Το ακροδεξιό κόμμα FPÖ πήρε έξι χαρτοφυλάκια στη νέα κυβέρνηση της Αυστρίας, χωρίς κανείς να διαμαρτυρηθεί αυτή τη φορά, στην Ευρώπη, αντίθετα με την πρώτη φορά που συμμετείχε στην εξουσία, το 2000.
Η Αυστρία, σήμερα, για δεύτερη φορά από τις αρχές του αιώνα, έχει έναν ακροδεξιό αντικαγκελάριο, ο οποίος προέρχεται από ένα ακραίο, δεξιό, λαϊκιστικό κόμμα.
Το 2000, η συμμετοχή του FPÖ (Φιλελεύθερο Κόμμα) του μακαρίτη Γιόργκ Χάιντερ (σκοτώθηκε το 2008 σε τροχαίο), στην κυβέρνηση, είχε προκαλέσει σεισμό στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε αποφασίσει τότε προσωρινές κυρώσεις εναντίον της Αυστρίας.
Αυτή τη φορά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
Για να σχηματίσει κυβέρνηση, ο νεαρός ηγέτης του συντηρητικού κόμματος ÖVP, Σεμπάστιαν Κουρτς, 31 ετών, συνασπίστηκε με τον Χέινζ-Κρίστιαν Στράσε, ο οποίος, στη νεότητά του, φλέρταρε με τους νεοναζί.
Το ακροδεξιό FPÖ πήρε έξι υπουργεία, εκ των οποίων το υπουργείο Εσωτερικών (με υπουργό τον Herbert Kickl, πρώην λογογράφο του Γιόργκ Χάιντερ), ειδικό στα ξενοφοβικά και αντιμουσουλμανικά σλόγκαν, καθώς και το υπουργείο Αμυνας. Το υπουργείο Εξωτερικών δόθηκε σε έναν διπλωμάτη, φιλικά διακείμενο στο ακροδεξιό FPÖ, τον Karin Kneissl, αλλά όχι μέλος του κόμματος.
Το πρόγραμμα της κυβέρνησης είναι «δεξιό αλλά όχι ριζοσπαστικό», εκτιμά το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το οποίο επικρίνει έντονα την λαϊκιστική δεξιά. Και πράγματι, εκτός από τον ευρωσκεπτικισμό, το πρόγραμμα της κυβέρνησης στην Αυστρία επανέρχεται στα παραδοσιακά θέματα εναντίον των μεταναστών, υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και της υπεράσπισης των παραδοσιακών αξιών, «οι οποίες απειλούνται από την μουσουλμανική εισβολή».
Ο ακροδεξιός ηγέτης Heinz-Christian Strache δεν έχει άδικο να θεωρεί ότι οι ιδέες του θριάμβευσαν πανηγυρικά, αφού τις υπερασπίστηκε και η κλασική δεξιά κατά την προεκλογική περίοδο και θα υλοποιηθούν τώρα από την κυβέρνηση.
Επομένως, ο σχηματισμός κυβέρνησης στη Βιέννη (Δεξιά, ακροδεξιά) είναι το σύμβολο μιας διπλής πορείας προς το «κανονικό»: η λαϊκιστική Δεξιά συμμετέχει πλέον στην εξουσία, στα ευρωπαϊκά κράτη και τα θέματά της θεωρούνται τελείως κανονικά.
Πολλές κυβερνήσεις έχουν στο υπουργικό τους συμβούλιο μέλη της ακροδεξιάς ή της εθνικιστικής Δεξιάς -μερικές φορές στα πιο υψηλά αξιώματα, άλλες πιο κρυφά-, όπως στην Πολωνία, την Φινλανδία και την Ουγγαρία. Σε άλλες χώρες, όπως συμβαίνει στην Σλοβακία και στην Ελλάδα, η λαϊκιστική δεξιά υποστηρίζει αριστερές κυβερνήσεις.
Αυτή η «ποικιλία» εξηγεί την αλλαγή στάσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, από το 2000 ως σήμερα. Τότε, η Αυστρία ήταν μια εξαίρεση: σήμερα, είναι μια περίπτωση ανάμεσα σε πολλές άλλες.
Το είπε ο Γιούνκερ
Κληθείς πρόσφατα να σχολιάσει το πώς μπορεί να συνεργαστεί με τους υπουργούς που προέρχονται από τον κυβερνητικό εταίρο του κ. Κουρτς ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ περιέγραψε, ωμά, την αλλαγή στάσης της ΕΕ απέναντι στα ακροδεξιά κόμματα και έκανε αναφορά στον εταίρο του Αλέξη Τσίπρα χαρακτηρίζοντας τον ως «ακροδεξιό».
Οπως είπε χαρακτηριστικά με αφορμή τη νέα κυβέρνηση της Αυστρίας: «Πρόκειται για μια κυβέρνηση που έχει ξεκάθαρη φιλοευρωπαϊκή στάση κι αυτό είναι που έχει αξία για μένα.
Θα συνεργαστούμε με όλους τους υπουργούς της Αυστρίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως συνεργάζομαι άλλωστε με τον ακροδεξιό κυβερνητικό εταίρο του κ. Τσίπρα και όπως έχω συνεργαστεί και με τα ακροδεξιά κόμματα στη Βουλγαρία και τη Σλοβενία.
Γιατί κάνουμε ολόκληρο θέμα για την Αυστρία όταν εθελοτυφλούμε σε ό,τι αφορά άλλες χώρες; Πρόκειται για μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση και αυτό είναι που μετράει».
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξτρεμιστές-λαϊκιστές δεν είναι απαραίτητο να συμμετέχουν στις κυβερνήσεις για να επιδείξουν την δύναμή τους και την κυριαρχία των ιδεών τους. Αυτό που συνέβη στην Αυστρία είναι μια κλασική περίπτωση: για να κερδίσει τις εκλογές, ο Σεμπάστιαν Κουρτς έκανε τόσο ακραία δεξιά προεκλογική εκστρατεία που ήταν σχεδόν αδύνατο να κάνει μετεκλογική συνεργασία με τους Σοσιαλιστές.
Στη Γερμανία, το Φιλελεύθερο Κόμμα διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης με την Μέρκελ και τους Οικολόγους, ελπίζοντας να ξαναγίνουν εκλογές και να κερδίσει τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους του κόμματος Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD). Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το Φιλελεύθερο Κόμμα υπερασπίστηκε συχνά θέσεις πολύ πιο δεξιές από το υπερ-συντηρητικό κόμμα CSU της Βαυαρίας.
Στη Γαλλία, η Δεξιά ήλπιζε ότι θα σχηματιστεί μια μεγάλη κεντρώα δύναμη ενόψει των Ευρωεκλογών του 2019. Αλλά την ηγεσία κέρδισε πρόσφατα ο Λορέν Βοκιέ, ακραίος και λαϊκιστής, και δεν αποκλείεται η γαλλική Δεξιά να πάρει τον δρόμο της Αυστρίας. Ο Βοκιέ έκανε προεκλογική εκστρατεία, προκειμένου να εκλεγεί στις εσωκομματικές εκλογές, με θέματα στα όρια του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν.
Ακόμη και ο Εμανουέλ Μακρόν μπήκε στον πειρασμό να «χαϊδέψει» το ακροατήριο των συντηρητικών και ακραίων αντιπάλων του. Ο νέος νόμος που αναμένεται να ψηφίσει η κυβέρνηση για τους μετανάστες είναι σκληρός και θεωρείται από τους αναλυτές ως ένας θρίαμβος των ιδεών της Λεπέν.
Ολα αυτά τα θέματα συζητήθηκαν διεξοδικά στην Σύνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων που ανήκουν στην Ομάδα Ευρώπη των Εθνών και των Ελευθεριών στο ευρωκοινοβούλιο και συγκλήθηκε στην Πράγα. Η Μαρίν Λεπέν, ο Ολλανδός Γκέερτ Βίλντερς, οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, αλλά και το Γαλάζιο Κόμμα, παραπαίδι του AfD, ήταν όλοι παρόντες και ζήτησαν «το τέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπό την παρούσα της μορφή». Μεγάλοι απόντες ήταν οι Αυστριακοί ακροδεξιοί του FPÖ, αφού μόλις είχαν συνάψει σύμφωνο συγκυβέρνησης.
Αλλά και ένας άλλος λόγος είχε κρατήσει μακριά από την Πράγα τους Αυστριακούς: η Ευρώπη. Ο πρόεδρος της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν Μπέλεν έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα ανεχθεί η κυβέρνηση να ασκεί αντι-ευρωπαϊκή πολιτική. Ο Σεμπάστιαν Κουρτς, για να μην αφήσει τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση στα χέρια του FPÖ, ενώ η Αυστρία θα αναλάβει την προεδρία της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του 2018, τις ενέταξε στην καγκελαρία, δηλαδή στον εαυτό του. Μάλιστα, κατά την πρώτη επίσκεψή του στις Βρυξέλλες, στις 19 Δεκεμβρίου, διαβεβαίωσε ότι η ευρωπαϊκή πορεία και γραμμή της Αυστρίας θα μείνει απαράλλακτη. Και παρότι έκανε πολλές παραχωρήσεις στον κυβερνητικό εταίρο του και αντικαγκελάριο του FPÖ, αρνήθηκε να υποχωρήσει σε ένα θέμα: να γίνονται λαϊκά δημοψηφίσματα για κάθε απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.