Παιδιά που δεν έζησαν ποτέ μια κανονική παιδική ηλικία. Που τρέχουν μόνο για να γλιτώσουν από τις βόμβες. Και συχνά, δεν τα καταφέρνουν.
Είναι μερικά μόνο από τα συγκλονιστικά που περιγράφει ένας γιατρός από τη Γούτα της Συρίας, για τη φρίκη του πολέμου που έχει αλλάξει τα πάντα.
Η μαρτυρία του γιατρού στη Γούτα, που δημοσίευσε η Telegraph:
«Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα να το γράψω αυτό. Δεν είμαι καν σίγουρος πως οτιδήποτε πω θα ακουστεί ποτέ. Ακόμη κι αν οι λέξεις μου φτάσουν στον έξω κόσμο, δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι. Αλλά θα μοιραστώ την ιστορία μου, γιατί αυτή είναι η ιστορία κάθε άνδρα, γυναίκας και παιδιού που κάποτε ζούσαν σε αυτή τη γη.
Γεννήθηκα στη Ντούμα, στην Ανατολική Γούτα, σε μια οικογένεια που ζει εδώ για γενιές. Ο πατέρας μου έχει παντοπωλείο, που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Η οικογένεια εδώ είναι το παν.
Πριν από επτά χρόνια, δεν θα πίστευα ότι μια ημέρα άνθρωποι θα πεθαίνουν από την πείνα στη Γούτα. Η πράσινη ζώνη της Συρίας έχει ατελείωτο ήλιο και το πιο πλούσιο έδαφος της περιοχής. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να λένε ‘’κανείς δεν πεινάει στη Δαμασκό, όσο ο ήλιος λάμπει στους κήπους της’’.
Αυτές οι αναμνήσεις είναι μια μακρινή πραγματικότητα τώρα, ένα δελεαστικό όνειρο.
Οταν ξέσπασε η αναταραχή, μπορώ να πω με σιγουριά ότι κανείς δεν ήξερε πού θα οδηγήσει αυτός ο δρόμος, ή την έκταση του τρόμου που θα εξαπέλυε.
Στην αρχή, σχεδόν κάθε πτυχή της κανονικής ζωής σταμάτησε. Ομως, αυτό δεν κράτησε πολύ. Βρήκαμε τρόπους να συνεχίσουμε να ζούμε, να προσαρμοζόμαστε.
Οταν τα σχολεία έκλεισαν, οι μαθητές συνέχισαν τα μαθήματα σε υπόγεια. Οταν τα ξενοδοχεία βομβαρδίστηκαν, οι γιατροί έκαναν επεμβάσεις στα σπίτια τους.
Ολοι είχαν έναν σκοπό και σύντομα βρήκα τον δικό μου, άρχισα να δουλεύω σε ένα νοσοκομείο ως μαθητευόμενος γιατρός.
Ηταν στα επείγοντα, όταν είδα για πρώτη φορά το κόστος αυτού του πολέμου. Εχω δει τις συνέπειες κάθε είδους όπλου στο ανθρώπινο σώμα, από σφαίρες μέχρι βόμβες και χημικές επιθέσεις.
Μερικές ημέρες, έβλεπα τα θύματα ενός ελεύθερου σκοπευτή να φτάνουν ένα-ένα. Αλλες ημέρες, έφταναν μαζί ολόκληρες γειτονιές ή οικογένειες.
Μερικές φορές, υπήρχαν δεκάδες τραυματίες που αιμορραγούσαν στο πάτωμα, περιμένοντας να τους βοηθήσουμε. Τρέχαμε ανάμεσά τους, προσπαθώντας να σώσουμε πολλούς την ίδια στιγμή, προσπαθώντας πάντα να εκτιμήσουμε ποιος είχε ελπίδες να επιβιώσει, ποιον πρέπει να βοηθήσουμε πρώτα.
Οταν έφερναν παιδιά, η θλίψη ήταν δίχως όρια. Ενα παιδί θα έφτανε στο νοσοκομείο μικρό και κρεμασμένο σε μια ζωή που μόλις είχε αρχίσει να ζει. Ηδη είχε χάσει συγγενείς, ακόμη κι αν δεν είχε μάθει ακόμη να λέει τα ονόματά τους.
Είχε χάσει ένα σπίτι, που δεν θα θυμόταν. Δεν καταλάβαινε γιατί ήταν εκεί, γιατί ο πόνος δεν έφευγε, γιατί η μητέρα του δεν ήταν δίπλα του.
Εχω δει παιδιά σε αυτή την κατάσταση κάθε ημέρα.
Τα θυμάμαι όλα και γνωρίζω τα ονόματά τους. Ηταν ο Νουρ, που ακρωτηριάστηκαν και τα δύο πόδια του. Κοίταζε εκεί που θα έπρεπε να είναι τα πόδια του και έκλαιγε. Ηταν ο Αμπντούλ, που έχασε ένα χέρι ενώ ήταν μόλις 8 μηνών. Τέτοιες περιπτώσεις με διαλύουν.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω δει μητέρες να κλαίνε για τα μωρά τους που χάθηκαν, πατεράδες να καταρρέουν στα παγωμένα πόδια του παιδιού τους, παιδιά να αρνούνται να αφήσουν το άψυχο χέρι του αδελφού τους, ανθρώπους να πεθαίνουν στην ανωνυμία, χωρίς να έχουν κάποιον να θρηνήσει για εκείνους τις τελευταίες στιγμές.
Και όμως, η δύναμη των παιδιών πάντα με αφήνει άφωνο. Παιδιά ακόμη και επτά ετών, να ζητούν να φύγουν από το νοσοκομείο μετά τις πρώτες βοήθειες, προκειμένου να βρουν φαγητό για τις οικογένειές τους. Ανησυχούσαν ότι τα αδέλφια τους θα πεινάσουν χωρίς εκείνα.
Αυτά τα παιδιά μερικές φορές φωτογραφίζονται, με τα πρόσωπά τους καλυμμένα με αίμα, σκόνη και φόβο. Εμφανίζονται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων του κόσμου για μερικές ημέρες και μετά τα ξεχνούν.
Η πολιορκία ξεκίνησε το 2013. τότε, δεν καταλαβαίναμε τι σήμαινε αυτό. Δεν μπορούσαμε ακόμη να φανταστούμε ότι θα γινόμασταν φυλακισμένοι στα ίδια μας τα σπίτια, ή ότι θα σπάνιζε το νερό και τα τρόφιμα, ενώ θα ξεσπούσαν οι ασθένειες. Μας επιβλήθηκε μια νέα Λίθινη Εποχή.
Σύντομαι, όλοι πεινούσαν, ήταν τρομοκρατημένοι και εξαντλημένοι. Ανθρωποι καλλιεργούσαν ό,τι είχε απομείνει από τη γη τους και περίμεναν πεινασμένοι για τη συγκομιδή, αλλά τα αεροπλάνα έκαιγαν τα χωράφια πριν να έρθει αυτή η εποχή.
Εχουμε δει ημέρες στις οποίες η μόνη διαθέσιμη τροφή ήταν το χορτάρι που συνηθίζαμε να δίνουμε στις αγελάδες μας. Πολλοί δεν είχαν ούτε αυτό.
Επρεπε να αντέξουμε αδιάκοπες επιθέσεις, ανάμεσά τους βόμβες σε κατοικημένες περιοχές, την καταστροφή των σχολείων και των νοσοκομείων μας και μία ολέθρια χημική επίθεση που σκότωσε εκατοντάδες.
Τα παιδιά μας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παιδική ηλικία τους. Πολλά σηκώνουν το βάρος να βγάλουν τα προς το ζην για τις οικογένειές τους, ή να πρέπει να ζητιανεύουν στους δρόμους για να φέρουν στο σπίτι ένα κομμάτι ψωμί. Είναι συνήθης εικόνα να βλέπεις παιδιά να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε.
Νομίζουν ότι είναι φυσιολογικό να περνούν τη ζωή τους αποφεύγοντας βόμβες, χάνοντας το σπίτι τους και τους αγαπημένους τους, ή να είναι φοβισμένα και πεινασμένα. Κάποια έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή χωρίς να έχουν πάει για πικ νικ με την οικογένειά τους, να παίξουν σε ένα πάρκο ή να δουν κινούμενα σχέδια.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που φρέσκα φρούτα ή μπισκότα έφτασαν στα καταστήματα, δεν ήταν μια λιχουδιά, αλλά μια επώδυνη υπενθύμιση όσων είχαμε χάσει. Τα παιδιά μας, που δεν ήξεραν τίποτα άλλο πέρα από τη ζωή υπό πολιορκία, δεν ήξεραν πώς να καθαρίσουν μια μπανάνα ή τι γεύση έχει η σοκολάτα.
Ο πόλεμος έχει αλλάξει τους πάντες και τα πάντα στην ανατολική Γούτα. Πράγματα που πιστεύαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς αυτά, αποδείχθηκαν ασήμαντα και όλες οι προτεραιότητές μας άλλαξαν.
Τώρα, η πρώτη προτεραιότητα είναι η επιβίωση, η δεύτερη να κρατήσεις τα λογικά σου. Η πρώτη δεν είναι στο χέρι μας και η δεύτερη είναι ένα παιχνίδι πιθανοτήτων.
Ομως, στις πιο σκοτεινές μέρες μας, υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Οποτε κάποιος πέφτει, πολλά χέρια απλώνονται για να τον βοηθήσουν να σηκωθεί και πάλι.
Στην ανατολική Γούτα όλοι έχουμε φτάσει στα όριά μας. Ολοι έχουν χάσει κάτι ή κάποιον. Κι όμως, όλοι ακόμη κρατιούνται από μία πολύτιμη κλωστή ελπίδας, καθώς ξέρουμε ότι είναι ο μόνος λόγος για να πάρουμε άλλη μια ανάσα.
Για αυτό, έχουμε φροντίσει αυτή την ελπίδα με τον τρόπο που συνηθίζαμε να φροντίζουμε τις ελιές μας. Είναι το τελευταίο και πιο πολύτιμο «συνάλλαγμά» μας.