Η Κωνσταντίνα δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ, προκειμένου να φύγει από την Ελλάδα. Η επιστήμη της Γλωσσολογίας δεν ήταν αρκετή για την ίδια. Κοιτάζοντας λίγο πιο μπροστά από ό,τι οι συμφοιτητές της ακολούθησε τη συμβουλή που της έδωσε ένας σημαντικός Γλωσσολόγος «να λερώσει τα χέρια της». Αποφάσισε να περάσει στη νευροβιολογία και όσα της συνέβησαν (και εξακολουθούν να της συμβαίνουν) σε μια από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου, θα τα θυμάται για πάντα.
Η απόφαση να φύγω από την Ελλάδα δεν ήταν δύσκολη. Και οι δύο μου γονείς ήταν πολύ τολμηροί στα νιάτα τους,- φεύγοντας πολύ νέοι για την Ιαπωνία-, και με είχαν γαλουχήσει με το σκεπτικό ότι μια αλλαγή περιβάλλοντος, παρά τις δυσκολίες, μόνο καλά έχει να αποφέρει.
Ήξερα ότι θέλω να πάω στην Ισπανία για διάφορους λόγους: αφ’ ενός την είχα επισκεφθεί για έξι μήνες κατά τη διάρκεια του Erasmus και μου είχε ταιριάξει πολύ, μιλούσα τη γλώσσα και, αφ’ ετέρου, εκεί, θα μπορούσα να συνεχίσω να καλλιεργούμαι σε μια τέχνη που αγαπώ, το φλαμένκο.
Έτσι έκανα αίτηση σε ένα και μόνο μεταπτυχιακό, σχετικά με τη Γλώσσα και τη Γνωσιακή Επιστήμη, στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, όπου έγινα δεκτή. Δεν ήξερα κανέναν στη Βαρκελώνη, κι ούτε την είχα ξαναεπισκεφθεί, αλλά σύντομα έκανα φίλους, καλούς φίλους που έχω μέχρι τώρα, τέσσερα χρόνια μετά....
Η Κωνσταντίνα Θεοφανοπούλου περιγράφει τη ζωή της στη Βαρκελώνη, στο Bovary.gr