Το να μιλήσει κανείς για τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, σημαίνει πριν απʼ όλα να μιλήσεις για ένα λησμονημένο ποιητή και για μια «αλαφροΐσκιωτη» προσωπικότητα που πέρασε από την γη σαν υπνοβάτης, αφήνοντάς πίσω του υπέροχα ποιήματα ή μάλλον πανέμορφες φωτοχυσίες λέξεων που, όπως το φως της αυγής, αναδύονται μέσα από τα ελαφρώς τρεμάμενα ύδατα της θάλασσας που τόσο αγάπησε και ανεβαίνουν σαν θερμή ανάσα ως τον ουρανό που θέλησε να φθάσει.
Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 29 Απριλίου 1908 ενώ οι γονείς του κατάγονταν από το Λεωνίδιο Κυνουρίας. Ο πατέρας του διατηρούσε στον Πειραιά μια εταιρεία χημικών προϊόντων, αλλά ύστερα από πρόσκληση ενός θείου του εμπόρου στην Μπολόνια της Ιταλίας η οικογένεια μετακόμισε εκεί το 1912. Το 1920 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μονταπόνε κοντά στην Αγκόνα. Ο Γιώργος Σαραντάρης φοίτησε σε ιταλικό σχολείο δημοτικό και γυμνάσιο - καθώς δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο - ενώ φοίτησε και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια και της Ματσεράτα από όπου πήρε και το πτυχίο του. Στον ίδιο δεν άρεσαν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια της Ιταλίας λόγω του καθολικισμού και του συντηρητισμού τους. Επίσης δεν του άρεσε ούτε η Ιταλία καθώς την θεωρούσε μια χώρα με «απροσδιόριστα σύνορα» και πολλές ιδεολογίες που δεν ανταποκρίνονταν στις αναζητήσεις του. Με τον όρο «απροσδιόριστα σύνορα» μάλλον εννοούσε -όχι βέβαια τα κρατικά σύνορα- αλλά την πανσπερμία έντονων τοπικών ιδιαιτεροτήτων -πολύ χαρακτηριστική και βέβαια με ιστορικές ρίζες και αιτίες που διακρίνει κανείς στην ανθρωπογεωγραφία της γειτονικής μας χώρας.
Ο Γιώργος Σαραντάρης εκδήλωσε πρώιμα την κλίση του για την φιλοσοφία και για την ποίηση, εγκαταλείποντας τον εαυτό του, την οικογένεια του και το κοινωνικό του περιβάλλον, -εννοούμε τις «παρέες»- προκειμένου να γράψει ποίηση και «φιλοσοφία».
Ο Γιώργος Σαραντάρης ήλθε στην Ελλάδα το 1931 -φιλοξενούμενος σε μια θεία του- για να υπηρετήσει στον στρατό και να ασκήσει μια εργασία. Στην Ιταλία πραγματοποίησε δύο σύντομα ταξίδια το 1934 και το 1935, το δεύτερο για τον θάνατο του πατέρα του. Δεν κατάφερε ποτέ να εργαστεί, γεγονός που έκανε την μητέρα του να υποφέρει ιδιαίτερα, ενώ ταλαιπωρούσε πολύ ψυχικά και τον ίδιο η ιδέα ότι τον θεωρούσαν «αργόσχολο». Ζούσε, όπως μας πληροφορεί, ο Γιώργος Μαρινάκης, ο οποίος με τεράστιο κόπο συγκέντρωσε και επιμελήθηκε τα κείμενα του Σαραντάρη, με ένα μικρό εισόδημα, ποσοστό από νοίκια κληρονομιά, ενώ ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στην Ποίηση και την Φιλοσοφία. Δεν έδινε σημασία στο ντύσιμο και στην υπόδεση του, ενώ στα σχόλια των δικών του και των φίλων του, απαντούσε χαμογελώντας ότι οι εξωτερικές εμφανίσεις του ανθρώπου δεν σχετίζονται με την ανθρωπιά του.
Ο Γιώργος Σαραντάρης εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1933 με την συλλογή «Αγάπες του χρόνου», ενώ ήδη ο μοντερνισμός είναι εδώ. Μοντερνισμός δεν σήμαινε απλά την προσαρμογή στις συνθήκες της νεωτερικότητας κάθε εποχής, αλλά επιπλέον στην τέχνη -εν προκειμένω στην ποίηση- σήμαινε την εγκατάλειψη του λυρισμού, της τυποποιημένης μετρικότητας στον στίχο, και της ομοιοκαταληξίας, της ρίμας, σήμαινε την εγκατάλειψη της «λογικότητας» στην ποίηση. Στην Ελλάδα τα πρώτα σπέρματα αυτής της αντίληψης ανιχνεύονται στον Διονύσιο Σολωμό που πολύ πριν κωδικοποιηθεί αυτή η μοντερνιστική αντίληψη είχε δώσει δείγματα αναζήτησης γύρω από τα θεμελιακά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν εμφανίζεται ο Σαραντάρης στα γράμματα στην ουσία πρωτοπορεί και μάλιστα πρωτοπορεί πριν ακόμα από την εμφάνιση του σουρεαλισμού στην Ελλάδα που γίνεται με την συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου «Στου γλυτωμού το χάζι» το 1934. Ο Σαραντάρης συμμετέχει στην διαμόρφωση του ποιητικού αυτού κλίματος με την δεύτερη συλλογή του «Ουράνια» το 1934, ενώ το 1935 έτος που εμφανίζεται το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη και η «Υψικάμινος» του Ανδρέα Εμπειρίκου ο Σαραντάρης εκδίδει την τρίτη συλλογή του «Τα αστέρια». Σε αυτές τις τρείς συλλογές υπάρχει ενότητα ύφους, ενώ οι αισθητικές του αρχές είναι αντλημένες από τον υπαρξισμό και επηρεασμένες από τον Κίρκεγκωρ στον οποίο θα χρειαστεί να σταθούμε για λίγο.
Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, (1813-1855) ήταν Δανός φιλόσοφος και θεολόγος του 19ου αιώνα και θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος.
Στο έργο του ο Κίρκεγκωρ άσκησε έντονη κριτική τόσο στην φιλοσοφία του Χέγκελ όσο και σε πρακτικές της επίσημης Εκκλησίας τις οποίες θεωρούσε ανούσιες και τυπολατρικές. Στο έργο του υπογραμμίζεται μια επιτακτική ανάγκη: για να γίνουν γόνιμοι οι καιροί που ζούμε, οφείλουν να απολακτίσουν την πολλή και ποικίλη γνώση προς χάριν της αυτογνωσίας. Αυτό μπορεί να συμβεί εφόσον πάψει η αντικειμενικότητα να γίνεται το επίκεντρο στην αναζήτηση της αλήθειας.
Επίσης έδινε τεράστια σημασία στο θέμα της πίστης, και θεωρούσε ότι κάθε χριστιανός ήταν υπεύθυνος ο ίδιος ως άτομο σε ότι αφορά τις σχέσεις του με τον Θεό.
Αυτές ήταν σε πολύ γενικές γραμμές οι απόψεις του Σαίρεν Κίρκεγκωρ που μαζί με τον Νίτσε και τους υπαρξιστές είχαν επηρεάσει τον Γιώργο Σαραντάρη που βασανιζόταν από μια αγωνία ειλικρινή και βαθιά ανθρώπινη.
Ζώντας μέσα στην «τρέλα» των αρχών του 20ου αιώνα ο Γιώργος Σαραντάρης επιλέγει μια φυγή, μέσω της ποίησης, και μέσω κειμένων προς κάτι «ανώτερο». Πρέπει να σημειώσουμε, πως τα ποιήματα του είναι πολύ καλύτερα από τα δοκίμιά του, ενώ εκείνο που τον καθιστά πολύ σημαντικό είναι πως προσπάθησε να υπερβεί τις φιλοσοφικές του επιρροές, θέτοντας αντί του «εγώ», το «εμείς».
Τι έψαχνε ο Γιώργος Σαραντάρης; Ήθελε οι άνθρωποι να οδηγηθούν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο πνευματικής και ηθικής ζωής. Ο Σαραντάρης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από την φύση του αγαθός, μια αντίληψη πολύ σημαντική και θεμελιώδης, γιατί έτσι αναγνωρίζεται έστω και έμμεσα, ότι για την εκάστοτε «κατάσταση» του ανθρώπου, η πρωταρχική αιτία πρέπει να αναζητηθεί στις κοινωνικές σχέσεις.
Επίσης, πολύ σημαντικό ήταν, ότι ο Σαραντάρης θέλει να δει τους ανθρώπους ψηλά και να είναι μαζί τους.
Και μέσα από τα θραύσματα της ποίησής του, έθεσε την πολύ σημαντική ιδέα του «χρέους» του ανθρώπου.
Πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος είναι φύση αγαθή, πιστεύει επίσης ότι τείνει προς τον ουρανό, την απέραντη ομορφιά, τον απωλεσθέντα παράδεισο της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας και η πορεία προς αυτή την ομορφιά είναι το «επίσημο» έργο μας.
Πως πορευόμαστε; Μέσω της αναζήτησης, χωρίς να αρνούμαστε τίποτα από τον ακατάσχετο και ακατάστατο ήχος της ζωής, αλλά και χωρίς να ταραζόμαστε ή να σκλαβωνόμαστε στις φευγαλέες στιγμές της εφήμερης χαράς. Η ζωή και οι έρωτες περνούν, δεν αρνιόμαστε τίποτα, αλλά πρέπει να πάμε πιο πέρα κι από αυτά που αγαπάμε. Έτσι νικάμε τον θάνατο, γιατί θα τον δεχθούμε ως μια αναπόφευκτη φυσική λύση σε μια διαδικασία που δεν τελειώνει.
Όλα αυτά κάνουν τον Σαραντάρη έναν από τους ευγενέστερους και βαθύτερους κοινωνικούς 'Έλληνες ποιητές.
Η βαθιά φιλοπατρία του Γιώργου Σαραντάρη τον οδήγησε να καταταγεί στον ελληνικό στρατό το 1940 και να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου και αρρώστησε από τύφο. Πέθανε με την επιστροφή του στην Αθήνα, το 1941.
«Αυλαία» για το σύντομο αυτό σημείωμα το ποίημα του: «Δεν είμαστε ποιητές» από την Συλλογή «Σαν Πνοή του Αέρα»
«Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πώς φοβούμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
ο θάνατος βραχνάς»
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ