Ενα από τα πιο δημοφιλή σνακ του πλανήτη και ο απόλυτος «φίλος» του σινεμά είναι το ποπ κορν, το οποίο έχει τη δική του ιστορία.
Οι «σαν σύννεφα» καβουρντισμένοι κόκκοι καλαμποκιού ήταν μια από τις αγαπημένες συνήθειες των ανθρώπων των σπηλαίων, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα. Το παλαιότερο εύρημα είναι ηλικίας 5.000 ετών και εντοπίστηκε στο Νέο Μεξικό.
Οι ιθαγενείς το απολάμβαναν τοποθετώντας έναν - έναν τους σπόρους αραβοσίτου πάνω από τη φλόγα με τη βοήθεια ενός κλαδιού. Το ποπ-κορν είχε πολλές χρήσεις και δεν ήταν μόνο επιλογή γεύματος. Το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν μπύρα και σούπες αλλά και για να κατασκευάσουν κοσμήματα.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1630, ο Κουαντακένα, ένας Ινδιάνος από τη φυλή των Γουαμπανοάγκ, έμαθε το ποπ κορν σε Βρετανούς αποίκους στο Πλίμουθ της Μασαχουσέτης.
Και κάπως έτσι διαδόθηκε στον κόσμο.
Οσοι Ευρωπαίοι το δοκίμασαν, το λάτρεψαν και πολλοί από αυτούς το έτρωγαν για πρωινό μαζί με κρέμα και ζάχαρη. Στη συνέχεια, μάλιστα, έγινε απαραίτητο συνοδευτικό στο δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών.
Το ποπ κορν έγινε ακόμα πιο γνωστό τον 19ο αιώνα, όταν υπαίθριοι πωλητές έστηναν την πραμάτεια τους σε πάρκα, πανηγύρια και καρναβάλια. Φυσικά, καροτσάκια βρέθηκαν και έξω από κινηματογράφους. Αυτό δεν άρεσε στους αιθουσάρχες, που δεν ήθελαν να αποσπάται η προσοχή των θεατών κατά τη διάρκεια της προβολής. Οι θεατές, ωστόσο, αγαπούσαν το ποπ κορν και το επέβαλλαν και κάπως έτσι οι κινηματογράφοι απέκτησαν το προϊόν, το οποίο τους έφερε νέα έσοδα.
Το γλυκό ποπ κορν άλλαξε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η ζάχαρη ήταν σε έλλειψη, και απέκτησε αλμυρή γεύση.
Σήμερα, αποτελεί συντροφιά σε ταινίες και αγαπημένο σνακ πολλών. Για την ιστορία, οι Αμερικανοί κρατούν και σήμερα τα σκήπτρα στην κατανάλωση ποπ-κορν, με 65 κιλά ανά άτομο ετησίως.
Με πληροφορίες sansimera
Φωτογραφίες: Pexels