Αγωνία για τους ξενοδόχους των νησιών που επλήγησαν από το προσφυγικό, για τον φόρο διαμονής και τον ΦΠΑ.
Οι ξενοδόχοι καταβάλουν ύστατες προσπάθειες για να αποφευχθεί η εφαρμογή του φόρου διαμονής, αλλά και η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, από το νέο έτος.
Στην Κω, έχει αποφασιστεί από τον δήμο αλλά και από φορείς του νησιού, απεργία την Τρίτη 19 Δεκεμβρίου.
Από την άλλη πλευρά, οι ξενοδόχοι της Λέσβου απηύθηναν ύστατη έκκληση με επιστολή τους προς τον Πρωθυπουργό, προσβλέποντας «στην από μέρους σας προσωπική παρέμβαση, με θετική έκβαση, τόσο για την επ΄ αόριστο διατήρηση (αν όχι επιστροφή στους ισχύοντες πριν το Σεπτ.2017) συντελεστές ΦΠΑ, όσο και για την απόσυρση του φόρου διαμονής στα νησιά, της (με βαρύ τίμημα) προσφυγόπληκτης Περιφ. Βορ. Αιγαίου».
Οι φορείς του νησιού της Κω, αλλά και ο δήμος, χαρακτηρίζουν ως «ολέθρια και εγκληματική πράξη την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά μας. Η Κως δεν μπορεί να τιμωρείται με αυτό τον τρόπο, όταν μάλιστα έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες του μεταναστευτικού αλλά και να προσπαθεί, αβοήθητη, να κλείσει μόνη της τις πληγές που άνοιξε ο ισχυρός σεισμός της 21ης Ιουλίου».
«Η Κως, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με αυτό τον τρόπο όταν προσφέρει σημαντικά δημόσια έσοδα στην εθνική οικονομία μέσα από τον τουρισμό και όταν δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα από την πλευρά του Κράτους και της Κεντρικής Εξουσίας σε σύγκριση την προσφορά του νησιού μας», όπως αναφέρουν οι φορείς.
«Αν κάποιοι στην Ευρώπη, θεωρούν στρέβλωση τους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, τότε να καταργήσουν και το ειδικό καθεστώς του ΦΠΑ στην Κορσική για την Γαλλία, στις Κανάριες Νήσους για την Ισπανία αλλά και για νησιά στη Γερμανία την Πορτογαλία και τη Φινλανδία.
Γιατί διαφορετικά δεν υπάρχει η Ευρώπη της ισότητας, της αλληλεγγύης και της Περιφερειακής Συνοχής και Ανάπτυξης. Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία για τη διατήρηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, την οποία θα στηρίξουν όλα τα κόμματα».
Όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, το δημοσιονομικό κόστος είναι μικρό και μπορεί να καλυφθεί από ισοδύναμα που μπορούν να αποφέρουν πάνω από 100 εκατ. ευρώ, όπως οι περικοπές δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με προμήθειες, μετακινήσεις προσωπικού και αγοράς υπηρεσιών τρίτων.
«Θα επιβληθούν αυξήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν το υψηλό κόστος μεταφοράς προσώπων, υπηρεσιών, αγαθών και πρώτων υλών από και προς το νησί μας. Ένα κόστος που είναι μικρότερο για άλλες περιοχές της χώρας και για την ηπειρωτική Ελλάδα. Θα πληγεί καίρια ο τουρισμός μας. Το κόστος, βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα, στην οικονομία των νησιωτικών περιοχών, θα είναι ολέθριο», τονίζουν.
Αντίστοιχα, οι ξενοδόχοι της Λέσβου ζητούν απαλλαγή από τον φόρο διαμονής και επ' αόριστο διατήρηση (αν όχι μείωση) των συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Στην επιστολή του προς τον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Περικλης Αντωνίου, μέλος δ.σ. του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος και τ. Πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Λέσβου προτείνουν να ισχύσει η πρόσφατη πρόταση του Προέδρου του ΣΕΤΕ κ. Γιάννη Ρέτσου:
Σύμφωνα με αυτήν, η διαφορά μεταξύ των προσδοκώμενων, με βάση των προϋπολογισμό του 2018, εσόδων απ' την επιβολή του Φόρου Διαμονής (καθόλου αναλογικού, ούτε ανταποδοτικού, επιβαλλόμενου παράλληλα και συγχρόνως μαζί με, ήδη προϋφιστάμενο για την ίδια αιτία και υπηρεσία της διαμονής, το τέλος επιτηδεύματος), ύψους 74 εκατ. ευρώ και των κατά πολύ υψηλότερων, εκτιμούμενων, από τον ΣΕΤΕ, εσόδων ύψους 200 εκατ. ευρώ, προτείνεται να διατεθούν για την επ' αόριστον διατήρηση (αν όχι μείωση) των συντελεστών ΦΠΑ των πολύπαθων νησιών του Αιγαίου.
Παράλληλα, προτείνεται να εξαιρεθούν τα νησιά αυτά και από την επιβολή του επαχθούς (ενδεικτικά για τις μικρές π.χ. κάτω των 50 δωματίων και χαμηλού μέσου ετήσιου τιμήματος διανυκτέρευσης π.χ. μέχρι 100 ευρώ, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις), φόρου διαμονής», όπως επισημαίνεται στην επιστολή.
Οι ξενοδόχοι θεωρούν ότι στην περίπτωση της αύξησης των φορολογικών συντελεστών, θα πρέπει να είναι ήπια και σταδιακή π.χ. κατά μισή ή μία ποσοστιαία μονάδα ανά 2-3ετία, όχι μεγάλη και ξαφνική, η οποία συνιστά «βίαιη αναπροσαρμογή» με απρόβλεπτες συνέπειες στην οικονομία των νησιών της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.