Ο συγγραφέας του βιβλίου που έβαλε φωτιά στον Τραμπ και στην Αμερική, με τον εύγλωττο τίτλο «Fire and Fury», καμαρώνει γιατί, όπως λέει, δεν είναι ούτε δημοσιογράφος, ούτε κριτικός των μίντια.
Ηδη από τον Φεβρουάριο του 2004 η ελίτ της Νέας Υόρκης είχε σοκαριστεί μαζί του. Το βιβλίο του Μάικλ Γουλφ «Autumn of the Moguls» («Το φθινόπωρο των ολιγαρχών») ήταν όλο αφιερωμένο στα σκάνδαλα του μιντιακού μικρόκοσμου των ΗΠΑ, αυτούς «τους τιτάνες, τους επιδειξίες, τους πλούσιους που ελέγχουν και πυροκροτούν τα μεγάλα μίντια», όπως έγραφε.
Ανάμεσα σε άλλους, έγραφε για τον Steven Rattner, έναν πρώην δημοσιογράφο των New York Times ο οποίος μετατράπηκε σε μεγαλοστέλεχος της Wall Street, τον οποίο «σκότωσε» με βιτριόλι, γράφοντας σοκαριστικές ιστορίες. Ομολόγησε, μάλιστα, ότι έβαλε τον 8χρονο γιο του να πηγαίνει να παίξει με τον γιο τού Rattner, ώστε «να κατασκοπεύει την οικογενειακή εστία» και να του φέρνει υλικό για να γράφει.
Αυτή η ιστορία είναι αντιπροσωπευτική της φήμης που έχει αυτός ο κοσμικός Νεοϋορκέζος, ο Μάικλ Γουλφ. Μάλιστα, το περιοδικό New Republic, σε ένα πορτρέτο που του έκανε το 2004, ανέφερε ότι πρόκειται για «ένα σοφιστικέ μείγμα χρονικογράφου που τρελαίνεται για κουτσομπολιά, έναν ψυχοθεραπευτή και ανθρωπολόγο της σύγχρονης κοινωνίας, ο οποίος προσφέρει στους αναγνώστες την ευκαιρία να γίνουν σαν μια μύγα που τρυπώνει στις ψυχές των ισχυρών».
Πρόκειται για ένα φαινόμενο «το οποίο είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς αν δεν είναι Νεοϋορκέζος», έγραφε το αμερικανικό περιοδικό. Το ταλέντο του Γουλφ έμοιαζε να καθορίζεται αποκλειστικά από το τι γίνεται στους happy few του Μανχάταν και στο τραπέζι αριθμός 5 του εστιατορίου Michael’s, που βρίσκεται στην καρδιά της συνοικίας.
Αλλά από τότε ο Μάικλ Γουλφ κέρδισε πανεθνική φήμη, ίσως και πλανητική. Τα πρώτα αποσπάσματα του νέου βιβλίου του «Fire and Fury : Inside the Trump White House», προϊόν 18 μηνών εργασίας και 200 συνεντεύξεων στον Λευκό Οίκο, προκάλεσαν σεισμό την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου. Τρελός από θυμό, ο Ντόναλντ Τραμπ διέταξε να απαγορευθεί η κυκλοφορία του βιβλίου. Αντιδρώντας, ο εκδότης Henry Holt & Company το κυκλοφόρησε... νωρίτερα απ’ ό,τι είχε υπολογίσει, στις 5 Ιανουαρίου, σπάζοντας ταμεία στις εισπράξεις.
Πρόκειται για ένα ετερόκλητο συνοθύλευμα ιστοριών, τις οποίες ο συγγραφέας συνέλεξε στο περιβάλλον του 45ου προέδρου των ΗΠΑ. Περιγράφει έναν Τραμπ παρακμιακό, ημίτρελο και μανιακό, περιστοιχισμένο από έναν στρατό «καρχαριών», οι οποίοι δεν μπορούν να πιστέψουν πως αυτός ο πρόεδρος είναι «βλάκας και ηλίθιος».
Άδεια για τον Λευκό Οίκο
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Μετά την εκλογή-έκπληξη του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου, ο Γουλφ ζήτησε από τον Τραμπ άδεια εισόδου στον Λευκό Οίκο. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν του την αρνήθηκε. Ο δημοσιογράφος γίνεται λοιπόν, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, «σαν μια μύγα στον τοίχο», διαλύθηκε μέσα στο ντεκόρ και απαρατήρητος... παρατηρούσε.
Εκανε τη διαδρομή Νέα Υόρκη-Ουάσινγκτον κάθε εβδομάδα και έγινε κανονικός θαμώνας της ανατολικής πτέρυγας του Λευκού Οίκου. Ετσι άρχισε να γράφει όλα όσα του εξομολογήθηκαν οι σύμβουλοι του προέδρου, και άλλοι ένοικοι, με κάθε πιπεράτη λεπτομέρεια.
Αυτός που τον βοήθησε κυρίως να τριγυρίζει ανενόχλητος στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου, εφοδιασμένος με ένα γαλάζιο καρτελάκι των μυστικών υπηρεσιών (κάτι πολύ ανώτερο από το γκρι καρτελάκι που παίρνουν οι κανονικοί δημοσιογράφοι που στριμώχνονται στην αίθουσα τύπου της προεδρίας), ήταν ο Στιβ Μπάνον, πρώην σύμβουλος στρατηγικής του Τραμπ. Αλλά σίγουρα τον ενθάρρυνε και ο ίδιος ο Τραμπ, ο οποίος προφανώς γοητεύτηκε από τον Γουλφ, έναν νάρκισσο που μισεί το «σύστημα» και μυθομανή -εν ολίγοις κάτι σαν τον ίδιο!
Γιατί, πράγματι, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μπάνον αγαπούν τα άτομα με θράσος, τους πυρομανείς του «συστήματος». Ο Γουλφ ήταν τόσο έξυπνος που ήξερε να τους κολακεύει και να επικρίνει τους δημοσιογράφους των «συστημικών» ΜΜΕ που τα βάζουν καθημερινά με τον Αμερικανό πρόεδρο. Εφτασε, μάλιστα, σε σημείο ο Γουλφ να γράψει τον περασμένο Φεβρουάριο ένα κολακευτικό πορτρέτο της Κελιάν Κόνγουεϊ, της αμφιλεγόμενης συμβούλου επικοινωνίας του Λευκού Οίκου. Γιατί όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος ο Γουλφ: «Εκανα και είπα σίγουρα όσα χρειάζονταν για να εξασφαλίσω αυτή την ιστορία» -όλα δηλαδή όσα συμβαίνουν στον Λευκό Οίκο.
Και πώς συμβαίνει, αν ο Μάικλ Γουλφ είναι ένα τόσο αμφιλεγόμενο άτομο, το βιβλίο του να έχει τόσο μεγάλη απήχηση; Απλά: πρώτον, ο Μάικλ Γουλφ διαβεβαιώνει ότι πήρε συνέντευξη από 200 άτομα και διαθέτει ηχογραφήσεις από τις συνομιλίες του. Δεύτερον, ο Στιβ Μπάνον δεν διέψευσε ποτέ όσα έγραψε για λογαριασμό του ή του απέδωσε. Επίσης, ο Λευκός Οίκος που περιγράφει ο Γουλφ μοιάζει ακριβώς, αν εξαιρέσει κανείς τα πιπεράτα κουτσομπολιά, με την εικόνα που περιγράφει καθημερινά ο «σοβαρός» Τύπος. Με άλλα λόγια, ο Μάικλ Γουλφ το μόνο που έκανε ήταν να σκηνοθετήσει (με ένα στιλ μπαρόκ) μια πραγματικότητα γνωστή σε όλους.
Το βιβλίο είναι τόσο προκλητικό που μπορεί κάποιος να διερωτηθεί: μπορούμε να πιστέψουμε τον Μάικλ Γουλφ, παρότι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι για να γράψει το βιβλίο του εξασφάλισε «μια σχεδόν τιμητική θέση σε έναν καναπέ του Λευκού Οίκου»;
Τον μισούν οι συστημικοί δημοσιογράφοι
Η παρουσιάστρια της διάσημης εκπομπής «New Day», του CNN, δεν δίστασε να θέσει αυτά τα ερωτήματα:
«Θα πρέπει να θυμίσουμε το modus operandi του Μάικλ Γουλφ: αφήνει τα άτομα με τα οποία συνομιλεί να του ανοίγονται και να ξεδιπλώσουν τη σκέψη τους. Δεν μπαίνει πάντα στον κόπο να επαληθεύσει όσα λένε. Δεν του χρειάζεται να έχει δύο πηγές για να γράψει κάτι. Δεν πρόκειται για δημοσιογραφία», είπε στην εκπομπή της η Alisyn Camerota.
Και πρόσθεσε: «Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα γραφή, όταν γνωρίζει κάποιος πως ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται ότι αφήνει τις πηγές του να διηγούνται ιστορίες και εκείνος απλά τις τυπώνει».
Το «στιλ Γουλφ» είναι λοιπόν η τέχνη να σκηνοθετεί ένα κοινωνικό περιβάλλον αφού πρώτα του βγάλει τα έντερα για να μπορέσει καλύτερα να ξεζουμίσει τα υπερμεγέθη Εγώ που κρύβονται εκεί μέσα. «Στα μάτια του Μάικλ Γουλφ, τίποτα δεν είναι πιο ερωτικό από έναν δισεκατομμυριούχο», έγραψε το περιοδικό The Esquire.
Ο ίδιος ο συγγραφέας πάντα καυχιόταν, εξάλλου, ούτε δεν είναι ούτε δημοσιογράφος («να κάνω τηλεφωνήματα δεν είναι πραγματικά στις συνήθειές μου», έχει πει), ούτε κριτικός των μίντια («από αυτές τις σοβαρές μορφές, τις δασκαλίστικες»). Εκείνος έχει συνηθίσει να μη σέβεται τα εμπάργκο στις ειδήσεις, ούτε τις εξομολογήσεις off the record.
«Με τον Μάικλ είστε σίγουρος ότι σας ηχογραφεί και σας σκηνοθετεί. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν τον αγαπούν γιατί είναι πάντα υποχρεωμένοι να προσέχουν όταν είναι εκείνος παρών», δήλωσε για τον Γουλφ ο δημοσιογράφος των New York Times, David Carr.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε «δεν μίλησα ποτέ με τον Μάικλ Γουλφ σχετικά με κάποιο βιβλίο», αλλά ο Γουλφ του απάντησε: «Δεν ξέρω αν κατάλαβε ότι επρόκειτο για συνέντευξη ή όχι, αλλά όσα μου είπε δεν ήταν off».
Στο πορτρέτο που του είχε κάνει το 2004 το περιοδικό New Republic, η δημοσιογράφος έγραφε: «Οι σκηνές που ο Γουλφ περιγράφει στα άρθρα ή στα βιβλία του δεν ανταποκρίνονται σε ρεπορτάζ -ο ίδιος τις δημιουργεί. Βγαίνουν από τη φαντασία του Γουλφ και όχι από πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος ο Γουλφ παραδέχεται ότι η κανονική δημοσιογραφία δεν είναι το αγαπημένο του» έγραφε.
Η Βρετανίδα δημοσιογράφος Bella Mackie, πρώην του Guardian, έγραψε στο Twitter ότι το νέο βιβλίο του Γουλφ είναι «πολύ διασκεδαστικό» και συμπλήρωσε: «Αν γνωρίζετε καλά τον MW, το βιβλίο θα σας αρέσει -αλλά μην τα πάρετε όλα τοις μετρητοίς».
Από ηθικής άποψης, η πρακτική του Γουλφ προκάλεσε συζητήσεις στις ΗΠΑ. Πολιτικοί και μίντια του επιτέθηκαν και τον κατηγόρησαν ότι παραποίησε την πραγματικότητα. Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Σάρα Ουκάμπι, δήλωσε ότι πρόκειται για μια σειρά «λαθών, κι άλλων λαθών, ακόμη περισσότερων λαθών», ενώ η Κέιτι Γουόλς, πρώην σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, διέψευσε κατηγορηματικά ότι μίλησε με τον Γουλφ για το βιβλίο «Fire and Fury».
Η βιογραφία του Μάικλ Γουλφ
Ο Γουλφ γεννήθηκε στο προάστιο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης και είναι γιος ενός στελέχους σε διαφημιστική εταιρεία και μιας δημοσιογράφου.
Ο Γουλφ μπήκε ως μικροδημοσιογράφος στους New York Times, αρκετά νέος. Σήμερα είναι 64 ετών και έχει τρία παιδιά. Πέρασε όλα αυτά τα χρόνια από πολλά αμερικανικά Μέσα: USA Today, The Hollywood Reporter, GQ, Vanity Fair και ασχολήθηκε και με επιχειρήσεις.
Ντυμένος πάντα με πουκάμισα Charvet, λονδρέζικα κοστούμια και με υπέροχο townhouse στη Νέα Υόρκη, είναι μια προσωπικότητα παράδοξη: μεταξύ κοσμικού και σχολαστικού, με ένα αυτί που πλανάται στα σαλόνια των ισχυρών ώστε να βουτάει μετά την πένα του στο βιτριόλι. Το ισχυρό του σημείο δεν είναι να επιβεβαιώνει τις πληροφορίες ούτε να διασταυρώνει τα στοιχεία. Εκείνος δημιουργεί ή σκηνοθετεί στιγμές και παραποιεί όσο χρειάζεται την ακρίβεια των λεγομένων.
«Είναι ένα μεγάλο πιράνχα μέσα στο μικρό μιντιακό βάλτο», έγραψαν γι’αυτόν. «Εχει μια απίστευτη ικανότητα να δίνει την αίσθηση ότι είναι κολλητός με κάποιον», είπε για εκείνον έναν συνάδελφός του που μίλησε στο ενημερωτικό σάιτ Splinter.
«Είναι εκπληκτικός στο να διαβάζει τους ανθρώπους, είναι ένας ψυχίατρος της αρθρογραφίας», εξήγησε ένας από τους φίλους του στο New Republic.
Η βιτριολική πένα τού έφερε και βραβεία: δύο φορές κέρδισε το βραβείο καλύτερου αρθρογράφου, από την έγκριτη American Society of Magazine Editors. Αλλά αυτό που έκανε διάσημον Μάικλ Γουλφ ήταν η βιογραφία που έγραψε του Ρούπερτ Μέρντοχ, με τίτλο The Man Who Own the News («ο άνθρωπος που κατέχει τις πληροφορίες»). Το βιβλίο δεν άρεσε καθόλου στον Αυστραλό μεγιστάνα των ΜΜΕ. Εγινε με τη σειρά του ένας εχθρός του Γουλφ, ανάμεσα σε άλλους. «Παντού όπου πηγαίνω οι άνθρωποι με μισούν», καυχήθηκε ο Γουλφ σε μια φίλη του.
Ο Μάικλ Γουλφ είναι τόσο διάσημος ώστε εμφανίστηκε ακόμη και σε ένα επεισόδιο ενός ριάλιτι που έκανε παλιά ο Ντόναλντ Τραμπ, το Trump Town Girls. Στο επεισόδιο, ο Γουλφ επισκεπτόταν ένα διαμέρισμα της παραγωγής, η οποία σκηνοθετούσε διαγωνισμό ομορφιάς. Το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν τόσο σεξιστικό που δεν προβλήθηκε ποτέ.
«Το πραγματικό μυστήριο σε όλα αυτά είναι γιατί ο Λευκός Οίκος του έδωσε πρόσβαση», υπογράμμισε σε άρθρο του στους New York Times, ο πρώην αρχισυντάκτης του Μάικλ Γουλφ, Graydon Carter.
«Χρειάζεται ένας κλέφτης για να πιάσεις έναν κλέφτη», έγραψαν από την πλευρά τους οι Los Angeles Times, προσθέτοντας: «Γιατί να πιστέψουμε τον Μάικλ Γουλφ; Διότι, προς το παρόν, αυτό που έγραψε είναι πάρα πολύ καλό για να μην το πιστέψουμε», αναφέρει ο αρθρογράφος.
Η συζήτηση πάντως που ξεκίνησε στην Αμερική, για το είδος της δημοσιογραφίας που ασκείται, και πάλι δεν ευνοεί τον Τραμπ. Πολλοί είπαν ότι η δημοσιογραφία χωρίς διασταύρωση πηγών ή αποδείξεις, η οποία εκτοξεύτηκε επί Τραμπ, τώρα δείχνει τα όριά της. Αλλοι λένε ότι επί προεδρίας Τραμπ, ο οποίος διεκδικεί ασταμάτητα μια κοινωνία της μετα-αλήθειας και ουρλιάζει εναντίον των fake news -όταν αυτά δεν τον εξυπηρετούν- οι μέθοδοι του Μάικλ Γουλφ δεν είναι παρά ένα μπούμερανγκ που επιστρέφει.
Πάντως, ο ίδιος ο Γουλφ, στον πρόλογο του βιβλίου του παραδέχεται ότι «πολλές από τις πληροφορίες για το τι συμβαίνει στον Λευκό Οίκο του Τραμπ είναι αντιφατικές. Αρκετές, όπως συνηθίζεται για το στιλ Τραμπ, είναι ψευδείς. Αλλά αυτές οι αντιφάσεις ή η ευελιξία σε σχέση με την αλήθεια αποτελούν τον μίτο του βιβλίου», ενώ συμπληρώνει ότι δημοσίευσε μόνο την «εκδοχή των γεγονότων που ο ίδιος πίστευε ότι ήταν αληθινά».