Το τσουνάμι των αντιδράσεων για τη σεξουαλική παρενόχληση που προκάλεσε η υπόθεση Χάρβει Γουάινστιν, έφερε στην επιφάνεια τη ρήξη στο γαλλικό φεμινιστικό κίνημα.
Το σύνθημα «me too» (και εγώ επίσης), μέσω του οποίου οι Αμερικανίδες άρχισαν να μαρτυρούν τις προσωπικές τους δυσάρεστες εμπειρίες, κατονομάζοντας τους δράστες, μετατράπηκε στη Γαλλία σε πολύ σκληρότερο σύνθημα: «Balance ton porc» (κατάδωσε το γουρούνι σου).
Έκφραση που ευθύς εξ αρχής αμφισβητήθηκε από πολλούς, αλλά και σιωπηλά από πολλές γυναίκες, έως την 9η Ιανουαρίου, οπότε 100 -ανάμεσά τους και η Κατρίν Ντενέβ- διακήρυξαν την αντίθεσή τους, με κοινό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Λε Μοντ».
Σιμόν ντε Μποβουάρ, Φωτογραφία: wikipedia
Δεν ήταν τυχαία η ημερομηνία της 9ης Ιανουαρίου για τη Γαλλία. Ήταν η γενέθλια επέτειος για τα 110 χρόνια γέννησης της Σιμόν ντε Μποβουάρ, ιστορική φυσιογνωμία για το γαλλικό φεμινιστικό κίνημα και «μητέρα» ενός φεμινιστικού υπαρξισμού (μετά το 1968), που άφησε σαν παρακαταθήκη το «Δεύτερο φύλο» (έκδοση 1949) και φράσεις-ρητά για τον φεμινισμό όπως: «Δεν γεννιόμαστε γυναίκες, γινόμαστε» ή «όταν η γυναίκα δεν φοβάται τους άνδρες, τη φοβούνται».
Σύγκρουση γενιών
«Υπερασπιζόμαστε την ελευθερία της παρενόχλησης, απαραίτητη για τη σεξουαλική ελευθερία» δηλώνουν οι 100 γυναίκες που συνυπέγραψαν το κείμενο στη Μοντ, υπογραμμίζοντας ότι απορρίπτουν το είδος του φεμινισμού που εκφράζει ένα «μίσος προς τους άνδρες».
Μιλούν για «πουριτανισμό», για «αλυσόδεση» των γυναικών στο καθεστώς των «αιώνιων θυμάτων», κάτω από την επήρεια των «δαιμόνων φαλλοκρατών» και υπογραμμίζουν:
«Αυτός ο πυρετός να σταλούν "τα γουρούνια" στα σφαγεία, όχι μόνο δεν βοηθούν τις γυναίκες να αυτονομηθούν, αλλά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εχθρών της σεξουαλικής ελευθερίας, των θρήσκων εξτρεμιστών και των πιο επικίνδυνων αντιδραστικών, στο όνομα του καλού και της ηθικής».
«Απειλείται πράγματι η σεξουαλική ελευθερία;» διερωτάται, στο χθεσινό πρωτοσέλιδό της, η εφημερίδα "Λιμπερασιόν".
Σε ολοσέλιδη φωτογραφία έχει τα τρία ώριμα πρόσωπα των πιο γνωστών γυναικών, από τις 100 που συνυπογράφουν: Της Κατρίν Ντενέβ (74 ετών) της Κατρίν Μιγιέ (69) και της Μπριζίτ Λαέ ( Lahaie, 62). Είναι ίσως η εξαιρετική περίπτωση που αξίζει να σημειωθεί η ηλικία, η οποία καθορίζει τη γενιά, τις κοινωνικές μάχες και εμπειρίες των φεμινιστριών που έχουν συνυπογράψει. Αξιοσημείωτο, επομένως, είναι ότι η πλειονότητα είναι γυναίκες άνω των 50 ή 60 ετών, που έχουν βιώσει τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος που τους εξασφάλισε το πλέον πολύτιμο, κατά την άποψή τους αγαθό, τη σεξουαλική ελευθερία, με απόγειο στη Γαλλία τη δεκαετία του 70.
Κάθε μια τους έχει βιώσει τη σεξουαλική ελευθερία με τον τρόπο της, ορισμένες μάλιστα την αξιοποίησαν και επαγγελματικά:
Η Μπριζίτ Λαέ για παράδειγμα, ηθοποιός και ραδιοφωνική παρουσιάστρια, υπήρξε μια από τις πρώτες σταρ του πορνό- κινηματογράφου, κατά την περίοδο 1970 - 1980.
Η Κατρίν Μιγιέ, κριτικός τέχνης και συγγραφέας, έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό σκανδαλίζοντας το κοινό με την τολμηρή αυτοβιογραφία της «Η σεξουαλική ζωή της Κατρίν Μιγιέ».
Μια από τις συγγραφείς του κειμένου, η Κατρίν Ρομπ-Γκριγιέ είναι γυναίκα των γραμμάτων με ένα συγγραφικό έργο που ασχολείται κυρίως με τον σαδομαζοχισμό. Είναι γνωστή ως ιέρεια των σαδομαζοχιστικών τελετών.
Δικαιώματα των γυναικών και εμπόδια
Το κείμενο των 100 γυναικών που επίσης δηλώνουν φεμινίστριες, δεν μπόρεσε να πείσει ή έστω να περάσει ανώδυνα, από τη νέα γενιά φεμινιστριών.
Η επίθεση της 37χρονης Καρολίν ντε Ας ( de Haas), γνωστής φεμινίστριας και ακτιβίστριας, ήταν κάθετη, άμεση και με γλώσσα σκληρή:
«Οι γυναίκες που συνυπέγραψαν το κείμενο, έχουν επανειλημμένα υπερασπισθεί παιδεραστές ή δικαιολογήσει τον βιασμό. Χρησιμοποιούν για ακόμα μια φορά τη δυνατότητα πρόσβασης στα μίντια, για να δώσουν έναν "μπανάλ", έναν κοινότοπο χαρακτήρα στη σεξουαλική βία. Περιφρονούν, με τον τρόπο τους, τα εκατομμύρια τις γυναίκες που υφίστανται αυτήν τη βία».
Η πολεμική πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα, σε μια προσπάθεια διάλογου ανάμεσα στην Καρολίν Ντε Ας και την Μπριζίτ Λαέ, η οποία σε δεδομένη στιγμή υποστήριξε ότι «μπορούμε να νιώσουμε ικανοποίηση, κατά τη διάρκεια ενός βιασμού», αφήνοντας άφωνη τη συνομιλήτριά της.
Η Καρολίν ντε Ας δημοσίευσε μια απάντηση στο κείμενο της Μοντ, που συνυπέγραψαν γύρω στα 30 άτομα φεμινιστές και φεμινίστριες. «Κάθε φορά που υπάρχει πρόοδος στα δικαιώματα των γυναικών, κάθε φορά που αφυπνίζονται οι συνειδήσεις, εμφανίζονται οι αντιστάσεις (...), όπως αυτές στο κείμενο των 100. Αναμιγνύουν σκόπιμα την άσκηση γοητείας που βασίζεται στον σεβασμό και την ικανοποίηση, με τη βία» υπογραμμίζουν.
Σιμόν ντε Μποβουάρ, Φωτογραφία: wikipedia
Σε κανένα από τα κείμενα δεν υπήρξε αναφορά στη Σιμόν ντε Μπουβουάρ. Οι μεν ανησυχούν για τη σεξουαλική ελευθερία, οι δε δίνουν βάρος στην ισότητα και τα δικαιώματα, διαφορές που δείχνουν ότι σωστά είχε στοχεύει η Μποβουάρ καταγγέλλοντας τον «μύθο του αιώνιου θηλυκού».
Τελικά, αυτές οι αντιθέσεις δείχνουν ότι υπάρχει έλλειψη συναίνεσης γύρω από το θέμα της γυναίκας και της γυναικείας υπόστασης. Οι επιθυμίες και προτεραιότητες μπορούν να αλλάξουν από τη μια γενιά στην άλλη, έστω και εάν καθεμιά τους έχει επωφεληθεί από τις μάχες και κατακτήσεις των προηγούμενων.
Ομως, αυτή η έλλειψη συναίνεσης, παρά τη σχετική σύγχυση που προκάλεσε τελευταία στη γαλλική κοινωνία, αντιμετωπίζεται από πολλούς θετικά. Τη θεωρούν ως «άνοιγμα», ως απαραίτητη πλατφόρμα για προβληματισμό, σύγκρουση, αντίλογο ή διάλογο που θα οδηγήσει στην πρόοδο ή σε μια νέα επανεπινόηση του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ