Aνακοίνωση για το νέο περιστατικό με την βόμβα στα Δικαστήρια πρώην Σχολής Ευελπίδων εξέδωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
Στην ανακοίνωσή του ο ΔΣΑ επισημαίνει πως αυτό προκαλεί έκδηλη ανησυχία στον δικηγορικό κόσμο καθώς είναι αδιανόητο, όπως τονίζουν, να μην απολαύουν συνθηκών ασφαλείας οι δικηγόροι, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι, που ασκούν το λειτούργημά τους καθημερινά στα δικαστήρια, καθώς και οι εκατοντάδες πολίτες που τα επισκέπτονται.
Επιπροσθέτως, θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα συγκεκριμένα αιτήματα, για τα οποία, όπως σημειώνουν δεν, τίθεται πλέον αμφιβολία πως κρίνονται ως επείγοντα.
Η ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών:
«Το νέο περιστατικό με την βόμβα στα Δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων προκαλεί έκδηλη ανησυχία στο δικηγορικό κόσμο. Είναι αδιανόητο να μην απολαύουν συνθηκών ασφαλείας οι δικηγόροι, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι, που ασκούν το λειτούργημά τους καθημερινά στα δικαστήρια, καθώς και οι εκατοντάδες πολίτες που τα επισκέπτονται.
Είναι αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας να λάβει άμεσα προληπτικά και αποτρεπτικά μέτρα ασφάλειας.
Υπενθυμίζουμε το από 3.1.2018 δελτίο Τύπου για την συνάντηση που είχαν εκπρόσωποι του ΔΣΑ και του ΔΣΠ με τον Αναπληρωτή Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Νικόλαο Τόσκα, για τα ζητήματα της ασφάλειας στους χώρους των δικαστηρίων.
Ατυχώς, τα ζητήματα και τα συγκεκριμένα αιτήματα που τέθηκαν από την πλευρά του δικηγορικού σώματος παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποκτούν πλέον απολύτως επείγοντα χαρακτήρα τα αιτήματα :
1. Να ληφθούν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας στον χώρο της πρώην Σχολής Ευελπίδων και ιδίως πεζές περιπολίες εντός του χώρου των δικαστηρίων και τοποθέτηση ενισχυτικού σιδηρού πλέγματος περιμετρικά.
2. Να λειτουργήσει άμεσα το δεύτερο μηχάνημα ελέγχου στην κάτω πύλη της πρώην Σχολής Ευελπίδων, το οποίο παραμένει ανενεργό.
3. Να διασφαλιστεί η είσοδος αποκλειστικά και μόνον δικηγόρων στην κάτω πύλη της πρώην Σχολής Ευελπίδων, όπως έχει ήδη προβλεφθεί, και να λειτουργήσει η -ανενεργός σήμερα- πύλη εισόδου δικηγόρων στο Εφετείο Αθηνών, λόγω μη λειτουργίας μηχανήματος ελέγχου.
Εάν δεν ληφθούν εγκαίρως τα αναγκαία προληπτικά και προστατευτικά μέτρα, οι ευθύνες όλων των συναρμοδίων φορέων θα είναι βαρύτατες».