Οι επιπτώσεις και τα κατάλοιπα του «ψυχρού πολέμου», που για άλλους τελείωσε το 1989 με την πτώση του τείχους στο Βερολίνο και για άλλους δεν θα τελειώσει ποτέ, είχαν άμεση σχέση και με τον αθλητισμό.
Ειδικά όσον αφορά στην -τότε- Ανατολική Γερμανία και γενικότερα στο «ανατολικό μπλοκ» εκείνης της εποχής, οι φήμες και οι επιβεβαιώσεις ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών, κάνουν λόγο για χρήση απαγορευμένων ουσιών και για «πειράματισμούς» σε εν ενεργεία αθλητές.
Ωστόσο, η περίπτωση του Ματίας Ζάμερ εξελίχθηκε σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Ο κάτοχος της «Χρυσής Μπάλας» του 1996, αποδέχθηκε δημοσίως, ότι στα νιάτα του υπήρξε συνδεδεμένος με την περιβόητη «Στάζι», που αποτελούσε «αιχμή του δόρατος» για το υπουργείο Ασφαλείας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
«Υπήρχαν περιορισμοί που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ζάμερ μιλώντας στην «Bild» και πρόσθεσε: «Προφανώς ήταν λυπηρό. Υπήρξε μέρος ενός κακού συστήματος. Αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή». Παράλληλα, ο Ζάμερ δήλωσε με έμφαση, πως ποτέ δεν χρειάσθηκε να κατασκοπεύσει τους συμπατριώτες του, καθώς επίσης ότι ποτέ δεν κράτησε όπλο και δεν συμμετείχε σε κάποια άσκηση».
Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε εκείνη την εποχή, είναι το γεγονός, πως ο πατέρας του Ζάμερ, Κλάους, «κόπηκε» από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 και το Μουντιάλ του 1974 αν και είχε αγωνισθεί σε όλες τις προκριματικές αναμετρήσεις, επειδή αρνήθηκε να ενταχθεί στο «Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα» (SED).
Στην πλούσια και γεμάτη διακρίσεις καριέρα του, ο -50χρονος σήμερα- Ζάμερ, αγωνίσθηκε 23 φορές (6 γκολ) με την φανέλα της Ανατολικής Γερμανίας και 51 φορές (8γκολ) της Γερμανίας μετά την πτώση του τείχους στο Βερολίνο. Το 1997 κατέκτησε το Champions League με την Ντόρτμουντ, ενώ επίσης έπαιξε στην Ντιναμό Δρέσδης, στην Ιντερ και στην Στουτγκάρδη.