Μια νέα μελέτη, η πρώτη στο είδος της στη Γαλλία, ρίχνει φως στο προφίλ των Γάλλων που μετατρέπονται σε βίαιοι τζιχαντιστές.
Η μελέτη διεξήχθη από τον Μαρκ Χέκερ, διευθυντή στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI) και εξέτασε τα προφίλ 137 ατόμων που έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατικά αδικήματα που σχετίζονται με την Ισλαμική βία και την τζιχάντ τα τελευταία χρόνια.
Περίπου το 69% των περιπτώσεων αυτών αφορούν Γάλλους υπηκόους, ενώ το 22% έχουν διπλή υπηκοότητα. Στο 59% των περιπτώσεων, οι γονείς τους ήταν από τη Βόρεια Αφρική. Από τις 137 περιπτώσεις, οι 131 ήταν άνδρες και οι 6 ήταν γυναίκες.
Η μέση ηλικία αυτών, την περίοδο της σύλληψής τους ήταν τα 26 χρόνια, με το 90% να προέρχεται από μεγάλες, διαλυμένες οικογένειες και το 40% από φτωχό υπόβαθρο.
Ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ, ένας από τους διοργανωτές των τρομοκρατικών επιθέσεων στις 13 Νοεμβρίου στο Παρίσι. Φωτογραφία: AP
Από τους 137 τζιχαντιστές που εξετάστηκαν στη μελέτη, περίπου το 745 γεννήθηκαν μουσουλμάνοι ενώ το υπόλοιπο 26% έγιναν μουσουλμάνοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αν και γενικά η μελέτη διαπίστωσε πως υπήρχε πολύ χαμηλό επίπεδο θρησκευτικών γνώσεων μεταξύ των ατόμων αυτών.
Περίπου το 47% των 68 Γάλλων τζιχαντιστών, των οποίων τα εκπαιδευτικά αρχεία ήταν διαθέσιμα, εγκατέλειψαν το σχολείο τους, ενώ το 26% πήρε απολυτήριο και το 11% αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο.
Επίσης, περίπου το 36% ήταν άνεργοι κατά τη στιγμή της σύλληψης, ενώ το 22% ήταν σε χαμηλόμισθες, ασταθείς θέσεις εργασίας.
Πάνω από τους μισούς από τους κατηγορούμενους για ισλαμιστικά αδικήματα ήταν σε σχέση (57%).
Το IFRI αναφέρει ότι η μελέτη δείχνει πως «τα άτομα αυτά διακρίνονται από χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικής ένταξης, υψηλότερο βαθμό φτώχειας, μεγαλύτερη συμμετοχή στην εγκληματικότητα και στενότερη σχέση με τη Βόρεια και Υποσαχάρια Αφρική από τον μέσο πληθυσμό της Γαλλίας».
Σύμφωνα με την μελέτη, πολλοί από αυτούς που καταλήγουν να γίνουν τζιχαντιστές, έχουν ήδη μια πρότερη εγκληματική ζωή. Περίπου το 40% έχει καταδικαστεί τουλάχιστον μία φορά για βία, κλοπή, εμπορία ναρκωτικών ή για τροχαία αδικήματα.
Η μελέτη εγείρει τον κώδωνα του κινδύνου καθώς αναφέρει ότι πολλά άτομα που είχαν εκτίσει ποινές για εγκλήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία, συνέχισαν να διαπράττουν επιθέσει σε γαλλικό έδαφος μετά την απελευθέρωσή τους.
Όσον αφορά στην πορεία προς τη ριζοσπαστικοποίηση, η μελέτη αποκάλυψε πως «σε αντίθεση με αυτό που ακούγεται συχνά, η ριζοσπαστικοποίηση είναι ένα σχετικά μακρύ ταξίδι- διάρκειας μηνών ή και χρόνων – κι όχι μια στιγμιαία αλλαγή».
Πράγματι, στο 30% των περιπτώσεων που μελετήθηκαν, η ριζοσπαστικοποίηση διήρκησε αρκετά χρόνια.
Κι ενώ πολλές προηγούμενες αναλύσεις των τζιχαντιστών είχαν επικεντρωθεί στο διαδίκτυο που υποσχόταν την πορεία προς τη ριζοσπαστικοποίηση, η μελέτη διαπίστωσε πως το διαδίκτυο μόνο του, δεν ήταν αρκετό και πως τα περισσότερα άτομα παρακινούνταν από το «ομαδικό φαινόμενο».
«Στις περιπτώσεις που μελετήσαμε, πολλοί κατηγορούμενοι γνώριζαν ο ένας τον άλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα, μερικοί ήταν στην ίδια τάξη στο πανεπιστήμιο ή έπαιζαν ποδόσφαιρο στην ίδια ομάδα» σημειώνει η μελέτη.
Το διαδίκτυο χρησιμοποιήθηκε ωστόσο, για να επιτρέψει στους τζιχαντιστές να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν και να προετοιμάσουν τη δράση τους.