Ανταπόκριση από την Νέα Υόρκη του Ιωάννη Πάππου.
Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση του, ο Ιωάννης Πάππος ανακαλύπτει μέσα από γειτονιές, κινηματογραφικούς ρόλους και τεχνολογικά διψασμένες αγορές, πως το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ που ιδρύθηκε στο Lower Manhattan από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, αρχίζει να επηρεάζει το διεθνές κινηματογραφικό τοπίο.
To Τribeca Film Festival, υπάρχει σε ένα μεγάλο βαθμό, εξ' αιτίας της Αλ Κάιντα.Λίγους μήνες μετά τις επιθέσεις της 9/11, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, συμμετείχε στην ίδρυση του φεστιβάλ που σκοπό είχε να βοηθήσει το ηθικό και την οικονομία του Lower Manhattan. Δέκα χρόνια και πέντε χιλιάδες προβολές αργότερα, το φεστιβάλ έχει ανοίξει το πρώτο του παράρτημα, το Doha Τribeca Film Festival στο Κατάρ. Μήπως αυτός είναι ο τρόπος του Ντε Νίρο να πει στους φανατικούς μουσουλμάνους: «όλα εδώ πληρώνονται»; Ή απλώς μια συμβίωση μεταξύ υπερπλούσιων Αράβων και ανεξάρτητων σκηνοθετών;
Περπάτησα στην Tribeca για πρώτη φορά την άνοιξη του 93, λίγους μήνες αφότου μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Αρχιτεκτονικά ήταν μια προέκταση του Σόχο που τότε ήταν trendy, γεμάτο από γκαλερί, φωνές και ζωή. Και οι δύο γειτονιές είχανε παλιά σιδερένια κτίρια, φτιαγμένα με μεράκι lofts, που κάποτε στέγαζαν τις βιοτεχνίες υφασμάτων. Οι ομοιότητες όμως τέλειωναν εκεί. Με το που πέρναγες την Canal Street, τα πράγματα γύρω σου ηρεμούσαν, χαλάρωνες. Η Tribeca ήταν το ήσυχο downtown. Παρ' όλο που στις αρχές της δεκαετίας των 90's εργαζόμενοι στη Wall Street άρχισαν να "ανακαλύπτουν" την Tribeca, να αγοράζουν και να αναπαλαιώνουν lofts, οι δρόμοι της κρατούσαν ακόμα μια αίσθηση βραδύτητας και απομόνωσης. Σου έδιναν την ψευδαίσθηση πως μπορούσες ακόμα να ξεφύγεις στην Tribeca, να εξαφανιστείς όπως οι ξεχασμένοι καλλιτέχνες ή οι χαμένοι Νεοϋορκέζοι. Τα βράδια η γειτονιά σκοτείνιαζε, τα στέκια ελάχιστα. Υπήρχε το Odeon, ένα εστιατόριο τόσο noir όσο και η περιοχή, και το Tribeca Bar and Grill του Ντε Νίρο, ένας χώρος σχεδόν κρυμμένος, απόμακρος σαν το διάσημο ιδιοκτήτη του. Δύο δεκαετίες μετά, και παρά την επιδημία των παπαράτσι, ακόμα γνωρίζουμε ελάχιστα για την ιδιωτική ζωή του Ντε Νίρο.
Αποφεύγει τις συνεντεύξεις. Όταν δεχτεί να δώσει, κάτι που σπανίζει, ο Ντε Νίρο φαίνεται αμήχανος, συχνά άβολος έως εκνευρισμένος, μέχρι και εντελώς σιωπηλός σε ερωτήσεις που βρίσκονται εκτός από ότι θεωρεί μέρος της δουλειάς του. Αλλά η σιωπή του δε σταματά εκεί. Γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για το σώμα του –το βάρος που έχει πάρει και έχει χάσει, τις σωματικές ασκήσεις και τις επίπονες προετοιμασίες στις οποίες έχει κατά καιρούς υποβάλλει τον εαυτό του για τις ανάγκες ενός ρόλου – παρά για το πώς σκέφτεται, για την ψυχολογία του σαν ηθοποιός της «μεθόδου». Κοιτάζοντας πρόσφατα ξανά τη δουλειά του, το διάλογό του σε χαρακτηριστικές του ταινίες – Tράβις Μπικλ στο «Taxi Driver», Τζέικ Λα Μότα στο «Οργισμένο Είδωλο», Μαξ Κάντο στο «Ακρωτήρι του Φόβου» - πρόσεχα πόσο λιγομίλητος είναι. Μάλλον, πόσο σημαντική είναι η σιωπή στη δουλειά του. Για τον Ντε Νίρο, είναι η γλώσσα του σώματος, οι κινήσεις, οι γκριμάτσες και οι γρήγορες ατάκες του ιδιόρρυθμου, περίεργα μοναχικού, ξεχασμένου χαρακτήρα που εικονογραφούν τη δουλειά του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ντε Νίρο, είναι ένας Τribeca ηθοποιός: εσωστρεφής και λιγομίλητος.
Ζούσα κάπου στα δύο χιλιόμετρα μακριά από τους Δίδυμους Πύργους στις 9/11. Όταν τελικά οι σειρήνες σταμάτησαν, και αυτό πήρε πάνω από εβδομάδες, ο Ντε Νίρο, η Τζέιν Ρόζενταλ και ο Κρεγκ Χάτκοφ ίδρυσαν το Tribeca Film Festival (TFF). Ο σκοπός τους ήταν απλός: να φέρουνε σε επαφή το κοινό του Lower Manhattan με μια ευρεία γκάμα ταινιών και δημιουργών. Και το κατάφεραν. Ξεκινώντας το 2002, το ΤFF περιελάμβανε ταινίες μυθοπλασίας (από ανεξάρτητες παραγωγές μέχρι μπλοκμπάστερ), ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους, διεθνείς παραγωγές, ταινίες για όλη την οικογένεια. Το πνεύμα του φεστιβάλ παρέμενε πάνω από όλα εστιασμένο στην κοινότητα, στο κοινό που γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Μέσα και γύρω από αυτό φιλοξενήθηκαν πάνελ, workshops, διαδραστικά παιχνίδια, συναυλίες, αθλητικές δραστηριότητες και θερινές προβολές στις όχθες του ποταμού Hudson. Την τελευταία δεκαετία, με τον αριθμό των ταινιών και των παράλληλων εκδηλώσεων να πολλαπλασιάζεται, ήταν αδύνατο να ζεις κάτω από τον 23ο δρόμο στο Μανχάταν και να μην έχεις πάρει κάποια γεύση από το TFF. Και κάπως έτσι, ίσως αναμενόμενα, κάποια στιγμή παραμεγάλωσε. Προς τα τέλη της δεκαετίας, οι γείτονες μου δεν μπορούσαν πλέον να βρούνε εισιτήρια. Παράλληλα, φίλοι που δούλευαν στα media, σχολίαζαν ότι το φεστιβάλ παρά το μέγεθός του, δεν είχε ακόμα καταφέρει να «ανακαλύψει» μια ταινία ανάλογη με το «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοκασέτες». Την ταινία που θεωρείται ότι «θεμελίωσε» στη δεκαετία του 80 to Sundance σαν κινηματογραφικό φεστιβάλ.
"H Tribeca έχει πρόβλημα προσωπικότητας, της λείπει ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας. Δεν έχει καταφέρει ακόμα να γίνει ένα φεστιβάλ-βιομηχανίας μου εξήγησε βιαστικά ένας βραβευμένος στο Βερολίνο σεναριογράφος.
«Τι είναι φεστιβάλ-βιομηχανίας;» τον ρώτησα.
«To Sundance,» απάντησε αυτόματα.
Ότι κι αν σημαίνει «βιομηχανία» εδώ για μερικούς ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ που δημιουργεί τάσεις, έχει σημασία να προσέξει κανείς τη διαφορά μεταξύ του συνδυασμού Ντε Νίρο - Tribeca με αυτόν του Ρέντφορντ – Sundance. Στην Γιούτα, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο απόλυτος Αμερικάνος σταρ του 20oυ αιώνα, (γοητεία, waspy ρόλοι, «όλα του ήρθαν πολύ εύκολα» η ατάκα που χαρακτήρισε το ρόλο του στο 'Τα καλύτερά μας χρόνια') ίδρυσε το αμερικάνικο golden boy - film festival. Το Sundance είναι ένα χαλαρό Χόλιγουντ, η πρόχειρη αλλά λουξ καλύβα στο βουνό όπου νέοι σκηνοθέτες και παραγωγοί πίνουν βότκα με σταρ του σινεμά που φοράνε North Face – ο ορισμός του sexy και cool για τους διαπλεκόμενους του κινηματογραφικού χώρου. Και κάτι (σημαντικά) παραπάνω. Το φεστιβάλ του Aμερικανικού Ονείρου. Εκεί όπου ταινίες και καριέρες «φτιάχνονται» μέσα σε μια εβδομάδα. Το «Reservoir Dogs», το «El Mariachi»τ, και το «Clerks» ανήκουν στην ατέλειωτη λίστα των ανακαλύψεων του Sundance τα τελευταία χρόνια. Αν κάποιος προσθέσει στην εξίσωση το Βερολίνο, τις Κάννες και τη Βενετία, τότε ίσως δικαιολογημένα οι κινηματογραφικοδιαπλεκόμενοι να αναρωτιούνται αν όντως υπάρχει χώρος για ένα ακόμα φεστιβάλ κινηματογραφικοβιομηχανικής σημασίας.
Ίσως έχουν δίκιο. Tο «Transameric», η μεγαλύτερη μάλλον μέχρι τώρα «ανακάλυψη» του Tribeca, δεν είναι αυτό που έκανε το φεστιβάλ ότι είναι σήμερα. Απλά, όπως η τεράστια, χειροπιαστή δουλειά του Ντε Νίρο δίνει «χαρακτήρα» στον ηθοποιό, έτσι και το φεστιβάλ του παίρνει σάρκα και οστά από την ποσότητα και το φάσμα των ταινιών του. Σαν νεοϋορκέζος δώδεκα χρόνια τώρα (επομένως σαν νεοϋορκέζος) που δυσφορεί βλέποντας την «cool» προσωπικότητα του downtown της πόλης παίρνω το χαρακτηρισμό της Β Εθνικής για το φεστιβάλ της Tribeca προσωπικά. Γιατί θα έπρεπε η Τribeca να είναι ακόμα ένα φεστιβάλ διαπλεκόμενων όπου «φτιάχνονται» ταινίες; Ή ακόμα καλύτερα, γιατί αυτή η πιο ήπια, ή λιγότερο sexy ταυτότητα του πολυπολιτισμικού σινεμά για μια πολυπολιτισμική κοινότητα να μην παραμείνει το DNA της Tribeca?
«Γιατί η σόυμπιζ αλλάζει» μου απαντάνε στα home cinema rooms των σπιτιών τους στο West Village παλιοί συνάδελφοι στις βραδιές της οικονομικής κρίσης. «Η εξέλιξη δε σταματά ποτέ. Το να είσαι cool, σημαίνει να είσαι παρόν και να κατέχεις την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Σημαίνει να είσαι στην αγορά» μου εξηγούν. «Τα πάντα εξαρτώνται από την τεχνολογία. H τεχνολογία ορίζει την πραγματική κοινότητα σήμερα». Κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι μου. Αργότερα, τηλεφωνώ σε παλιούς συμμαθητές, μηχανικούς, που (αντίθετα με μένα) έμειναν στην Καλιφόρνια και το πάλεψαν μετά τη διάλυση των dot.com εταιρειών τους.
«Στο Sundance έχω πάει τρεις φορές τα τελευταία πέντε χρόνια» μου λέει ένας ψηφιακός καλλιτέχνης και επιχειρηματίας από τη Δυτική Ακτή.
«Εσύ δεν ήσουνα που κάποτε πήγαινες στο Burning Man;» (* βλ. σημείωση 1) τον ρωτάω.
«Ε και; Και ποιος δεν πήγαινε; Οι περισσότεροι συνεργάτες μου πηγαίνουν και στα δύο. Φέτος η κόρη μου γνώρισε κάτι τύπους στο Sundance και θέλει να πάει στο Burning Man" καταλήγει.
Μου παίρνει ένα λεπτό να το χωνέψω αυτό – η κόρη του δεν πρέπει να είναι πάνω από δώδεκα. Τον θυμάμαι φοιτητή, σχεδόν να ζει μέσα στο αμάξι του και στα όνειρά του για το μέλλον. Πόνταρε σε έναν ψηφιακό, προσιτό σε όλους κινηματογράφο και τελικά είχε δίκιο: ο ανεξάρτητος κινηματογράφος μεγάλωσε γεωμετρικά. «Για να δώσω ένα μέτρο σύγκρισης, την πρώτη χρονιά στην Tribeca, το 2002, είχαμε 1300 αιτήσεις για ταινίες και φέτος είχαμε 5.500» είπε ο τέως διευθυντής προγράμματος Ντέιβιντ Κβοκ στο Indiewire και συνέχισε: «Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια οι αιτήσεις τετραπλασιάστηκαν και αυτό είναι κάτι που συνέβη και σε άλλα φεστιβάλ. Γεγονός που αποδεικνύει ότι με την έλευση του ψηφιακού κινηματογράφου, έγιναν περισσότερες ταινίες επειδή περισσότερος κόσμος μπορούσε πλέον να κάνει ταινίες και περισσότερες χώρες μπορούσαν να παράγουν ταινίες σε σχέση με αυτό που γινόταν πριν από δέκα χρόνια».
Με την ελπιδοφόρα προοπτική φθηνότερων ταινιών από τη μία, και με τη συναισθηματικά φορτισμένη αφορμή της «γέννησης» του φεστιβάλ της Tribeca από την άλλη, το μυαλό μου γυρνάει στην πατρίδα μου την Ελλάδα και τη σημερινή οικονομική και ψυχολογική της εξουθένωση. «Είναι καθήκον μας να θυμίζουμε στον κόσμο ότι δεν είναι τα πάντα σε ύφεση, σε κατάθλιψη, ότι η ζωή προχωράει, και ότι μπορούμε ακόμα να πιστεύουμε στη δημιουργία» δήλωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», Ορέστης Ανδρεαδάκης, στην εφημερίδα Guardian. Είναι ηρωικό να βλέπεις τον πολιτισμό να γίνεται μάχιμος στην προσπάθεια της Ελλάδας για επιβίωση. Η Μαρία Λεωνίδα, σκηνοθέτης ταινιών και από τα ιδρυτικά μέλη του «Karpos", μιας μη κερδοσκοπικής ομάδας που δουλεύει με σχολεία και ταυτόχρονα παρέχει μαθήματα σε ανθρώπους όλων των ηλικιών («από 6 εώς 66») πάνω στα οπτικοακουστικά μέσα και τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, μου λέει: «Πιστεύουμε πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να έχουν μια καλύτερη κατανόηση της «γλώσσας» των media ούτως ώστε να γίνουν πιο κριτικοί θεατές και αν το επιθυμήσουν να παράγουν και οι ίδιοι. Να μπορέσουν να αφηγηθούν τις ιστορίες που θέλουν.» Σίγουρα υπάρχουν πολλές ιστορίες στη σύγχρονη Ελληνική τραγωδία που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη, αλλά είναι μάλλον απίθανό μέσα στα επόμενα χρόνια η Αθήνα να έχει την ίδια πολιτισμική και οικονομική ανάκαμψη με αυτή που πέτυχε η Tribeca. Mια περιοχή που δέχτηκε εκατομμύρια δολάρια βοήθειας από τον κρατικό μηχανισμό, έναν στρατό από σταρ του κινηματογράφου, σταρ που άφησαν την υπογραφή τους στο φεστιβάλ της, και μια γενναία επιχορήγηση από την American Express. Mπορεί η Tribeca, να μην είναι το πιο cool ή το πιο sexy festival, αλλά έχει στηθεί χωρίς κανένα ίχνος αφέλειας στο μηχανισμό της. «Τα λεφτά» απάντησε ο Ντε Νίρο όταν τον ρώτησαν τι ήταν αυτό που τον τράβηξε στο να πρωταγωνιστήσει για τρίτη φορά στο franchise του «Γαμπρός της Συμφοράς». «Τα πράγματα είναι όπως είναι και πολλές φορές δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό παρά να εκμεταλλευτείς μια κατάσταση» πρόσθεσε.
Το 2006, μία από τις κόρες του εμίρη του Κατάρ, έπιασε δουλειά στο TFF, ως μαθητευόμενη για το καλοκαίρι. Πολλοί λίγοι μπορούσαν να φανταστούν ότι μόλις τρία χρόνια μετά, θα εγκαινιαζόταν το Doha Tribeca Film Festival στο Κατάρ με ένα πάρτυ – υπερθέαμα εκατομμυρίων. «Η καθοδήγηση της πραγματοποίησης του οράματος, γίνεται από την Αυτού Εξοχότητα Sheikha Al Mayassa bint Hamad bin Khalifa Al-Thani» (δεν υπάρχει...) δήλωσε ο Κρεγκ Χάτκοφ στο Huffington Post. Η συνεργασία σόκαρε. Με δύο εδραιωμένα κινηματογραφικά φεστιβάλ στη Μέση Ανατολή, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους (ένα στο Ντουμπάι και ένα στο Άμπου Ντάμπι) η απόφαση και τα κίνητρα του TFF να αποκτήσει παράρτημα στην Ντόχα προκαλεί ποικίλα ερωτηματικά. Γιατί εκεί και όχι στην Ελλάδα ή στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων που θα μπορούσαν να επωφεληθούν περισσότερο από μια τέτοια συνεργασία; Είναι ένα από τα ερωτήματα. Oπως episis και το κλασσικό: Μπορούνε οι δισεκατομμυριούχοι να εξασφαλίσουν στα γρήγορα μια θέση στο επόμενο επίκεντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, επενδύοντας ιλιγγιώδη χρήματά προκειμένου να το πετύχουν; Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι ακριβώς σκεφτόταν ο Ντε Νίρο – θυμηθείτε, δεν του αρέσει να μιλάει πολύ. Κάποιος θα μπορούσε να διαβάσει την κίνηση με πολιτικό τρόπο (π.x.το Κατάρ αργότερα συσχετίστηκε με την Αλ Κάιντα από το WikiLeaks) ή ακόμα και να «διαβάσει» ένα είδος «are you terrorizing me?» Ντενιροισμού (παραφράζοντας μια από τις κλασσικές κινηματογραφικές του ατάκες) στη μεσανατολική γειτονιά των φανατικών. Ή πιο απλά, μπορεί ο Ντε Νίρο να μαζεύει ανταλλακτικές εξυπηρετήσεις και λεφτά πριν ανοίξει (λέμε τώρα) ένα Balkan Tribeca Film Festival. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά αλλά όπως και να 'χει, η απόφαση του να ταξιδέψει ανατολικά σε συνδυασμό με μία πέρα από γεωγραφικούς περιορισμούς επέκτασή του festival μέσω web streaming και video on demand τεχνολογιών (ναι τώρα η Tribeca κάνει και διανομή ταινιών) φέρνει πίσω στο μυαλό μου τα λόγια του Ντε Νίρο: «Τα πράγματα είναι όπως είναι και πολλές φορές δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό παρά να εκμεταλλευτείς μια κατάσταση».
Υπάρχει μία αίσθηση αναπόφευκτου μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Όποιος δέχεται την ωφελιμιστική λογική του δόγματος «το μεγαλύτερο κέρδος για τους περισσότερους ανθρώπους» θα πρέπει να μπορεί να δει πέρα από τις πηγές των παροχών, στα οφέλη που προκαλούνται. Όμως η έννοια της κοινότητας και η παγκοσμιοποίηση δεν είναι πάντα οι καλύτεροι φίλοι. Οι υπερεκτάσεις, ακόμα και όταν πραγματοποιούνται στο όνομα της ανεξάρτητης δημιουργίας, ακολουθούνται από αναπόφευκτα ερωτηματικά. Η Tribeca φαίνεται να απαντάει αυτές τις πιο δύσκολες ερωτήσεις εστιάζοντας στο μέγεθος και την προώθηση του βεληνεκούς της: Τόσο όσον αφορά τη γεωγραφιa, την ποικιλία των κινηματογραφικών ειδών, των τεχνολογιών, αλλά και όσον αφορά και τον συνδυασμό των μη κερδοσκοπικών με κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Τοποθετώντας πρόσφατα, στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή τον Φρέντερικ Μπόιερ, έναν βετεράνο των κινηματογραφικών φεστιβάλ που έχει χαρακτηριστεί από μποέμ εώς ανορθόδοξος, σε μια θέση που τον καλεί να συνεργαστεί με τον Γκέοφ Γκίλμορ (τον άνθρωπο που έστησε και κράτησε επί 20 συναπτά έτη το φεστιβάλ του Sundance) τον διευθυντή του κερδοσκοπικού οργανισμού Tribeca Enterpises, το φεστιβάλ φαίνεται να ποντάρει στη συνέχιση της ποικιλίας sτην προσφορά αλλά και στη διευθυντική του δομή. Δέκα χρόνια μετά τις σειρήνες που ήχησαν στην περιοχή της Tribeca την 11η Σεπτεμβρίου, το βουητό από τις πολλές, διαφορετικές και καμία φορά αντιφατικές δραστηριότητες, το βουητό του ίδιου του φεστιβάλ, κουκουλώνει, «σιωπά» τους πιο ιδιαίτερους, διαφορετικούς και πρωτοποριακούς ήχους καλλιτεχνικής έκφρασης, στο Lower Manhattan.
***Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Tribeca, θα διεξαχθεί φέτος από τις 18 ως τις 29 Απριλίου. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.tribecafilm.com
Σημείωση 1 (για το Burning Man): Το Burning Man είναι μια ετήσια νεοπαγανιστική εκδήλωση που πραγματοποιείται στο Black Rock Desert της Νevada και διαρκεί μία εβδομάδα. Το όνομά του οφείλεται στο τελετουργικό κάψιμο ενός μεγάλου ξύλινου ομοιώματος το βράδυ του Σαββάτου. To event θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα πείραμα πάνω στην έννοια της κοινότητας, και τον πειραματισμό πάνω στην αναζήτηση ριζοσπαστικών μορφών αυτοέκφρασης και αυτογνωσίας κυρίως μέσα από την χρήση ουσιών, ψυχεδελικών ναρκωτικών ουσιών, και γενικότερα πάσης φύσεως ουσιών.
Σημείωση 2 (για το συγγραφέα του άρθρου): Writer, management consultant, and fisherman, Ioannis Pappos comes from Pelio, Greece. He studied and worked in California and Western Europe. For the last twelve years he has lived in New York. He recently finished his first novel, 'Hotel Living'.