Ο Ρεπουμπλικάνος μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Ντάρελ Άϊζα από την Καλιφόρνια ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το Κογκρέσο, ενώ είναι ο τελευταίος υψηλόβαθμος Ρεπουμπλικάνος που αποχωρεί, ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου του 2018, σχολιάζει το CNN.
Η απόφαση του Άϊζα ακολουθεί αυτή του συναδέλφου του, Έντ Ρόις που ανακοίνωσε την αποχώρησή του στις αρχές της εβδομάδας. Τα δύο μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων εκλέγονται σε περιφέρειες όπου επικράτησε η Χίλαρι Κλίντον, στις προεδρικές εκλογές του 2016. Σε παναμερικανικό επίπεδο, από 23 εκλογικές περιφέρειες, τέσσερις Ρεπουμπλικάνοι που έχουν εκλεγεί έχουν ανακοινώσει την αποχώρησή τους. Η Μάρθα Μακσάλι που είναι μέλος της Βουλής των αντιπροσώπων με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αναμένεται ότι θα είναι υποψήφια για μία έδρα στην Γερουσία.
Ο Ρόις, που προεδρεύει της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι ο ένατος πρόεδρος της επιτροπής μεταξύ αυτών που έχουν ανακοινώσει την αποχώρησή τους, από το αναφερόμενο νομοθετικό σώμα, το 2018.
Η Καλιφόρνια είναι μία δύσκολη πολιτικά πολιτεία για τους Ρεπουμπλικάνους, καθώς με δεδομένο το εκλογικό της σύστημα θα υπάρχουν δύο Δημοκρατικοί υποψήφιοι και κανένας Ρεπουμπλικάνος για την εκλόγιμη θέση του κυβερνήτη της πολιτείας. “Θα υπάρξει μία πολιτική εξολόθρευση των Ρεπουμπλικάνων στην Καλιφόρνια το 2018. Για την προσέλευση στις κάλπες θα έχει κυρίαρχο ρόλο η εκλογή κυβερνήτη, με υποψήφιους δύο Δημοκρατικούς. Η εξέλιξη αυτή, περιορίζει την συμμετοχή των Ρεπουμπλικάνων,” δήλωσε ο Στιβ Σμίντ, Ρεπουμπλικάνος από την Καλιφόρνια που διαχειρίστηκε την προεκλογική εκστρατεία του Τζον Μακέιν για την προεδρία των ΗΠΑ, το 2008.
Η προεδρία του Ρόις στην αναφερόμενη παραπάνω επιτροπή, λήγει σε εφαρμογή εσωτερικών κανονισμών των Ρεπουμπλικάνων, ενώ άλλα μέλη που έχουν ανακοινώσει την αποχώρησή τους, όπως, η Ντάιαν Μπλακ από το Τενεσί θα είναι υποψήφια για την θέση του κυβερνήτη της πολιτείας, με θετική εκλογική προοπτική.
Ωστόσο, εάν κάποιος προσπαθήσει ν’ αναλύσει την ευρύτερη εικόνα των αποχωρήσεων, θα διαπιστώσει ότι βετεράνοι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι κατέχουν θέσεις-κλειδιά, έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν το Κογκρέσο κι όχι να παραμείνουν. Από την άλλη μεριά, στην περίπτωση που το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κατορθώσει να ξανακερδίσει τον πολιτικό έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, είναι σίγουρο ότι όσοι από τα στελέχη που διαθέτουν κοινοβουλευτική εμπειρία, παραμείνουν, θ’ αυξήσουν την πολιτική επιρροή τους.
Ο Άϊζα κι ο Ρόις ακολουθούν τις αποχωρήσεις των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, Ιλεάνα Ρος-Λέχτινεν από την Φλόριντα και Ντέιβ Ρέιχερτ από την Ουάσινγκτον, έναντι της πολιτικής δυναμικής των Δημοκρατικών στις περιφέρειες τους. Παράλληλα, υπάρχουν κι άλλοι που αποχωρούν, όπως, ο Τσάρλι Ντεντ στην Πενσιλβανία, ο Ντέιβιντ Τροτ στο Μίσιγκαν κι ο Φρανκ Λομπιόντο στο Νιου Τζέρσεϊ. Στις πολιτείες αυτές, νίκησε ο Τραμπ το 2016, ενώ η πολιτική μάχη με τους Δημοκρατικούς προβλέπεται ότι θα είναι σκληρή, το ερχόμενο φθινόπωρο.
Σε καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί αποχωρούν από το Κογκρέσο, δεν στοχεύουν στην εκλογή τους σε μία άλλη θέση ενισχυμένης πολιτικής επιρροής, όπως π.χ. η διεκδίκηση της εκλογής στην θέση του κυβερνήτη μιας πολιτείας. Δεν αποχωρούν προκειμένου να λάβουν μία θέση ευθύνης στην κυβέρνηση Τραμπ. Δεν τους περιμένει μία καλοπληρωμένη θέση στον ιδιωτικό τομέα, απλά αποχωρούν.
Για ποιο λόγο; Ο λόγος της αποχώρησής τους σχετίζεται άμεσα με το πολιτικό γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς, ανήκουν στην παραδοσιακή πτέρυγα ηγεσίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η οποία χάνει πολιτικό έδαφος στην Ουάσινγκτον. Η προεδρική εκλογή του Τραμπ το 2016, προεξόφλησε την εξέλιξη αυτή, με την παραδοσιακή ηγεσία να συγκρούεται με τους ανθρώπους, αλλά και τις επιλογές της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Με δεδομένη την ατμόσφαιρα πολιτικής σύγκρουσης που έχει διαμορφωθεί στην Ουάσινγκτον κατά τους τελευταίους μήνες, κανένας Ρεπουμπλικάνος που συμμετέχει στο Κογκρέσο, δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θ’ αποφύγει να βρεθεί αντιμέτωπος με μία επικριτική ανάρτηση του προέδρου, στο Twitter.
Ένας άλλος καθοριστικός λόγος για τις αποχωρήσεις είναι οι αποκαρδιωτικές δημοσκοπήσεις για την πορεία των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. Η δημοτικότητα του προέδρου Τραμπ βρίσκεται στο 37%, με τις αρνητικές γνώμες για την προεδρία του, να συγκεντρώνουν ποσοστό 58%.
Ο μέσος όρος των απωλειών εδρών για το προεδρικό κόμμα στις ΗΠΑ σε ενδιάμεσες εκλογές από το 1962, με το ποσοστό της δημοτικότητας του προέδρου κάτω του 50%, είναι 40 έδρες. Οι Δημοκρατικοί από την πλευρά τους, θα πρέπει να εξασφαλίσουν πλειοψηφία 24 εδρών προκειμένου να έχουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο.
Κατά τα τελευταία 100 χρόνια, η μέση απώλεια εδρών για το κόμμα του προέδρου στις πρώτες ενδιάμεσες εκλογές είναι 23 έδρες. Μόνο σε τρεις ενδιάμεσες εκλογές, το 1934, το 1998 και το 2002, το κόμμα του προέδρου στις ΗΠΑ, δεν είχε απώλεια εδρών.
Στους Δημοκρατικούς επί τη βάσει των δημοσκοπήσεων παρατηρείται θετική κινητικότητα της εκλογικής βάσης των ψηφοφόρων, ενώ στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων, οι εξελίξεις επηρεάζονται άμεσα από τις αναρτήσεις του Αμερικανικού προέδρου στο Twitter.
Με την συμπλήρωση σχεδόν ενός χρόνου από την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του, οι αποφάσεις του Τραμπ φαίνεται ότι καθορίζονται από το κίνητρο ικανοποίησης της συντηρητικής βάσης των ψηφοφόρων του, αλλά κι από τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του.
Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος είναι “ευάλωτος” στην έκδοση βιβλίων όπως το βιβλίο “Φωτιά και Οργή,” αλλά και την απομόνωση του Τραμπ από ουσιαστικούς συνεργάτες που είχε στο παρελθόν, όπως, ο Στιβ Μπάνον.
Παρά το γεγονός ότι αρκετοί υψηλόβαθμοι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι μέσα στο 2017 είχαν μια πορεία σύγκρουσης με τον Τραμπ, επιλέγουν τον δρόμο της συνεργασίας μαζί του για κομβικά θέματα πολιτικής σημασίας της ατζέντας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι αποχωρήσεις στελεχών με κοινοβουλευτική εμπειρία, σε συνδυασμό με την πολιτική “φθορά” άσκησης των κυβερνητικών καθηκόντων, αποτελούν εστίες σοβαρού προβληματισμού.
Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί προσβλέπουν σε θετικά αποτελέσματα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, ενώ η προσοχή όλων, είναι στραμμένη στις κινήσεις του Μπέρνι Σάντερς, στον πολιτικό ορίζοντα των προεδρικών εκλογών του 2020.
ΠΗΓΗ : ΑΠΕ-ΜΠΕ