχμηρές ατάκες κι ενδιαφέρουσες σχέσεις. Με πολύ γρήγορους ρυθμούς κινηματογραφούν την περιπέτεια των ηρώων τους, σε μια ταινία που μπορεί μεν να είναι για ποπ κορν, όμως πραγματικά σέβεται τον εαυτό της και προσφέρει στιγμές άφθονου γέλιου πράγμα καθόλου εύκολο, αν και δεν αποφεύγει ένα βιαστικό και λίγο πρόχειρο φινάλε.
Οι ηθοποιοί πάντως, με πρώτους τον Τζέισον Μπέιτμαν και τη γοητευτική Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, έχουν καλή χημεία μεταξύ τους , καλαίσθητο χιούμορ και χωρίς να καταφεύγουν σε χοντροκομμένα αστεία και υπερβολικές ερμηνείες στηρίζουν τον κωμικό τόνο της ταινίας με άνεση.
Οι Φύλακες του Χρυσού Αυγού (Rabbit School)
Σκηνοθεσία: Ούτε φον Μούντσοβ-Πολ
Γερμανικό φιλμ κινουμένων σχεδίων, βασισμένο σε ένα κλασικό γερμανικό παιδικό βιβλίο που μιλάει για τη δύναμη της φιλίας.
Ο Μαξ, ένα πονηρό κουνέλι της πόλης, παγιδεύεται σε μια απομονωμένη Σχολή Πασχαλινών Κουνελιών, που βρίσκεται στο δάσος. Η σχολή απειλείται από μια συμμορία αλεπούδων, η οποία έχει σκοπό να κλέψει το πολύτιμο Χρυσό Αυγό και να καταστρέψει το Πάσχα. Όταν ο Μαξ θα γνωρίσει την γλυκιά Έιμι, θα αποφασίσει να βοηθήσει τους καινούργιους του φίλους, μαθαίνοντας τα μυστικά των κουνελιών του Πάσχα από τη σοφή κυρία Ερμιόνη. Όλοι μαζί θα προσπαθήσουν να σώσουν το Πάσχα, ενώ στην πορεία ο Μαξ θα συνειδητοποιήσει πού πραγματικά ανήκει.
Η ταινία βασίζεται σε ένα κλασικό γερμανικό παιδικό βιβλίο που μιλάει για τη δύναμη της φιλίας, του ομαδικού πνεύματος, της πίστης και του θάρρους και συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βερολίνου στο τμήμα Generation K-Plus, ενώ βραβεύτηκε και στα Φεστιβάλ Μονάχου και Ζυρίχης με το Βραβείο Καλύτερης Παιδικής Ταινίας.
Παράλληλα, δύο ταινίες έκαναν πρεμιέρα τη Μεγάλη Πέμπτη.