Σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων – ξεπερνώντας τον στόχο κατά 0,83 δισ. ευρώ – κατέγραψε η Εθνική Τράπεζα το 2017.
Η ΕΤΕ είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που αποδεσμεύτηκε από τον ELA στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου, αντανακλώντας την παραδοσιακά ισχυρή καταθετική της βάση.
Συγκεκριμένα, το δ’ τρίμηνο του 2017, τα εγχώρια Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs) μειώθηκαν κατά 0,7 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση, αντανακλώντας τον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και τις διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων.
Όσον αφορά τα καθαρά αποτελέσματα του ομίλου, η ΕΤΕ εμφάνισε ζημιές από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους 163 εκατ. ευρώ το 2017, αρνητικά επηρεαζόμενες από τις υψηλές προβλέψεις για επισφαλή δάνεια.
Τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε €809 εκατ. το 2017 (+5% σε ετήσια βάση), αντανακλώντας τη θετική επίδοση των καθαρών εσόδων από προμήθειες (+42% σε ετήσια βάση) και τη περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-7% σε ετήσια βάση).
Σε μία χρονιά ανάπτυξης, αν και χαμηλότερης της αρχικά αναμενόμενης, για την Ελληνική οικονομία, η ΕΤΕ κατάφερε να ισχυροποιήσει τα αποτελέσματά της στους βασικούς τομείς των εγχώριων δραστηριοτήτων της, ενδυναμώνοντας περαιτέρω τον ισολογισμό της, δήλωσε σχολιάζοντας τα αποτελέσματα ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Λεωνίδας Φραγκιαδάκης. Ειδικότερα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Από πλευράς ρευστότητας, η ΕΤΕ είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που αποδεσμεύτηκε από τον ELA στα τέλη Νοεμβρίου, αντανακλώντας την παραδοσιακά ισχυρή καταθετική βάση της Τράπεζας, κυρίως στις καταθέσεις χαμηλού κόστους, καθώς και τη ρευστότητα προερχόμενη από τις αποεπενδύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει ήδη δημιουργήσει σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην ΕΤΕ να αυξήσει τις χρηματοδοτήσεις κατά τη διάρκεια του 2018.
Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, η ΕΤΕ κατόρθωσε να διατηρήσει σταθερό ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την τελευταία διετία, επιτυγχάνοντας συνολική μείωση €4,2 δισ. από το τέλος του 2015, καλύπτοντας 50% του στόχου για το 2019.
Το αποτέλεσμα αυτό υπερβαίνει τον στόχο που τέθηκε για το 2017 κατά €0,8 δισ., με την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να ανέρχεται σε 56% ή 61% μετά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9, στα υψηλότερα επίπεδα του εγχώριου τραπεζικού κλάδου. Αυτό αντανακλά τη συντηρητική πολιτική προβλέψεων της ΕΤΕ, θέτοντας τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για το 2018.
Από πλευράς κεφαλαιακής επάρκειας, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 17,0%, μη ενσωματώνοντας τη θετική επίπτωση από τις εναπομείνασες ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Τράπεζας. Ως εκ τούτου, η ΕΤΕ εισέρχεται στην άσκηση προσομοίωσης της ΕΚΤ για το 2018 με ενισχυμένα ποσοστά κεφαλαιακής επάρκειας και κάλυψης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Αναφορικά με τις επιδόσεις της τράπεζας σε επίπεδο κερδοφορίας, η ΕΤΕ ενίσχυσε τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων κατά περίπου 5% σε ετήσια βάση, σημειώνοντας αύξηση καθαρών εσόδων από προμήθειες ενώ ταυτόχρονα μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω της συνεχιζόμενης δανειακής απομόχλευσης. Οι λειτουργικές δαπάνες συνέχισαν να βαίνουν μειούμενες, με μείωση περίπου 7% σε ετήσια βάση.
Το 2018, το οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω, όπως διαφαίνεται από τους εκτιμώμενους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, την ανάκαμψη των επενδύσεων και εξαγωγών, καθώς και τη συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας.
Επιπλέον, η επιτυχής ολοκλήρωση του Τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής αποτελεί ένα σημαντικό μήνυμα όσον αφορά τη βιώσιμη ανάκαμψη της Ελλάδας. Μέσα σε αυτό το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η στρατηγική της ΕΤΕ θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στην αύξηση της χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας, στην περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων πλέον των στόχων, καθώς και στην επιστροφή σε ουσιώδη οργανική κερδοφορία, κεφαλαιοποιώντας τα πλεονεκτήματα του ισολογισμού της.