Μεγάλη Εβδομάδα και λόγω του Πάσχα οι περισσότερες ταινίες θα κάνουν πρεμιέρα την Κυριακή.
Ωστόσο δύο ταινίες κυκλοφορούν σήμερα Μεγάλη Πέμπτη. Η ταινία «Ένα ήσυχο μέρος» και το φιλμ «Οι δικοί μου άνθρωποι».
Ένα ήσυχο μέρος (A quiet place)
Σκηνοθεσία: Τζον Κραζίνσκι
Παίζουν: Έμιλι Μπλαντ, Τζον Κραζίνσκι
Σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο γεμάτο τέρατα υπερευαίσθητα στον παραμικρό θόρυβο, μια τετραμελής οικογένεια αναγκάζεται να ζει στην απόλυτη σιωπή προκειμένου να επιβιώσει.
Οι μέρες περνούν και η απειλή πλησιάζει όλο και περισσότερο. Ακόμα και η ανάσα μπορεί να σημάνει το τέλος.
Ηθοποιός, σεναριογράφος, και σκηνοθέτης, o Τζον Κραζίνσκι αναλαμβάνει για πρώτη φορά και τους τρεις ρόλους σε μια παραγωγή και μαζί με τη σύζυγό του, Έμιλι Μπλαντ, υπογράφει ένα σιωπηλό θρίλερ, που εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία του.
Σε ένα δυστοπικό μεταμέλλον ο κόσμος έχει κυριολεκτικά καταστραφεί καθώς κάποια περίεργα τέρατα, εξαιρετικά ευαίσθητα στον ήχο, επιτίθενται σε όποιον τολμήσει ακόμα και να ανασάνει βαθιά. Έτσι οι άνθρωποι ζουν με κανόνες σιωπής και ο τεχνολογικός πολιτισμός φυσικά έχει ακυρωθεί. Η οικογένεια Άμποτ προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, όμως ένα από τα τρία της παιδιά παρακούει τις εντολές και αρχίζει να παίζει με ένα τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι. Τότε εμφανίζεται το πρώτο τέρας και το αρπάζει, αφήνοντας τους γονείς με ενοχές πως δεν έκαναν τίποτα για να το σώσουν.
Με αυτόν τον υποβλητικό τρόπο, ξεκινάει η ταινία του Κραζίνσκι, εισάγοντάς μας από τα πρώτα κιόλας λεπτά στο σιωπηλό της κόσμο. Τα τέρατα περνάνε βιαστικά από την οθόνη κι η απειλή δεν έχει ξεκάθαρο πρόσωπο, οπότε αποκτάει μια ενδιαφέρουσα διάσταση, που θυμίζει το « Φως του Λύκου» του Χάνεκε.
Ο κόσμος της απόλυτης ησυχίας λειτουργεί ποιητικά και χαρίζει στην ταινία μια μαγική ατμόσφαιρα, την οποία δυστυχώς ο Κραζίνσκι από ένα σημείο και μετά αποφασίζει να ακυρώσει, αφήνοντας τα τέρατά του σε πρώτο πλάνο κι οργανώνοντας σκηνές δράσης και μαχών, που ανατρέπουν το όλο κλίμα.
Η αλήθεια είναι ότι το σενάριο από πλευράς σασπένς εξαντλείται από ένα σημείο και μετά, όποτε η λύση της λογικής του b-movie μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη. Επειδή όμως ο Κραζίνσκι έχει καταφέρει να δημιουργήσει ισχυρές σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπά του και να θέσει ζητήματα σχετικά με την ευθύνη και την ενοχή, πραγματικά δεν χρειαζόταν να καταφύγει σε αυτή την επιλογή, που αποδυναμώνει το εγχείρημά του.
Οι δικοί μου άνθρωποι (Tsenota/ Closeness)
Σκηνοθεσία: Καντεμίρ Μπαλάκοφ
Παίζουν: Ντάρια Ζοβνάρ, Ατρέμ Τσιπίν, Ολγκα Ντραγκούνοβα, Βενιαμίν Κας
1998, Νάλτσικ, πρόποδες Καυκάσου, Ρωσία.
Η εικσιτετράχρονη Ιλάνα εργάζεται στο γκαράζ του πατέρα της. Ένα απόγευμα, έχουν μαζευτεί οικογένεια και φίλοι για να γιορτάσουν τον αρραβώνα του μικρού της αδερφού, Ντέιβιντ. Το ίδιο βράδυ το νεαρό ζευγάρι χάνεται και στην πόρτα της οικογένειας φτάνει ένα σημείωμα για λύτρα. Σ’ αυτή την κλειστή κοινότητα Εβραίων, η ανάμειξη της αστυνομίας είναι εκτός συζήτησης. Πώς θα συγκεντρώσει η οικογένεια τα χρήματα για να σωθεί ο Ντέιβιντ;
Ο Καντεμίρ Μπαλάκοφ υπογράφει το σκληρό πλην όμως αληθινό πορτρέτο μιας κλειστής κοινωνίας, για το οποίο απέσπασε το Βραβείο κριτικών στις Κάννες.
Αν και οι περισσότεροι συμπατριώτες του Μπαλάκοφ είναι μουσουλμάνοι, ο ίδιος επιλέγει για ήρωές του μια εβραϊκή οικογένεια χαμηλού εισοδήματος, που έχει ένα γκαράζ αυτοκινήτων. Εκεί εργάζεται και η νεαρή τους κόρη Ιλάνα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διεκδικήσει το δικαίωμά της να ζήσει ελεύθερη. Όμως η απαγωγή του αδερφού της και της αρραβωνιαστικιάς του θα ανατρέψει την καθημερινότητά της, καθώς η οικογένειά της αλλά και η κοινότητα των Εβραίων τής ζητούν να θυσιαστεί και να παντρευτεί έναν πλούσιο νεαρό, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα λύτρα που ζητούν οι απαγωγείς. Μην θέλοντας να αναμείξουν την αστυνομία, οι γονείς και το περιβάλλον της ασκούν αφόρητες πιέσεις, ενώ η Ιλάνα προσπαθεί να ανατρέψει παραδεδομένες αξίες και αντιλήψεις που λειτουργούν εγκλωβιστικά.
Ο Μπαλάκοφ επιλέγοντας κλειστούς χώρους και κινηματογραφώντας τα πρόσωπά του με κοντινά πλάνα, ακολουθεί τη λογική του κοινωνικού ρεαλισμού, (αν κι υπήρξε βοηθός και μαθητής του Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο οποίος υπογράφει και την παραγωγή αυτής της ταινίας), που διανθίζεται με μια ντουκιουμαντερίστικη διάθεση με πλάνα αποτροπιαστικών σφαγών από τον πόλεμο. Με αυτό τον τρόπο μεταδίδει ένα συναίσθημα ασφυξίας, όπως ακριβώς δηλώνει και ο πρωτότυπος τίτλος τη ταινίας του, καταγράφει τη βία που άφησε πίσω της η πτώση της ΕΣΣΔ και ταυτόχρονα ασκεί έντονη κριτική όχι μόνο στην εβραϊκή κοινότητα, αλλά σε κάθε σύστημα που καταπίνει ουσιαστικά τα μέλη του, φορτώνοντάς τα με στερεότυπα και απάνθρωπους κανόνες που οφείλουν να τηρούνται.
Όμως τελικά η Ιλάνα, που την ερμηνεύει εκπληκτικά η πρωτοεμφανιζόμενη Ντάρια Ζόβναρ, λυτρώνεται, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της και τολμώντας να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Έτσι μέσα από το πρόσωπό της, ο Μπαλάκοφ μεταφέρει την απόγνωση μιας ολόκληρης γενιάς, οραματίζεται μια ελεύθερη Ρωσία και με συναισθηματικές εντάσεις οδηγεί τον θεατή του να πιστέψει σε αυτήν.