Ίσως να ήταν ένας κοινός αργόσχολος ηλικιωμένος με ψώνιο που απλά περνά την ώρα του πουλώντας τις ποιητικές συλλογές του, ίσως να ήταν ένας κοινός θνητός. Αλλά δεν είναι. Ο Bjarni πριν 25 χρόνια πετσόκοψε τον σπιτονοικοκύρη του· αυτό θα στοιχειώνει για πάντα τη γραφή του.
Ο Bjarni Bernhardur είχε μια προβληματική παιδική ηλικία, με τραύματα που επιδεινώθηκαν σε μια εφηβεία βουτηγμένη στις παραισθήσεις του LSD. Κάποτε σε ένα ταξίδι του, εξομολογείται, βρήκε τον Θεό· μετά τον έχασε πάλι. Ασχολήθηκε με την ποίηση και γύρισε πάλι στα πεζά οράματα των παραισθησιογόνων. Σιγά-σιγά, ο εθισμός του στις παραισθητικές ουσίες τον έκλεινε όλο και περισσότερο στον μικρόκοσμό του, ένα ζοφερό σύμπαν συνομωσιολογίας και επικείμενης καταστροφής. Η ασταθής συμπεριφορά του έγινε μόνιμη και πιστοποιήθηκε από το ψυχιατρείο με χαρτί. Η κοινωνική πρόνοια δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς τα επιδόματα του κράτους έγιναν το εισιτήριο του Bjarni για το μαγικό tour στην Ευρώπη του LSD. Για αρκετούς μήνες ο Ισλανδός ποιητής ταξίδεψε στη Γηραιά Ήπειρο μέχρι να καταλήξει και πάλι στο Ρέικιαβικ, όπου και έκανε ένα διάλειμμα από τις εξαρτήσεις του. Εκεί, όπως αναφέρει, άρχισε να κυκλοφορεί με ένα μαχαίρι πάντα στην τσέπη. «Για προστασία… Δεν είχα σκοπό να το χρησιμοποιήσω. Είχα απόλυτη συνείδηση της πράξης μου αυτής»
.
Αν δεις τον Bjarni να κάνει περίπατο στα παγωμένα πάρκα του Ρέικιαβικ, σταμάτησέ τον και ζήτα του να σου πει την ιστορία του, θα τρελαθεί από τη χαρά του! «Η ιστορία μου είναι μια τραγωδία την οποία, όμως, πολλοί άνθρωποι λατρεύουν να ακούν», παραδέχεται ο ίδιος. Όλα ξεκίνησαν με την πιο αναπάντεχη αφορμή. Το 1986, όταν Ρέιγκαν και Γκορμπατσόφ βρέθηκαν στο Ρέικιαβικ σε μια ιστορική συνάντηση που θα σήμαινε και την αρχή του τέλους για τον Ψυχρό Πόλεμο. Η πολιτική επικαιρότητα ήταν αρκετή για να θεριέψει τις συνομωσιολογικές παραισθήσεις του Bjarni, ο οποίος άρχισε να βλέπει τους πάντες ως μυστικούς πράκτορες μιας ναζί αποκάλυψης, οργανωμένης από τους ηγέτες του πλανήτη. Η παράνοιά του τον οδήγησε το απόγευμα εκείνο με ένα μάτσο LSD στη γλώσσα και μια τυφλή παρόρμηση να επισκεφτεί τον σπιτονοικοκύρη του. Εκείνος, που μάλλον τον δέχτηκε από ευγένεια στο σπίτι του, δέχτηκε την πρώτη επίθεση τη στιγμή που έσκυψε να βάλει τη βελόνα στο πικάπ. Ενώ, λοιπόν, έπαιζε τόσο ειρωνικά το «What a Wonderful World» του Louis Armstrong, το μαχαίρι από την τσέπη του Bjarni βυθίστηκε στην πλάτη του θύματος, κίνηση παλινδρομική που επαναλήφτηκε ξανά και ξανά. «Δεν είμαι σίγουρος για ποιο λόγο πήγα στο σπίτι του εκείνο το βράδυ. Όλα είχαν καταρρεύσει στο μυαλό μου. Άρχισα να πιστεύω ότι ο σπιτονοικοκύρης είναι ηγέτης μιας φασιστικής τρομοκρατικής ομάδας. Νόμιζα πως ήταν ο Χίτλερ!». Ο Bjarni μαχαίρωσε επανειλημμένα το θύμα, φτάνοντας στο σημείο να το παραμορφώσει. Μέσα στη μανία του, πήρε αίμα και άρχισε να γράφει ονόματα τρομοκρατικών οργανώσεων στους τοίχους. Ο Bjarni καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλακή και στη συνέχεια πέρασε δύο χρόνια σε ψυχιατρική κλινική.
Η ζωή του Bjarni πέρασε από τις παγωμένες ψυχώσεις των ναρκωτικών και το βίαιο αποκορύφωμά τους σε μια δύσκολη επανένταξη και από εκεί στην άνοιξη των ποιητικών του εξάρσεων. Η πορεία του Bjarni ενέπνευσε τον κινηματογραφιστή Baltasar Kormakur ο οποίος θα γυρίσει ένα φιλμ βασισμένο στη ζωή του.
Δημοσιεύτηκε στο Vice magazine