Πόλεμος ανάμεσα στον ΕΟΦ και σε επιστήμονες έχει ξεσπάσει για τα γενόσημα σκευάσματα. Από τη μία πλευρά ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων εγγυάται την ασφάλειά τους, και από την άλλη επιστήμονες επιμένουν να εκφράζουν τις έντονες αμφιβολίες για την ποιότητα των σκευασμάτων.
Την ώρα που οι φαρμακευτικές δαπάνες για το 2009 φτάνουν τα 5,6 δισ. ευρώ, ενώ πριν από πέντε χρόνια ήταν 2,43 δισ. ευρώ, το υπουργείο Υγείας προωθεί σήμερα στη Βουλή νομοσχέδιο προς ψήφιση στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και ρυθμίσεις για τη χρήση γενοσήμων στη χώρα μας, θέτοντας στόχο έως το τέλος του έτους το 30% των φαρμάκων που συνταγογραφούνται να είναι γενόσημα.
«Ο ασθενής θα διατηρεί το δικαίωμα της επιλογής»
Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας Αντώνης Δημόπουλος σε δηλώσεις του στα «Νέα» τονίζει πως η χρήση γενόσημων φαρμάκων δεν θα είναι υποχρεωτική, καθώς ο ασθενής θα διατηρεί το δικαίωμα επιλογής. Ωστόσο το σύστημα συμμετοχής στα φάρμακα όμως θα πριμοδοτεί τη χρήση των αντιγράφων, καθώς θα είναι μειωμένη συγκριτικά με αυτή που θα καταβάλλουν για τα πρωτότυπα.
Στις ΗΠΑ, 7 στις 10 συνταγές που γράφουν γιατροί αφορούν σε γενόσημα φάρμακα ενώ ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό και σε Γερμανία και Αγγλία. «Εφόσον τα γενόσημα φάρμακα εγκρίνονται και ελέγχονται σύμφωνα με την κείμενη διαδικασία, τότε δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για την ποιότητά τους, γεγονός που εξασφαλίζεται και από τα διεθνή παραδείγματα» τονίζει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Οργάνωσης και Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας και διευθυντής του αντίστοιχου τομέα στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας Νίκος Μανιαδάκης.
Παράλληλα με τη χρήση των γενοσήμων θα μειωθεί η τιμή και για τα πρωτότυπα φάρμακα των οποίων έχει λήξει η πατέντα, με αποτέλεσμα να πέφτει στο 50% της αρχικής τιμή τους, γεγονός που επιπλέον που θα συμβάλει στο επιπλέον ψαλίδισμα της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκου (ΕΟΦ) Γιάννης Τούντας με αφορμή την διαμάχη που έχει ξεσπάσει για την ποιότητα των γενοσήμων. Επισήμανε ότι τα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση είναι και προς όφελος των ασφαλισμένων, αφού μειώνεται η συμμετοχή τους. «Με τον τρόπο αυτό βοηθάμε και τους πολίτες γιατί θα βγάζουν λιγότερα χρήματα από την τσέπη τους» δήλωσε χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερη έμφαση όμως έδωσε ο κ. Τούντας και σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των γενόσημων σκευασμάτων. Στο πλαίσιο αυτό διαβεβαίωσε ότι «η αδειοδότηση των γενοσήμων πραγματοποιείται σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία από κάποια εθνική Αρχή της ΕΕ ή από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και προβλέπει εξονυχιστική αξιολόγηση των επιστημονικών δεδομένων».
Οι αντιδράσεις πάντως στο χώρο της υγείας για τη χρήση και τη συνταγογράφηση των γενοσήμων έχει κορυφωθεί με το 41% των γιατρών να εκτιμούν πως τα πρωτότυπα φάρμακα είναι πιο αποτελεσματικά, ενώ μόνο ένας στους τέσσερις γιατρούς συνταγογραφεί γενόσημα.
«Η χρήση γενοσήμων είναι προς οικονομικό όφελος των εταιρειών και όχι των πολιτών»
Μάλιστα μερίδα γιατρών υποστηρίζει πως η χρήση τους θα προωθήσει ασθενείς δύο ταχυτήτων. Έντονες ενστάσεις όμως εκφράζει και ο καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μέλος της Επιτροπής Εγκρίσεων Φαρμάκων του ΕΟΦ Δημήτριος Κούβελας, ο οποίος μιλώντας στα «Νέα» κάνει λόγο για διάτρητο σύστημα ελέγχου καθώς και για χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο. Η απουσία εξονυχιστικών ελέγχων για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των αντίγραφων φαρμάκων στηρίζεται στο γεγονός ότι το πρωτότυπο φάρμακο περιέχει γνωστές και δραστικές ουσίες που τεκμηριώνονται από τις παρακλινικές και κλινικές μελέτες. Η τακτική αυτή ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Κούβελα, «είναι προς οικονομικό όφελος των εταιρειών και όχι των πολιτών».
Σε «πείραμα» μετατρέπεται η χώρα μας, σύμφωνα με τον γαστρεντερολόγο Δημήτρη Καραγιάννη, ο οποίος αρνείται να γράψει στους ασθενείς του τα περισσότερα γενόσημα φάρμακα, αφού όπως λέει δεν υπάρχουν επαρκείς έρευνες για την ποιότητά τους. Λέει χαρακτηριστικά «το όπλο του γιατρού είναι τα φάρμακα που χορηγεί, έτσι γνωρίζουμε να παλεύουμε με τις ασθένειες. Ποιος όμως θα έχει τώρα την ιατρική ευθύνη για τον άρρωστο αν εμείς δεν μπορούμε να χορηγήσουμε το φάρμακο που γνωρίζουμε ότι είναι πιο αποτελεσματικό».
Φωτογραφία: Eurokinissi