Τροπολογία που προβλέπει καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στις αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης κατατέθηκε από το υπουργείο Εργασίας σε σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Με την τροπολογία αυτή, όσοι αμείβονται με αυτού του είδους τους τίτλους κτήσης επιβαρύνονται με ασφαλιστικές εισφορές ύψους 26,95% και αφορά στα εισοδήματα που θα αποκτηθούν μετά την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης και όχι όσα αποκτήθηκαν το 2017.
Οι εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ανέρχονται στο 26,95% και υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού μετά την αφαίρεση του φόρου. Αφορά όλα τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν ευκαιριακή απασχόληση και αμείβονται με τις απ9δείξεις δαπάνης.
Η τροπολογία, προβλέπει τα εξής:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ αμειβόμενων με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (τίτλος κτήσης-πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης)
Στις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.4308/2014 «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Α' 251) προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες, δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον το εισόδημα που αποκτούν από τις συναλλαγές αυτές δεν υπερβαίνει στο σύνολο του το ποσό των 10.000 ευρώ ετησίως.
Στην ανωτέρω διάταξη υπάγονται και οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι που είναι συγγραφείς ή εισηγητές εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, εφόσον δεν ασκούν άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Για την εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 4308/2014 παρέχονται οδηγίες με την ΠΟΛ.1003/31.12.2014. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, ως ευκαιριακή παρεπόμενη δραστηριότητα χαρακτηρίζεται η δραστηριότητα που δεν ασκείται κατά σύστημα και μπορεί να αποδειχτεί από τα πραγματικά περιστατικά.
Επίσης, στην παρ. 10 του άρθρου 8 του ν.4308/2014, προβλέπεται ότι οι οντότητες που υπάγονται στα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, όταν συναλλάσσονται ως αγοραστές ή αποδέκτες υπηρεσιών με πρόσωπα μη υπόχρεα στην έκδοση τιμολογίου, όπως είναι τα συγκεκριμένα πρόσωπα που περιγράφονται στην παρ. 1 της προτεινόμενης διάταξης, εκδίδουν παραστατικό προς τεκμηρίωση και αναγνώριση της συναλλαγής (πρώην «απόδειξη δαπάνης» ή «τίτλος κτήσης» κ.λ.π), αλλά και για την διασφάλιση της φορολόγησης των εν λόγω εισοδημάτων, το οποίο παραδίδεται στο μη υπόχρεο σε τήρηση των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων πρόσωπο.
Επειδή, όμως, προέκυψαν ερωτήματα ως προς την εισφοροδότηση των προσώπων, τα οποία αμείβονται με τα ανωτέρω παραστατικά, με την προτεινόμενη διάταξη επιλύεται ο προβληματισμός, καθίσταται ευκολότερη και δικαιότερη η υπαγωγή τους στην ασφάλιση και καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών και των ημερών ασφάλισης των εν λόγω προσώπων.
Ειδικότερα, με την παρ.1 της προτεινόμενης ρύθμισης προβλέπεται ότι για τα πρόσωπα που αμείβονται με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών («τίτλος κτήσης» πρώην «απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης») καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη (παροχές σε είδος και σε χρήμα) σύμφωνα με τα οριζόμενα ποσοστά εισφορών άνω πενταετίας των άρθρων 39 παρ. 1 και 41 παρ. 2 του ν.4387/2016 (Α' 85).
Με την παρ. 2 ορίζεται ότι οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση φόρου και άλλων επιβαρύνσεων, μη εφαρμοζομένων των ρυθμίσεων της παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 περί κατωτάτου ορίου μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών.
Οι ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εκδότη του παραστατικού κατά την έκδοσή του και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου της έκδοσης του παραστατικού μήνα.
Με την παρ. 3 της προτεινόμενης ρύθμισης, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται ως εξής:
α) Στις περιπτώσεις που από τη σύμβαση προκύπτει καθορισμένος αριθμός ημέρας/ημερών απασχόλησης και μέχρι έναν (1) πλήρη μήνα, ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται η ημέρα/ημέρες που καθορίζονται στη σύμβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης,
β) Στις λοιπές περιπτώσεις, ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως ορίζεται στην παρ. 2 της προτεινόμενης διάταξης, δια του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως αυτός ισχύει.
Με την προτεινόμενη διάταξη διευκρινίζεται, επίσης, ότι ο ανωτέρω χρόνος λογίζεται, μεταβατικά και μέχρι την πλήρη εξάλειψη των διαφορετικών συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, ως χρόνος ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ. Σε κάθε περίπτωση ο ανωτέρω χρόνος δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο ασφάλισης που αντιστοιχεί στη διάρκεια της σύμβασης.
Επίσης, με την παρ. 3 της προτεινόμενης διάταξης αφενός ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των ημερών ασφάλισης και αφετέρου προβλέπεται ότι η διαδικασία απόδοσης των προβλεπόμενων από την παρούσα ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών, η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος δήλωσης στον ΕΦΚΑ των στοιχείων του παραστατικού και της σύμβασης από τον εκδότη του παραστατικού, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα για την εφαρμογή της θα καθοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Τέλος, με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται για παραστατικά που αφορούν σε συμβάσεις που καταρτίζονται από την δημοσίευση της υπουργικής απόφασης της παρ. 4 και εφεξής. Για τα παραστατικά που εκδίδονται και αφορούν σε συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την δημοσίευση της προβλεπόμενης Υπουργικής απόφασης εφαρμόζεται το προϊσχύον καθεστώς.
Διευκρινίζεται ότι η προτεινόμενη ρύθμιση αφορά στις περιπτώσεις έκδοσης παραστατικού, για το οποίο έχουν τηρηθεί όλα τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία και σε καμία περίπτωση δεν αφορά περιπτώσεις προσώπων για τα οποία με βάση τα πραγματικά παραστατικά αποδεικνύεται η παροχή εξαρτημένης εργασίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, παρά το γεγονός ότι η αμοιβή έχει καταβληθεί με τίτλο κτήσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώην ΙΚΑ ΕΤΑΜ περί μισθωτής εργασίας.
Τέλος, διευκρινίζεται ότι ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 και 2 του ν.4387/2016 σε περίπτωση που προκύπτει παράλληλη απασχόληση ασφαλιστέα στον ΕΦΚΑ.