Στην νέα ταινία του, «Η πιο σκοτεινή ώρα», η οποία βρίσκεται τώρα στις αίθουσες, ο Τζο Ράιτ στέκεται στα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του Ουίνστον Τζόρτσιλ, όταν η Ευρώπη αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ναζιστικής εισβολής.
Η ερμηνεία του Γκάρι Όλντμαν τού χάρισε τη Χρυσή Σφαίρα Α΄ Ανδρικού Ρόλου, κι η ταινία απέσπασε εννέα υποψηφιότητες για BAFTA.
Ωστόσο, πίσω από τον Γκάρι Όλντμαν βρίσκεται η ιδιοφυής ηθοποιός Κρίστιν Σκοτ Τόμας, στον ρόλο της Κλημεντίνης Τσόρτσιλ, της συζύγου του «Λιονταριού».
Η Κλημεντίνη Τσόρτσιλ υπήρξε βοηθός και σύμβουλος του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ποτέ «γυναικούλα», ποτέ «lady yes-yes». Κέρδισε τον τίτλο της βαρόνης Spencer-Churchill of Chartwell και αφιέρωσε τη ζωή της σε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα.
Ανήκαν και οι δύο στην ανώτερη βρετανική κοινωνία, αλλά δεν ήταν πλούσιοι όπως οι άλλοι μεγάλοι βρετανοί αριστοκράτες. Ο πατέρας της Κλημεντίνης, sir Henry Hozier, δεν ήταν ευγενής και είχε πάρει διαζύγιο. Ηταν κόρη της λαίδης Blanche Ogilvy, την οποία ο άνδρας της είχε κάπως εγκαταλείψει. Η Κλημεντίνη υπήρξε επαναστατημένη και ταραγμένη προσωπικότητα στην εφηβία της. Σε ηλικία 25 ετών, όταν γνώρισε τον Τσόρτσιλ, δεν είχε ποτέ γνωρίσει άλλον και δεν είχε αρραβωνιαστεί, λόγω του χαρακτήρα της. Ηταν αρκετά όμορφη, αλλά το κοφτερό μυαλό της φόβιζε τους νέους της εποχής. Πράγμα ασυνήθιστο στην εποχή της, η Κλημεντίνη σπούδασε στο πανεπιστήμιο Berkhamsted και συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι, στη Σορβόνη και μιλούσε άπταιστα γαλλικά.
Ο Τσώρτσιλ γεννήθηκε στο Ανάκτορο Μπλενχάιμ της κομητείας της Οξφόρδης και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας ευγενών, δευτερότοκος γιος του πολιτικού Ράντολφ Χένρυ Σπένσερ Τσώρτσιλ και της Αμερικανίδας Τζένης Τζέρομ (κόρης του Λέοναρντ Τζέρομ, τραπεζίτη και ιδιοκτήτη των New York Times). Ηταν εσωστρεφής και άτολμος με τις γυναίκες και γοητεύτηκε με την πρωτότυπη προσωπικότητα της συζύγου του.
Ζήτησε από την μητέρα του να του την παρουσιάσει το 1904, σε έναν χορό στο Crewe House, στον οποίο δεν τόλμησε να της πει ούτε μια λέξη.
Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια πριν οι δύο νέοι ξαναβρεθούν σε ένα δείπνο που παρέθετε η θεία της Κλημεντίνης. Ο Τζόρτσιλ, νεαρός υπουργός εκείνη την εποχή, έφθασε καθυστερημένος και κάθησε δίπλα της στο τραπέζι. Ετσι ξεκίνησε η κοινή ζωή τους.
Οι δύο σύζυγοι δεν είχαν τις ίδιες πολιτικές ευαισθησίες. Η Κλημεντίνη ήταν ριζοσπαστικά φιλελεύθερη, υπέρ των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που άρχιζαν να μεταμορφώνουν την βρετανική κοινωνία. Πιο κλασικό πνεύμα, αρκετά μέτριος φοιτητής, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεν ενδιαφερόταν για τις κοινωνικές αλλαγές. Επαιρνε υπόψιν του τις συμβουλές της, αλλά παρέμεινε συντηρητικός πολιτικός, με βασικό του μέλημα το μεγαλείο της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Τα 1500 γράμματα που αντάλλαξαν οι σύζυγοι μεταξύ 1908 ως το τέλος της ζωής τους, δείχνουν ότι η Κλημεντίνη δεν παρενέβαινε ποτέ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ή σε στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο, ο Τσόρτσιλ την άκουγε στα κοινωνικά θέματα. Οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι ο βρετανός πρωθυπουργός δεν ήταν ιδιαίτερα ψυχολόγος και είχε ανάγκη την σύζυγό του για να αποφεύγει τις παγίδες.
Η αλληλογραφία τους ξεκίνησε το 1908. Ηδη από το 1905 ο Τσόρτσιλ είχε γίνει υφυπουργός για τις Αποικίες και τα γράμματα που ανταλλάσσουν αποκαλύπτουν ταυτόχρονα πολλές προσωπικές στιγμές αλλά και πολιτικά θέματα. Ο τόνος στις επιστολές είναι αυθόρμητος και φυσικός. Η Λαίδη Τσόρτσιλ δηλώνει εκνευρισμένη γιατί τα γράμματα που λαμβάνει είναι δακτυλογραφημένα. Περιμένει από τον άντρα της να τα γράφει στο χέρι.
Αυτές οι επιστολές αποκαλύπτουν κυρίως ότι και οι δύο στο ζευγάρι διαθέτουν χιούμορ, και ξέρουν να το διατηρήσουν ακόμη και στις πιο δραματικές καταστάσεις. Στις 2 Αυγούστου 1914, την ώρα που ξεσπούσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Τσόρτσιλ της έγραφε: «Ο κόσμος τρελάθηκε».
Η εξάρτηση του ενός από τον άλλο υπήρξε μυθική. Εκείνη δεν δίσταζε, ορισμένες φορές, να πάρει τον λόγο σε δημόσιες ομιλίες, όταν εκείνος δεν μπορούσε, και να υπερασπιστεί νόμους που έπρεπε να ψηφιστούν.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κλημεντίνη Τσόρτσιλ αφιερώθηκε στην δημιουργία καντινών στα εργοστάσια πολεμικού υλικού. Στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας (εκείνη καθιέρωσε το τουρμπάνι στα μαλλιά, για το οποίο ξετρελάθηκαν οι βρετανίδες), συγκέντρωνε μεγάλα ποσά για την κατασκευή σπιτιών για εθελόντριες στον στρατό και στα στρατιωτικά εργοστάσια.