Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση του νέου σχεδίου της με τίτλο «Αγοράστε αμερικανικά», βάσει του οποίου οι Αμερικανοί στρατιωτικοί ακόλουθοι και οι διπλωμάτες θα πρέπει να συνδράμουν στην εξασφάλιση νέων συμβολαίων για την αμυντική βιομηχανία της χώρας.
Ο Τραμπ αναμένεται να ανακοινώσει στις αρχές Φεβρουαρίου την έναρξη της προσπάθειας «από όλη την κυβέρνηση» να χαλαρώσουν οι κανόνες εξαγοράς αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού σε ξένες χώρες, σύμφωνα με ανθρώπους που έχουν γνώση της υπόθεσης.
Ο Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί με αυτό τον τρόπο να εφαρμόσει μια προεκλογική του δέσμευση να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ πουλώντας περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες στο εξωτερικό προκειμένου να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα της χώρας, το οποίο έχει φτάσει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παράλληλα η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις και από τις αμερικανικές εταιρείες στρατιωτικού εξοπλισμού που είναι αντιμέτωπες με τον ανταγωνισμό βιομηχανιών από την Κίνα και τη Ρωσία.
Όμως, όπως επισημαίνουν οι υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η χαλάρωση των περιορισμών στις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού κινδυνεύει να πυροδοτήσει τη βία σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή και η νότια Ασία, ενώ υπάρχει ο φόβος τα όπλα αυτά να καταλήξουν στα χέρια τρομοκρατών.
Παράλληλα οι αμερικανικές αρχές εξετάζουν την αναθεώρηση των Κανονισμών του Διεθνούς Εμπορίου Όπλων (ITAR), που ορίζουν την πολιτική που ακολουθεί η Ουάσινγκτον στις εξαγωγές όπλων από το 1976.
Η κυβερνητική προσπάθεια σε συνδυασμό με χαλαρότερους κανόνες στις εξαγωγές όπλων και πιο θετική αντιμετώπιση των πωλήσεων σε χώρες μη μέλη του ΝΑΤΟ, μπορούν να αποφέρουν δισεκατομμύρια δολάρια σε συμφωνίες και να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας, εκτίμησε ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος.
Η στρατηγική να αναλάβει το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πιο ενεργό ρόλο στη σύναψη συμφωνιών για την εξαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού θα ωφελήσει κυρίως τις μεγάλες εταιρείες, όπως η Lockheed Martin και η Boeing Co.
Ωστόσο μια αναλύτρια σημειώνει ότι η χαλάρωση των περιορισμών στις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού αυξάνει τον κίνδυνο αμερικανικά όπλα να φτάσουν στα χέρια κυβερνήσεων που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ανταρτών.
«Η κυβέρνηση αυτή έχει δείξει εξ αρχής ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έρχονται σε δεύτερη μοίρα μετά τις οικονομικές ανησυχίες», σχολίασε η Ρέιτσελ Στολ διευθύντρια στο Stimson Center στην Ουάσινγκτον.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι διαβεβαιώνουν από την πλευρά τους ότι το θέμα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα παραμείνει σημαντικό στη λήψη αποφάσεων για την εξαγωγή όπλων. Ωστόσο πρόσθεσαν ότι πλέον θα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο αν μια συμφωνία ωφελεί την αμερικανική οικονομία και ενισχύει την αμυντική βιομηχανία της, στην οποία περίπτωση θα παρακάμπτεται η γραφειοκρατία.
Οι εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού σε τρίτες χώρες ανήλθαν στα 42 δισεκατομμύρια δολάρια για το οικονομικό έτος 2017, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με τα 31 δισεκατομμύρια δολάρια του προηγούμενου, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη προχωρήσει σε κάποιες αμφιλεγόμενες πωλήσεις: Μεταξύ αυτών η πώληση εξοπλισμού ακριβείας στη Σαουδική Αραβία αξίας 7 δισεκατομμυρίων, παρά τις ανησυχίες ότι χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο στην Υεμένη, αλλά και η αποδέσμευση στρατιωτικού εξοπλισμού αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το Μπαχρέιν.
Ανάλογες ανησυχίες έχουν εκφραστεί και για τις προετοιμασίες της κυβέρνησης να καταστήσει πιο εύκολο για τους Αμερικανούς κατασκευαστές να πωλούν μικρά όπλα, περιλαμβανομένων τυφεκίων και πυρομαχικών, σε ξένους αγοραστές.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ