Σε ηλικία 89 ετών, το 2004, ο Αρθουρ Μίλερ, επέστρεψε με ένα νέο θεατρικό έργο για ένα θέμα που τον είχε ήδη απασχολήσει λογοτεχνικά το 1964: τον γάμο του με την Μέριλιν Μονρόε.
Οι New York Times τον είχαν τότε συναντήσει στο μικρό του διαμέρισμα στο Μανχάτταν και μίλησαν μαζί του.
Ηταν τα τελευταία του γενέθλια. Πέθανε τo 2005, στο σπίτι του, στο Κονέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών. Επασχε από καρκίνο, πνευμονία και καρδιακό νόσημα. Ηταν ο τελευταίος των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων. «Ο θάνατος του εμποράκου», το θεατρικό έργο που του χάρισε, το 1949, το βραβείο Πούλιτζερ, του άνοιξε και τις πόρτες του Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν.
Θεωρείται από τους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς της μεταπολεμικής γενιάς, μαζί με τον Τενεσί Γουίλιαμς. Ο Αρθουρ Μίλερ υπήρξε επιβλητική προσωπικότητα στον χώρο της τέχνης και της πολιτικής. Μέσα στα έργα του αποτύπωσε την Αμερική έτσι όπως την γνώρισε και τη βίωσε, ενώ το μοτίβο των σχέσεων, της οικογένειας και του θανάτου αποτελούσε μόνιμη αναφορά του.
Αλλά, όπως πολλοί διανοούμενοι, ο Αρθουρ Μίλερ δεν έδειξε πάντα σοφία όταν επρόκειτο για γυναίκες. Οταν το θεατρικό του έργο After the Fall (Μετά την πτώση) ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1964, πολλοί θεατές το βρήκαν σοκαριστικό. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένας θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για την άκαμπτη συνείδησή του και για τις υψηλές αρχές που προέτασε, μπόρεσε να περιγράψει με τόσο σκληρό τρόπο την πρώην σύζυγό του: την διασημότερη ξανθιά του Χόλιγουντ, την Μέριλιν Μονρόε.
Η Μέριλιν Μονρόε δεν ζούσε πια για να διαμαρτυρηθεί για την ηρωίδα Μάγκι, μια λαϊκή τραγουδίστρια, εθισμένη στα φάρμακα, η οποία τυραννούσε τον σύζυγό της με τρελές απαιτήσεις.
Αυτό το πορτρέτο, που χωρίς αμφιβολία ήταν της Μέριλιν, δεν ήταν άξιο ενός Μίλερ, ενός ανθρώπου που εθεωρείτο μεγάλος δραματουργός αλλά και ηθικό υπόδειγμα, η ζωντανή εγγύηση ότι η αξιοπιστία δεν είχε εξαφανιστεί από την λογοτεχνική βιομηχανία.
Οι αρετές του Αρθουρ Μίλερ δεν ήταν μόνο λογοτεχνικές. Το 1956 είχε παρουσιαστεί μπροστά στην Επιτροπή του Μακάρθι και αρνήθηκε να δώσει ονόματα φιλο-κομμουνιστών, με κίνδυνο να φυλακιστεί: έτσι έγινε από τη μια μέρα στην άλλη ένας ήρωας της αμερικανικής αριστεράς.
Ωστόσο, 18 μήνες μετά την υπερβολική δόση βαρβιτουρικών που οδήγησε την Μέριλιν στον θάνατο, ανέβαζε ένα θεατρικό στο οποίο έδειχνε δημόσια τις πιο κρυφές αγωνίες της σταρ. Οι φαν της Μέριλιν επέμειναν στο γεγονός ότι είχε πραγματικά προσπαθήσει να γίνει καλή σύζυγος και ότι δεν ήταν το τέρας εγωισμού όπως την έδειχνε ο Μίλερ.
Πού είναι η ευαισθησία του, διερωτήθηκαν οι φίλοι του. Η τρυφερότητά του; Ο ιδεαλισμός του; η Μέριλιν, έλεγαν, θαύμαζε τον σύζυγό της, είχε στηριχθεί πάνω του για να αποκτήσει κάποια διανοητική ικανότητα και το κοινό τους λάτρευε. Οπως λάτρεψε αργότερα τους Κένεντι στον Λευκό Οίκο, πίστευε ότι αποτελούσαν ένα σχεδόν βασιλικό ζευγάρι.
Γεννημένος το 1915 στη Νέα Υόρκη, ο Μίλερ ήταν το ένα από τα τρία παιδιά μιας μεσαίας εβραϊκής οικογένειας. Ο πατέρας του κατασκεύαζε γυναικεία παλτά και υπέστη οικονομική καταστροφή με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να στείλει τον νεαρό Αρθουρ για σπουδές. Εκείνος όμως εργάστηκε σε εργοστάσιο στη Νέα Υόρκη και κατάφερε τελικά να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Αρχισε να γράφει το 1936 και η επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Τα θεατρικά του έργα κέρδισαν παγκόσμια φήμη: «Ο θάνατος του εμποράκου», «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», «Μετά την πτώση», «Πάνω από τη γέφυρα», «Οι μάγισσες του Σάλεμ», ενώ διασκευάστηκαν σε σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1961 έγραψε τους «Αταίριαστους», που έμελλε να είναι η τελευταία ταινία της Μονρόε.
Το 1987, όταν εξέδωσε την αυτοβιογραφία του, εξέφρασε τη θλίψη του ότι η Μέριλιν Μονρόε θα μείνει στη συνείδηση όλων μόνο ως σύμβολο του σεξ.
Το «Μετά την πτώση» δεν ήταν το πρώτο έργο του Αρθουρ Μίλερ για την Μέριλιν. Ηδη , λίγα χρόνια μετά τον γάμο τους είχε γράψει το σενάριο για μια ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η σταρ, «The Misfits» [Οι Αταίριαστοι], ένα μελαγχολικό γουέστερν το οποίο είχε συλλάβει ο Μίλερ για την εκρηκτική σύζυγό του. Λένε ότι ήταν η καλύτερη ερμηνεία της, πιθανόν γιατί εκεί έπαιξε πραγματικά τον εαυτό της. Στην οθόνη ενσάρκωνε την Ρόζλιν, μια νεαρή και αισθησιακή γυναίκα, με εκρηκτικά ξανθά μαλλιά και ψιθυριστή φωνή, ευάλωτη, και μόνιμα απορημένη. Λίγο χαζή σέξι ξανθιά, με άλλα λόγια.
Οι Αταίριαστοι είναι μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τον Καρλ Γκέημπρ και την Μέριλιν Μονρόε. Είναι η τελευταία μεγάλη ταινία και για τους δύο.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο πουθενά, στην πόλη Ρένο της Αμερικής και τα πρόσωπα είναι loosers και περιθωριακοί τύποι, χαμένοι στα όνειρά τους, έξω από την ανερχόμενη Αμερική του 1950 και από το « American way of life ». Η Ρόζλιν ετοιμάζεται να πάρει διαζύγιο. Καθαρή και ελεύθερη ομορφιά, μη έχοντας καμία σχέση με το περιβάλλον στο οποίο ζει, η Ρόζλιν θα μαγέψει τους άντρες που θα συναντήσει στο δρόμο της. Αυτή η γυναίκα-παιδί, λίγο ανόητη, λίγο χαζο-βαθυστόχαστη, με μοναδικό προσόν την προκλητική ομορφιά της, αυτή ήταν η Μέριλιν Μονρόε για τον Αρθουρ Μίλερ.
Στην προσωπική του ζωή δέσποσε ο γάμος του με τη Μέριλιν Μονρόε (1956), αν και δεν διήρκεσε πολύ (1960), μόνο τέσσερα χρόνια. Είχε προηγηθεί ο γάμος του με τη Μαίρη Σλέτερ, με την οποία απέκτησε δύο παδιά. Το 1962 παντρεύτηκε τη φωτογράφο Ινγκε Μόρατ και απέκτησε μια ακόμη κόρη, τη Ρεμπέκα (σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις).
Εχει πει για τη Μέριλιν Μονρόε
«H Μέριλιν ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου μας δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένας ανήμπορος παρατηρητής, και αφού δεν κατάφερα να την βοηθήσω, ήταν επόμενο να στραφεί σταδιακά εναντίον μου. Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου και όλα όσα βίωσα μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν εξίσου έντονα με τα μεγαλύτερα δράματα που έχει επινοήσει η πένα μου», ρίχνοντας, ουσιαστικά, όλο το άδικο για τον ατυχή γάμο τους στην Μέριλιν.
Στις 29 Ιουνίου 1956 σ' ένα δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης παντρεύτηκαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ο Άρθουρ Μίλερ και η Μέριλιν Μονρόε. Ο λαμπρός θεατρικός συγγραφέας και το απόλυτο σύμβολο του σεξ. Ο τυχερός γαμπρός ήταν 41 ετών και η νύφη 30. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναβίωνε στη σύγχρονη Αμερική, που εξεπλάγη μόλις έμαθε το νέο. Η δημοσιότητα, κατόπιν εορτής, μεγάλη. Οι κακές γλώσσες δεν έδιναν μεγάλη διάρκεια στον γάμο, εξαιτίας των διαφορετικών χαρακτήρων των νεονύμφων.
Ο Μίλερ και η Μονρόε γνωρίστηκαν το 1951, όταν και οι δύο ήταν παντρεμένοι. Είχαν έναν εφήμερο έρωτα, αλλά φρόντισαν να κρατήσουν τη φλόγα αναμμένη έως το 1956, όταν ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, κουβαλώντας ένα διαζύγιο ο Μίλερ και δύο η Μονρόε.
Λίγο μετά το γάμο, ο Μίλερ φρόντισε να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο της σχέσης του: «Η Μέριλιν θα γυρίζει μία ταινία κάθε 18 μήνες, τα γυρίσματα της οποίας δεν θα διαρκούν πάνω από 2 μήνες. Το επόμενο διάστημα θα είναι η σύζυγός μου και το εννοώ θα είναι πλήρους απασχόλησης». Ανόητο πλαίσιο για έναν διανοούμενο.
Ωστόσο η σταρ ήταν αλλιώς μαθημένη στη ζωή της. Και φρόντισε να το συνεχίσει, ακολουθώντας τους εξωστρεφείς ρυθμούς της, που δεν συμβάδιζαν αναγκαστικά με την «εσωστρέφεια» ενός συγγραφέα. Το ζευγάρι σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου η Μέριλιν γύρισε με τον Λόρενς Ολίβιε την ταινία «Ο Πρίγκηπας και η Χιονάτη».
Το ζευγάρι, όμως, χρόνο με το χρόνο αποξενωνόταν. Ο Μίλερ αφοσιώθηκε στη δουλειά του και η Μέριλιν το έριξε στο ποτό. Ο διαφορετικός τρόπος ζωής και των δύο προκάλεσε τελικά ανεπανόρθωτη ρήξη στη σχέση τους. Από τον Νοέμβριο του 1960 βρίσκονταν σε διάσταση, γεγονός που φάνηκε και στα γυρίσματα της ταινίας του Τζον Χιούστον «Οι αταίριαστοι» («The Misfits»), όπου η Μέριλιν παραλίγο να τινάξει όλη την παραγωγή στον αέρα με την εσωστρεφή συμπεριφορά της, ενώ κάθε απόγευμα αδυνατούσε να παίξει γιατί ήταν μεθυσμένη.
Στα γυρίσματα της ταινίας ο απογοητευμένος Μίλερ βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά της 37χρονης αυστριακής φωτογράφου Ίνγκε Μόρατ, κόβοντας κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τη γυναίκα του. Το διαζύγιο ήταν η μόνη λύση και βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες στο Μεξικό στις 24 Ιανουαρίου 1961, με την κλασική αιτιολογία της ασυμφωνίας χαρακτήρων.
Ήδη, όμως, Μέριλιν Μονρόε είχε πάρει την κατιούσα και ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε νεκρή από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών, λίγο μετά την επανασύνδεσή της με τον δεύτερο σύζυγό της Τζο Ντι Μάτζιο και αφού, εν τω μεταξύ, είχε μια μικρή ερωτική περιπέτεια με τον αμερικανό πρόεδρο Τζον Κένεντι. Ο Άρθουρ Μίλερ παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο την Ίνγκε Μοράτ ( που είναι μάλλον το αντίθετο της Μέριλιν, από κάθε άποψη) και έζησαν μαζί έως τον θάνατό της το 2002.
Πέντε δεκαετίες μετά τον θάνατό της, το 2010, η Μέριλιν Μονρόε ξεδιπλώθηκε μέσα από τις λέξεις της: μια γυναίκα αυτοκαταστροφική, ανασφαλής και στοχαστική που φοβάται μη χάσει τα λογικά της, ειδικά την περίοδο που ήταν παντρεμένη με τον Αρθουρ Μίλερ και μετά το διαζύγιό τους.
Τα γραπτά της, τα οποία εκδόθηκαν με τον τίτλο «Αποσπάσματα» και πρόλογο του γνωστού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι, αποκαλύπτουν πως τα τελευταία χρόνια της ζωής της η ανεπανάληπτη σταρ μελετούσε με πάθος. Μέσα στην απελπισία της επικαλείται τον λογοτέχνη Τζον Μίλτον και τον Σίγκμουντ Φρόυντ. Η φωνή της ηθοποιού ηχεί μέσα από σημειώματα, γράμματα και ποιήματα που κληροδότησε στον Λι Σράσμπεργκ, τον δάσκαλο υποκριτικής.
«Πόσο θα ήθελα να είμαι νεκρή...»
(Η Μέριλιν Μονρόε έγραφε ποιήματα. Τα έδειχνε μόνο στους στενούς της φίλους, εκ των οποίων ο νεοϋορκέζος συγγραφέας Νόρμαν Ρόστεν που έλεγε γι' αυτήν: «Είχε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά του ποιητή, αλλά της έλειπε η τεχνική»)
Πόσο θα ήθελα- να μην υπάρχω καθόλου.
Να φύγω μακριά από 'δω, απ' όλα. Ομως, πώς θα μπορούσα να το κάνω;
Υπάρχουν πάντα γέφυρες _ η γέφυρα του Μπρούκλιν. Αλλά αγαπώ αυτήν τη γέφυρα (από κει όλα είναι τόσο όμορφα και ο αέρας είναι τόσο καθαρός). Οταν τη διασχίζεις, φαντάζει γαλήνια, ακόμη και με όλα τα αυτοκίνητα να περνούν σαν τρελά. Θα έπρεπε, λοιπόν, να είναι μια άλλη γέφυρα. Μια γέφυρα άσχημη και χωρίς θέα. Ομως αγαπώ κάθε γέφυρα _ έχουν κάτι, και εκτός αυτού δεν έχω δει ποτέ άσχημη γέφυρα.
«Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο»
(Τον Ιούνιο του 1956, το ζευγάρι Μίλερ - Μονρόε εγκαθίσταται στο Λονδίνο, στο διαμέρισμα του Πάρκσαϊντ Χάουζ. Εκεί, διαβάζοντας το ημερολόγιο του άντρα της, η Μέριλιν διαπιστώνει πως τον έχει απογοητεύσει και πως ο Μίλερ αμφιβάλλει για τον έρωτά τους)
Νομίζω πως κατά βάθος πάντα φοβόμουν την ιδέα να είμαι γυναίκα κάποιου, γιατί έμαθα από τη ζωή ότι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο, ποτέ, αληθινά.
«Βοήθεια»
(Το 1958, μετά τον αποτυχημένο γάμο της με τον Αρθουρ Μίλερ)
Υστερα από έναν χρόνο ψυχανάλυσης. Βοήθεια. Βοήθεια. Αισθάνομαι τη ζωή να πλησιάζει ενώ το μόνο που θέλω είναι να πεθάνω...
«Πώς να ενσαρκώσω ένα κορίτσι τόσο ευτυχισμένο;»
Είμαι ανήσυχη, νευρική, συγχυσμένη, ανάστατη (...) Παραλίγο να πετάξω ένα ασημένιο πιάτο. Παραλίγο να κάνω εμετό το φαγητό μου. Είμαι κουρασμένη. Ψάχνω έναν τρόπο να παίξω αυτόν τον ρόλο. Η ζωή μου ολόκληρη με αποκαρδιώνει. Πώς θα μπορούσα να ενσαρκώσω ένα κορίτσι τόσο χαρούμενο, νέο και γεμάτο ελπίδες;..
(Αποσπάσματα από γράμμα στον δρα Γκρίνσον, από την κλινική του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου νοσηλεύθηκε έναν χρόνο προτού βάλει τέλος στη ζωή της).