Παρά την στήριξη του Ντόναλντ Τραμπ, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος έχασε την εκλογή στην Πενσυλβάνια. Κακό μαντάτο για τον αμερικανό πρόεδρο, οκτώ μήνες πριν τις midterms.
Ο Δημοκρατικός υποψήφιος Conor Lamb κέρδισε με μικρή διαφορά την ενδιάμεση βουλευτική εκλογή της Τρίτης στην Πενσυλβάνια. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ξόδεψε πάνω από 11 εκατομμύρια δολάρια, κυρίως σε διαφημιστικά μηνύματα για να στηρίξει τον δικό του υποψήφιο, ενώ πολλά στελέχη, και ο ίδιος ο Τραμπ, δύο φορές, πήγαν για να βοηθήσουν να εκλεγεί ο Rick Saccone.
Ακόμη κι αν γίνει έφεση και νέα καταμέτρηση, και ο Saccone εκλεγεί με ελάχιστη διαφορά, οι Δημοκρατικοί θα έχουν κάθε λόγο να χαίρονται. Στην προεδρική εκλογή του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κερδίσει την Χίλαρι, στην ίδια πόλη, με 20 μονάδες διαφορά. Το γεγονός ότι μια τέτοια κολοσιαία διαφορά εξατμίστηκε σε 16 μήνες, ανησυχεί ιδιαίτερα τον Λευκό Οίκο και τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με ενδιάμεσες εκλογές τον προσεχή Νοέμβριο.
Από την ήττα των Ρεπουμπλικανών στην Πενσιλβάνια εξάγονται τέσσερα συμπεράσματα:
1. Αυξάνουν ποσοστά οι Δημοκρατικοί
Η νίκη του Conor Lamb αποδεικνύει ότι η ρεπουμπλικανική εκλογική βάση έλιωσε σημαντικά μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Την περασμένη Δευτέρα, το CNN δημοσίευσε μια ανάλυση που συνέκρινε επτά ομοσπονδιακές εκλογές αναμετρήσεις του 2017. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: κατά μέσο όρο, οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών καλυτέρευσαν τα ποσοστά τους κατά 16 μονάδες σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές του 2012 και του 2016. Ο Conor Lamb έσπασε ταμεία, αφού ξεπέρασε μια διαφορά 20 μονάδων.
Γιατί αυτό είναι σημαντικό; Διότι αν οι Δημοκρατικοί κατορθώνουν πλέον να κερδίζουν σε κάστρα των Ρεπουμπλικανών, όπως η 18η περιφέρεια της Πενσυλβάνια, οι πιθανότητες να κερδίσουν την πλειοψηφία στη βουλή των αντιπροσώπων, στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, αυξάνονται σημαντικά. Για να το πετύχουν θα πρέπει να κερδίσουν 23 έδρες.
2. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αρκεί
Με το Γουισκόνσιν και το Μίτσιγκαν, η Πενσυλβάνια ήταν μια από τις πολιτείες της λεγόμενης βιομηχανικής «Rust Belt», η οποία πρόσφερε στον Τραμπ τον Λευκό Οίκο, ψηφίζοντας, για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες, τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο στην προεδρική εκλογή. Ευγνώμων για την επιλογή τους, ο δισεκατομμυριούχος, προκειμένου να κρατήσει το εκλογικό σώμα ενόψει των προεδρικών του 2020, επισκέφθηκε συχνά την Πενσυλβάνια.
Οι δύο επισκέψεις του, στα μέσα Ιανουαρίου και την περασμένη εβδομάδα, για να υποστηρίξει τον Rick Saccone, δεν στάθηκαν αρκετές για να γύρουν την πλάστιγγα. Αν δεν είχε πάει καθόλου, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος θα είχε σίγουρα πολύ χειρότερο αποτέλεσμα. Αλλά η αποτυχία του δείχνει πως η ικανότητα του Τραμπ να κινητοποιεί, με δημοτικότητα γύρω στο 40%, παραμένει περιορισμένη. Σε άλλες πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν μεγάλη δύναμη, η παρουσία Τραμπ θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη και τοξική. «Πολλοί υποψήφιοι θα αναρωτηθούν αν θέλουν πραγματικά τον Τραμπ δίπλα τους, φέτος», εξήγησε ο αναλυτής Chris Borick στην τοπική εφημερίδα του Πίτσμπουργκ.
3. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν μήνυμα
Η μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία ψηφίστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στη Γερουσία, με στόχο να δοθούν θέσεις εργασίας στην πλειοψηφία των Αμερικανών, έπρεπε να είναι το ισχυρό όπλο των Ρεπουμπλικανών στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2018. Αλλά, υπάρχει πρόβλημα: ο νόμος, ο οποίος προβλέπει μεγάλες μειώσεις φόρων για τις επιχειρήσεις και μπορεί να δημιουργήσει τρύπα στο έλλειμα, δεν πείθει. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του πανεπιστημίου Quinnipiac, η οποία δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, μόνο το 36% των ψηφοφόρων υποστηρίζουν τη φορολογική μεταρρύθμιση, ενώ το 50% την αποδοκιμάζουν.
Οι ρεπουμπλικανοί επικοινωνιολόγοι της εκστρατείας στην Πενσυλβάνια το είχαν καταλάβει: σύμφωνα με το σάιτ Politico, τον περασμένο Φεβρουάριο τα 2/3 των διαφημίσεων του Saccone μιλούσαν για την φορολογική μεταρρύθμιση. Από τις 18 Φεβρουαρίου και μετά, το ποσοστό έπεσε στο 36% και στα τέλη του μήνα έφτασε στο μηδέν. Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί, μόλις κατάλαβαν ότι η μεταρρύθμιση είναι αντιδημοφιλής δεν έχασαν χρόνο: όλα τα διαφημιστικά τους αφορούσαν το νόμο. «83% των νέων μειώσεων φόρων θα ωφελήσουν το 1% των πλουσιότερων», έπαιζε νυχθημερόν το σποτ τους στο ραδιόφωνο.
Αλλο άσχημο μαντάτο για τον Ντόναλντ Τραμπ: οι δασμοί στο αλουμίνιο και το σίδηρο, τους οποίους ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα, και για τους οποίους μίλησε σε προεκλογική συγκέντρωση στην Πενσυλβάνια, δεν βοήθησαν καθόλου. Σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου Monmouth, μόνο 3% των ψηφοφόρων προσήλθαν στις κάλπες γι’αυτό το λόγο. Και αν στο Πίτσμπουργκ, πρώην πρωτεύουσα του σιδήρου, το μήνυμα προστατευτισμού δυσκολεύεται να περάσει, τότε τι θα συμβεί σε άλλες λιγότερο βιομηχανικές περιοχές;
4. Οι μετριοπαθείς Δημοκρατικοί μπορούν να κερδίσουν
Η συζήτηση που άρχισε να διεξάγεται στους Δημοκρατικούς, μετά την μάχη της Χίλαρι Κλίντον και του Μπέρνι Σάντερς, στις προκριματικές, ήταν αν το κόμμα θα έπρεπε να στρίψει πιο αριστερά και αν θα έπρεπε να υποστηριχθούν αντι-Τραμπ υποψήφιοι. Η νίκη του Conor Lamb, ο οποίος θεωρείται μετριοπαθής και κεντρώος Δημοκρατικός, κάπως συντηρητικός, δίνει την αρχή μιας απάντησης.
Πρώην πεζοναύτης και εισαγγελέας, ο Lamb αρνήθηκε να κάνει την προεκλογική του εκστρατεία δημοψήφισμα υπέρ ή κατά του Τραμπ. Για να κερδίσει, έκανε ο ίδιος μια εκστρατεία πόρτα πόρτα και πήρε αποστάσεις από κάποια κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος, όπως η Νάνσι Πελόζι. Υποστηρικτής του δικαιώματος στην έκτρωση, αλλά και αντίθετος με την σκλήρυνση του νόμου για τα όπλα, ο Conor Lamb κατόρθωσε να προσαρμόσει το μήνυμά του στο προφίλ ενός συντηρητικού πολιτικού της Πενσυλβάνια.
Αντίθετα με τον αντίπαλό του, δεν θέλησε να εμφανιστεί με στελέχη των Δημοκρατικών, παρά μόνο τον Τζό Μπάιντεν, ο οποίος κατάγεται από την Πενσυλβάνια και είναι εξαιρετικά δημοφιλής στην μεσαία και εργατική τάξη της περιοχής. Αν το Δημοκρατικό κόμμα, το οποίο κλονίζεται από εσωτερικές διενέξεις μεταξύ προοδευτικών και κεντρώων, κατορθώσει να κατεβάσει υποψηφίους με διαφορετικές ιδεολογικές βάσεις και προφίλ, τότε μπορεί να κερδίσει τον Νοέμβριο την βουλή των αντιπροσώπων και να παραλύσει την ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ.