Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος Μπάιρον, γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων, ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους σημαντικότερους φιλέλληνες.
Υπήρξε εξαιρετικά διάσημος και επιτυχημένος ως ποιητής, αλλά και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αγγλία, ζώντας άστατη οικονομική και ερωτική ζωή.
Αργότερα συνέδεσε το όνομα του με την στήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε Ιταλία και Ελλάδα, και πέθανε στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών στο Μεσολόγγι μετά από υψηλό πυρετό που ανέπτυξε. Θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της επανάστασης του 1821.
Σε γενικές γραμμές ήταν ιδιαίτερα σπάταλος και καθόλου φειδωλός οικονομικά, έτσι με τον καιρό συσωρεύτηκαν χρέη για τα οποία οι πιστωτές του τον αναζητούσαν συνεχώς προς αποπληρωμή.
Συνέπεια των χρεών του, αλλά και της καταδίωξης του από πρώην ερωμένες, ο Βύρων βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει την μεγάλη Ευρωπαϊκή περιοδεία του ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως έκαναν κατά τα πρότυπα της εποχής οι νεαροί Άγγλοι ευγενείς μετά την ενηλικίωση τους.
Με τους Ναπολεόντιους πολέμους να βρίσκονται σε εξέλιξη, αναγκάστηκε να αποφύγει αρκετές χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, και έτσι κατέληξε στις χώρες της Μεσογείου.
Σύμφωνα με κάποια αλληλογραφία που διασώζεται μεταξύ του Βύρωνα και φίλων του στην Αγγλία, ένα από τα κίνητρα του ήταν και η εμπειρία του ομοφυλοφιλικού έρωτα, κάτι που πιθανώς θα ξεσήκωνε μεγάλα πάθη στην Αγγλία όπου και ήταν πλέον διάσημος.
«Η άφιξη του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη, 1861
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 στο Μεσολόγγι, ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό καθώς ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του ("Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον"). Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου, μία κάθε λεπτό, καθώς ήταν τότε μόνο 37 ετών.
Ο Λόρδος Βύρων ανήκει, διαπιστωμένα, στις μεγάλες προσωπικότητες που έπασχαν από διπολική διαταραχή.
Η διπολική διαταραχή (γνωστή και ως διπολική συναισθηματική διαταραχή, μανιοκαταθλιπτική διαταραχή ή απλώς μανιοκατάθλιψη), είναι μια ψυχική νόσος. Τα άτομα με διπολική διαταραχή βιώνουν επεισόδια ανεβασμένης ή ευερέθιστης διάθεσης, γνωστά ως μανία, εναλλασσόμενα με επεισόδια κατάθλιψης. Στην διαταραχή του όφειλε ο Λόρδος Βύρων και το το σύμπτωμα της υπερ-σεξουαλικότητας, με αρκετά πολύχρωμη ερωτική ζωή.
Ο κορυφαίος Βρετανός νεοελληνιστής και διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Kings College του Λονδίνου, Ρόντρικ Μπίτον, στην μονογραφία του «Ο πόλεμος του Βύρωνα» (μτφρ.: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη) έκανε ένα αξιομνημόνευτο προφίλ του Αγγλου ποιητή και φιλέλληνα.
«Το βιβλίο μου ξεκινά με το πρώτο ταξίδι του Βύρωνα στην Ελλάδα το 1809-11, όταν έκανε μεγάλη περιοδεία και ζούσε κάμποσο καιρό στην Αθήνα, στη σημερινή Πλατεία Λυσικράτους, στην Πλάκα. Τότε ήταν που αγανάκτησε με την αρπακτικότητα του Λόρδου Ελγιν στην Ακρόπολη και έμαθε τα πρώτα προ-επαναστατικά συνθήματα που κυκλοφορούσαν. Ομως, να είμαστε ειλικρινείς, εκείνη την εποχή της ζωής του δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τις ελπίδες των υπόδουλων Ρωμιών. Επρεπε να μεσολαβήσουν πάρα πολλά πράγματα ώσπου να γίνει ο Βύρωνας ο "φιλέλληνας" που θα δοξαζόταν αργότερα».
«Ο Βύρωνας δεν ήρθε για να θυσιαστεί για τον Αγώνα. Πρόκειται για μια ρομαντική παρεξήγηση που ξεκινά λίγες ημέρες μόνο μετά το θάνατό του στο Μεσολόγγι, με τον επικήδειο λόγο που εκφωνεί ο Σπ. Τρικούπης. Αλλά ο Τρικούπης μόνο μία φορά είχε συναπαντηθεί με τον Βύρωνα. Υστερα η παρεξήγηση παίρνει μυθικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στις πολλαπλές βιογραφίες του ποιητή. Αλλά υπάρχουν άφθονα τεκμήρια: ο ίδιος δεν είχε σκοπό να πεθάνει στην Ελλάδα, ούτε μάλλον να μείνει εκεί, από τον καιρό που θα πάψει να είναι πια "χρήσιμος" (δική του η έκφραση, που την επαναλαμβάνει επίμονα). Η δράση του, σύμφωνα με τον ίδιο, έπρεπε να ξεκινήσει για καλά μόνο με την άφιξη του τεράστιου δανείου από το Λονδίνο - γεγονός που μοιραία θα συμπέσει με το χαμό του τον Απρίλη του 1824 και, κατά συνέπεια, με το χαμό επίσης των περισσότερων χρημάτων...».
«Δεν έπασχε από μανιοκατάθλιψη. Μάλλον διπολικός ήταν, με τα σημερινά δεδομένα. Ανθρωπος των άκρων ήταν, που ζούσε πάντοτε στα άκρα της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτά πολέμησε να κάνει κατανοητά με την ποίησή του. Είχε και εξαιρετική, αν όχι μοναδική για την εποχή του, επίγνωση του εαυτού του. Σαν να είχε γοητευτεί από την ίδια την ψυχοσύνθεσή του όπως γοητεύτηκαν τόσοι άλλοι, κινούμενος από ειλικρινή περιέργεια για το γρίφο που είναι ο δικός του χαρακτήρας.
Ηταν ειρωνιστής, βέβαια, σκεπτικιστής - πολύ μοντέρνος εν ολίγοις. Και διέθετε ακόμη ένα χάρισμα: μπορούσε να διαμορφώσει και να μεταμορφώσει όχι μόνο τους πλασματικούς ήρωες των ποιημάτων του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του μέσα στη ζωή του. Τελευταία και πιο "πλασματική" (όπως και αποτελεσματική) απ' όλες τις μεταμορφώσεις αυτές είναι η στροφή του από την ποίηση στην πράξη και από την αριστοκρατική ζωή του με την ερωμένη του στην Ιταλία, στους "Καημούς της Λιμνοθάλασσας" και τις φιλοδοξίες του για την Ελλάδα με τις οποίες θα πεθάνει», δήλωσε ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, το 2004.