Η πολιτική αστάθεια κυριαρχεί στην Ιταλία, δύο ημέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Μαρτίου. Καμία καθαρή πλειοψηφία δεν προέκυψε από τις κάλπες και τα αντι-ευρωπαϊκά κόμματα σάρωσαν τα παραδοσιακά σχήματα.
Ο ερευνητής Marc Lazar, διευθυντής του κέντρου ιστορίας της σχολής Sciences Po Paris και πρόεδρος της School of Government του διεθνούς πανεπιστημίου κοινωνικών επιστημών της Ρώμης, σε συνέντευξή του στην γαλλική Le Monde δήλωσε ότι η άνοδος της ακροδεξιάς και του Κινήματος Πέντε Αστέρων είναι ένα ιστορικό πολιτικό γεγονός.
Οι λαϊκιστές στην εξουσία
«Το 2013, στις προηγούμενες εκλογές, υπήρχε ήδη μια δύσκολη κατάσταση. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι είχε την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή, αλλά όχι στη Γερουσία και γι’αυτό το λόγο υπήρξαν μακρές διαπραγματεύσεις πριν ο Ενρίκο Λέττα οριστεί πρωθυπουργός.
Σήμερα, η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι κανένα κόμμα δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή και στη Γερουσία. Ούτε το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο υπέστη βαριά ήττα. Ούτε το Κίνημα Πέντε Αστέρων, παρότι βγήκε πρώτο κόμμα. Αλλά ούτε ο συνασπισμός της κεντροδεξιάς, ο οποίος συγκεντρώνει την Forza Italia, της Λίγκα, τους Αδελφούς της Ιταλίας και ένα μικρό σχηματισμό κεντρώων.
Στις 23 Μαρτίου η βουλή και η Γερουσία θα ορίσουν τους προέδρους τους. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα προσπαθήσει, στη συνέχεια, να βρει ένα πρόσωπο που θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση. Μπορεί να επιλέξει το πρώτο κόμμα, το Κίνημα Πέντε Αστέρων ή τον συνασπισμό της κεντροδεξιάς, ο οποίος συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους» αναφέρει.
Και συνεχίζει:
«Η Λίγκα του Βορρά συγκέντρωσε για πρώτη φορά τόσες ψήφους, από το 1991. Το 2013 ήταν στο 4%. Αρχικά ήταν ένα κόμμα περιφερειακό, επικεντρωμένο στα βόρεια της χώρας, αποφασισμένο να διεκδικεί την αυτονομία, εχθρικό στην «κλέφτρα Ρώμη» και μισούσε τους ανθρώπους του νότου της Ιταλίας, αν και ήταν φιλο-ευρωπαϊκό.
Σταδιακά, η Λίγκα του Βορρά άρχισε να επικρίνει την Ευρώπη και ο Ματέο Σαλβίνι μεταμόρφωσε την Λίγκα του Βορρά σε εθνική Λίγκα, στο πρότυπο του ακροδεξιού γαλλικού Εθνικού Μετώπου. Αρχισε την κριτική στην Ευρώπη και στους μετανάστες, αλλά σταμάτησε τις επιθέσεις στους νότιους Ιταλούς, θέλοντας να κυριαρχήσει και στο νότο.
Η Λίγκα άλλαξε το DNA της και έγινε ένα ακροδεξιό κόμμα. Από οικονομικής άποψης, είναι ένα μείγμα προστατευτισμού και φιλελελευθερισμού.
Η ανεργία έπαιξε ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Η επανεκκίνηση της ανάπτυξης δεν έγινε αισθητή από τους Ιταλούς, οι οποίοι βλέπουν περισσότερο την άνοδο της ανεργίας και την εμβάθυνση των ανισοτήτων.
Η ανεργία, οι ανισότητες και η φτώχεια επηρέασαν κυρίως τον νότο της Ιταλίας, και δεν είναι τυχαίο ότι το Κίνημα Πέντε Αστέρων έκανε εκεί ρεκόρ ψήφων.
Το M5S ήταν ήδη πρώτο κόμμα το 2013, με 25,6%. Πρόκειται κυρίως για ψήφο διαμαρτυρίας στην προηγούμενη κυβέρνηση, εναντίον της Δεξιάς η οποία κυβέρνησε επί χρόνια, εναντίον της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στην Ιταλία και εναντίον της Ευρώπης.
Το M5S εμφανίζεται ως κόμμα αουτσάιντερ, το οποίο δεν έχει ακόμη ασκήσει εξουσία, αλλά προτείνει λύσεις, όπως, για παράδειγμα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πολίτη. Το πρόγραμμά του είναι μια πρόσμειξη αριστεράς και δεξιάς, με οικολογικά συνθήματα, εναντίον των μεταναστών. Είναι ένα κόμμα που αρπάζει από παντού. Αν μιλάμε για «ευρωπαϊκούς λαϊκισμούς», το Κίνημα Πέντε Αστέρων ανήκει στην κατηγορία.
Πρόκειται για ένα κόμμα που ξεκίνησε ως «αντισυστημικό», το οποίο ξεχωρίζει τον «λαό» από «την κάστα εξουσίας». Βασίζεται πάνω στην κεντρική ιδέα ότι πρέπει να μισούμε όσους συμμετέχουν στην εξουσία.
Η μεγάλη διαφορά με το Κίνημα Πέντε Αστέρων της αρχής είναι ο Μπέπε Γκρίλο δεν είναι πια ο ηγέτης του. Είναι ο Λουίτζι ντι Μάιο, 31 ετών, ο οποίος δηλώνει συνεχώς πως το M5S είναι ένα αξιόπιστο πολιτικό κόμμα που μπορεί να κυβερνήσει. Πρόσφατα δήλωσε ότι διατίθεται να κάνει κυβερνητικές συνεργασίες, ενώ το 2013 το M5S απέρριπτε το σύνολο των πολιτικών κομμάτων. Ως που μπορεί να φτάσει στις κυβερνητικές συνεργασίες είναι ένα μεγάλο ερώτημα», αναφέρει.
Και προσθέτει για τους Μπερλουσκόνι και Ρέντσι:
«Αυτές οι εκλογές είναι το τέλος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Εχασε, δεν είναι πια κυρίαρχος στο κόμμα του. Εχει ήδη γνωρίσει ήττες στο παρελθόν, αλλά αυτή τη φορά, με το 14% γνώρισε μια κολοσσιαία αποτυχία. Δεν βλέπω πως θα μπορέσει να ορθοποδήσει μετά από μια τέτοια εκλογική ήττα. Θα υπάρξει αναμφίβολα μια πολύ βαθειά κρίση στην Forza Italia.
Το άλλο φαινόμενο είναι η κατάρρευση της αριστεράς. Ο Ματέο Ρέντσι ανέλαβε τα ηνία του κόμματος το 2014. Ηταν εξαιρετικά δημοφιλής, αλλά τελικά απογοήτευσε και δίχασε, ειδικά με τη μεταρρύθμισή του στην αγορά εργασίας. Προσωποποίησε την πολιτική, υπερβολικά. Τον Δεκέμβριο του 2016, η συνταγματική αναθεώρηση που πρότεινε απορρίφθηκε και εκείνος παραιτήθηκε. Θέλησε να επιστρέψει, εξελέγη εκ νέου, αλλά στο μεταξύ έχασε την δημοφιλία του. Αυτή η ήττα του Δημοκρατικού κόμματος είναι κατά βάθος μια ήττα του Ματέο Ρέντσι. Και κυρίως, η κεντροαριστερά της Ιταλίας δεν αποφεύγει την γενικευμένη κρίση της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Για τον ιταλικό αντι-ευρωπαϊσμό αναφέρει:
«Μια από τις μεγάλες, ιστορικές αλλαγές της Ιταλίας, μιας από τις πλέον ευρωφιλικές χώρες, είναι πως έγινε ευρωφοβική και ευρωσκεπτικιστική. Αυτή η μεταμόρφωση ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990, από την στιγμή που επεβλήθησαν τα κριτήρια του Μάαστριχτ και συνδιάστηκαν με μια πολιτική λιτότητας, πολύ αυστηρή.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2007-2008 με την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και με τις πολιτικές λιτότητας οι οποίες σημάδεψαν την Ιταλία με 4 χρόνια ύφεσης.
Τέλος, ήρθε και το θέμα των μεταναστών, από το 2013. Η μάζα των μεταναστών που προσεγγίζει τις ακτές της Ιταλίας και το αίσθημα των Ιταλών ότι τους έχουν εγκαταλείψει οι γειτονικές χώρες, κυρίως η Γαλλία και η ΕΕ.
Τα δύο φιλοευρωπαϊκά κόμματα, το Δημοκρατικό κόμμα του Ρέντσι και η λίστα της Εμμα Μπονίνο συγκέντρωσαν μόνο 21%. Ενώ τα κόμματα που επέκριναν την Ευρώπη συγκέντρωσαν 50% των ψήφων».