Πριν λίγες μέρες απονεμήθηκαν, με τη συνηθισμένη καθυστέρηση, τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2016 –για τα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2015.
Το μυθιστόρημα «Ζωή μεθόρια» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Με αφορμή αυτή τη βράβευση μιλήσαμε με τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη για την ηρωίδα του τη Ζωή, για τον έρωτα που είναι ανυπότακτος και δεν μπαίνει σε καλούπια, για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και για το καταφύγιο της γραφής.
Η Ζωή ταξιδεύει από τη Θεσσαλονίκη στην Ορεστιάδα –μια ζωή αφήνει πίσω της, μια νέα ζωή ανοίγεται μπροστά της. Στη μακρινή μεθόριο, η νεαρή καθηγήτρια θα χρειαστεί να παλέψει για την ελευθερία της, να βρει τις δικές της αλήθειες και να αντιμετωπίσει εκείνους που θα προσπαθήσουν να την φέρουν στα δικά τους μέτρα. Μέσα από την ιστορία της Ζωής, ο συγγραφέας σκιαγραφεί τις μεγάλες αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και δίνει το στίγμα μιας ολόκληρης γενιάς που διψούσε για περισσότερη ελευθερία.
Η Ζωή είναι μια ερωτευμένη γυναίκα που παλεύει με τον εαυτό της και τη μοίρα της. Θέλει να είναι αυτόνομη –αγωνίζεται για ισότητα και αξιοπρέπεια. Η σχέση της με τον καπετάνιο τής χαρίζει την ελευθερία που ονειρεύεται. Ωστόσο, κάποιες στιγμές, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πίσω από αυτήν την αγάπη για ελευθερία κρύβεται η ανασφάλεια και ο φόβος της δέσμευσης. Τι είναι, τελικά, ο έρωτας; Κινητήριος δύναμη που απελευθερώνει τον άνθρωπο ή δυνατά σχοινιά που τον περιορίζουν;
«Η Ζωή είναι μια νέα γυναίκα που σκέφτεται πολύ τον έρωτα και τις δεσμεύσεις του. Σπουδαγμένη όπως είναι έχει ανάγει τα πάντα σε θεωρία αλλά ο έρωτας –τελικά– είναι ανυπότακτος και δεν μπαίνει σε καλούπια. Παραμένει ωστόσο ανεξάρτητη, χωρίς να απομακρύνεται από τους άντρες. Στα πανεπιστημιακά της χρόνια δεν είχε κανένα πρόβλημα να τα φτιάξει με τον Σύριο φοιτητή. Τώρα ερωτεύεται τον πρώην ενήλικα μαθητή της από το φροντιστήριο, τον Γιάννη. Σε αντίθεση με την κολλητή της στη Θεσσαλονίκη που παντρεύεται για να αποκατασταθεί επαγγελματικά, η Ζωή προτιμάει τις περιπλανήσεις στις επαρχίες, τις σποραδικές συναντήσεις με τον καπετάνιο αλλά και με τον γιατρό αργότερα. Όταν θα την σώσουν από τον πνιγμό στο ποτάμι οι στρατιώτες δεν θα διστάσει να τους αγαπήσει ομαδικά, να τους εντάξει για λίγο στη ζωή της. Αγνοεί τις αντιδράσεις και τα κοινωνικά σχόλια. Δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν, όμως δεν θέλει και να δεσμευτεί εύκολα. Δοκιμάζεται συνεχώς».
Η ηρωίδα σας είναι μια νέα γυναίκα στα όρια μιας νέας εποχής. Η δεκαετία του ’80 σηματοδοτεί ένα πέρασμα, όλα στην Ελλάδα αλλάζουν –νέες ιδέες, νέα ήθη, νέες αναφορές. Ωστόσο, η άλλοτε πολιτικοποιημένη φοιτήτρια μοιάζει αποκομμένη από το κοινωνικό σύνολο –«ζωή μεθόρια». Η Ζωή δεν έχει φιλοδοξίες, δεν επιδιώκει τίποτε, δεν φαίνεται να την απασχολεί το μέλλον. Σε μια μόνο στιγμή σημειώνει: «Ήμουν σίγουρη ότι θα ήθελα να ζήσω έτσι, σαν εκείνα τα κορίτσια, πολεμώντας στις άκρες αλλά διατηρώντας τον εαυτό μου ακέραιο, απούλητο. Όμως για πόσο;» Η επιθυμία και ο προβληματισμός που περιέχει αυτή τη φράση, εκφράζουν, πέρα από την ηρωίδα, κι εσάς;
«Η δεκαετία του ογδόντα είναι πράγματι μια εποχή που μας φέρνει την ευρωπαϊκή ιδέα, αφήνοντας πίσω μας παλιότερες νοοτροπίες. Η Ζωή δεν χάνει τις πεποιθήσεις της, αντιθέτως, προσπαθεί να τις ξαναδεί μέσα στο καινούργιο αυτό πλαίσιο. Μπορεί να δείχνει αποκομμένη στην επαρχία αλλά δίνει και εκεί τις μάχες της, σε άλλο επίπεδο: εμπλέκεται σε πολιτιστικές ομάδες, παλεύει με τις κοινωνικές προκαταλήψεις, αγωνίζεται για την ισότητα. Επιδιώκει να είναι ένα ανεξάρτητο άτομο με μία σχετικά μικρή κοινωνικότητα. Άλλωστε είναι καθηγήτρια, κι αυτός είναι ήδη ένας ρόλος και μία κοινωνική αποστολή. Κάνει παρέα με τα «κορίτσια της ταβέρνας» που δίνουν μάχες επιβίωσης, μόνες κι αυτές, ανεξάρτητες, γι’ αυτό και δεν συνεχίζεται η φιλία της με την συγκρατημένη συνάδελφό της που σπεύδει να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κατά κάποιον τρόπο όλο αυτό είναι μια στάση που καλύπτει και μένα χρόνια τώρα στη διαδρομή μου. Να είμαι μέσα στην κοινωνία, παρών όποτε χρειαστεί, αλλά όχι κραυγαλέος ή καταγγελτικός. Άλλωστε για έναν συγγραφέα μιλάνε από μόνα τους τα γραπτά του»
Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του βιβλίου, η Ζωή πηγαίνει να δει τη γριά Μπάμπω που ζει ολομόναχη σε ένα απομακρυσμένο πομακοχώρι. Η Μπάμπω έχει το χάρισμα λέει τα μελλούμενα, εκείνα που έχει γράψει η μοίρα. Είναι αξιοπερίεργο ότι μια νέα κοπέλα με τον χαρακτήρα και την τόλμη της Ζωής αναζητά «παρηγοριά» στα οράματα μιας μισότυφλης γριάς. Υπάρχει, πιστεύετε, μια καθορισμένη πορεία για όλους μας;
«Μυθιστορηματικά μιλώντας η Ζωή πηγαίνει στην γριά Πομάκα επειδή της το προτείνουν οι φίλες της, τα «κορίτσια της ταβέρνας». Είναι μια υποσυνείδητη παρόρμηση, έχει σχέση με τον θρακιώτικο τόπο, την εποχή εκείνη, ποτέ δεν μας έλειψε η επιθυμία να προβλέψουμε το μέλλον μας κι ας ξέρουμε ότι δεν γίνεται από καφετζούδες. Ωστόσο έναν καφέ ευχαρίστως θα τον πίναμε με μια φλύαρη μάντισσα που θα αφηγείτο μέσα από το φλιτζανάκι μια εκδοχή των δικών μας ελπίδων. Όμως η πορεία του καθενός είναι απόρροια των επιλογών του, της ιδεολογίας του, της κοινωνικής του προέλευσης. Χρειάζεται προσπάθεια και λίγη τύχη καμιά φορά για να κάνεις αυτό που επιθυμείς. Αν ξεκινήσεις με την πεποίθηση ότι είσαι άτυχος και απομονωμένος τότε παραμένεις. Κανείς δεν μας χαρίζεται, γιατί να χαριστούμε κι εμείς στη μοιρολατρία;»
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Υπάρχουν πολλές αναφορές στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις, στα μεγάλα έργα, στην κοινωνική άνοδο των ανθρώπων που συμμετείχαν στο κόμμα της εξουσίας, στις κλαδικές, στις επιδοτήσεις, στο χρήμα που έρεε και δημιούργησε τη νέα τάξη πραγμάτων. Η Χρύσα, μια από τις ιδιοκτήτριες της λαϊκής ταβέρνας που βρίσκεται δίπλα στο κοντινό στρατόπεδο, λέει κάποια στιγμή στη Ζωή: «Από εδώ έχει περάσει το μεγαλύτερο δείγμα της Ελλάδας με τον στρατό. Έχω δει τι σκατά Έλληνες είναι, τι οικογένειες θα φτιάξουν, θα δούμε πώς θα προκόψουν, το έχω δει αυτό που θα κάνουν στα παιδιά τους». Μέσα από τη «λαϊκή σοφία» της παραπάνω φράσης, διαβάζουμε απλώς μια προφητεία ή είναι μια απόδοση ευθυνών για την κρίση που ζούμε; Πόση αλήθεια κρύβουν τα λόγια της Χρύσας; Ήταν τελικά τόσο προβλέψιμη η επερχόμενη οικονομική κρίση, φυσικό και αναπόφευκτο επακόλουθο της κρίσης στην παιδεία που παρατηρεί η ταβερνιάρισσα;
«Σε όλα μου τα μυθιστορήματα σημαντικό ρόλο παίζει η εποχή και πώς διαμορφώνει τους χαρακτήρες και τις τύχες τους. Στο «Παρτάλι» είναι η μεταπολίτευση, στη «Ζωή μεθόρια» η δεκαετία του ογδόντα, στην «Καινούργια πόλη» η δεκαετία του ενενήντα, στο «Παλαιστής και ο Δερβίσης» η δεκαετία των Ολυμπιακών και στο «Μυστικό της Έλλης» η αρχή της οικονομικής κρίσης. Είναι πέντε καθοριστικές δεκαετίες που διαμόρφωσαν την χώρα και την κοινωνία. Αισθάνομαι ότι με αυτά τα μυθιστορήματα, αλλά και τα άλλα ενδιάμεσα, έκανα ό,τι μπορούσα να αποδώσω τις εποχές που μας καθόρισαν.
Αυτό που λέει το λαϊκό κορίτσι, η Χρύσα, εκφράζει και μένα. Είναι το ήθος των ανθρώπων που φαίνεται παντού: στον στρατό, στα λόγια, στην καθημερινότητα, μα κυρίως σήμερα, στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Ανέκαθεν με ενδιέφερε το ήθος, ο αλληλοσεβασμός και όχι οι επιδόσεις και ο πλουτισμός. Πιστεύω ότι η σημερινή κρίση οφείλεται στην έλλειψης παιδείας και πολιτισμού. Δόθηκε βάρος σε θεσμικές και πολιτικές αλλαγές, αλλά κι εκείνες βούλιαξαν σε διαπλοκές και συμφέροντα. Μπήκαμε στην Ευρώπη λοξά και ακόμη της τα ζητάμε, αλλά και εκείνη μας ζητάει τα ρέστα».
Πώς θα ήταν η Ζωή σήμερα; Πού θα την έβρισκε η σημερινή οικονομική κρίση, αλλά και η άνοδος της Αριστεράς στην διακυβέρνηση της χώρας;
«Θα ήταν πρόσφυγας ή θύμα στον πόλεμο της Συρίας; Μην ξεχνάτε ότι στο τέλος του μυθιστορήματος δίνεται μία εκδοχή για το τι κάνει στην επόμενη φάση της ζωής της ακολουθώντας πάλι, το 1990 στην Συρία, τον πρώτο της έρωτα από το Πανεπιστήμιο, τον Ραΐντ που τώρα είναι γιατρός. Θα επιβίωνε μαζί του; Θα τον χώριζε και θα ξαναγύριζε στην Θεσσαλονίκη για μια ακαδημαϊκή καριέρα; Θα παρέμενε ακόμη μια αριστερή, κριτική απέναντι στο μικρό κόμμα που ψήφιζε και γιγαντώθηκε ανεβαίνοντας στην εξουσία; Δεν θα το χαιρόταν; Σίγουρα όμως δεν θα ξεχνούσε ότι τις πρώτες της δημοκρατικές και πολιτιστικές της καταβολές στα υπόγεια της Φιλοσοφικής Σχολής, όπου εκεί με ομάδες θεάτρου και κινηματογράφου, τότε, στην μεταπολίτευση, είχαν ένα ομαδικό πολιτικό λόγο, ελπιδοφόρο, που στις επόμενες δεκαετίες θα είχε φθαρεί και θα κατακερματιστεί.
Θα μπορούσα να φανταστώ τη Ζωή ως Έλλη, στο «Μυστικό της Έλλης». Αυτή η ηρωίδα μου είναι πολύ κοντά στον χαρακτήρα της Ζωής, ζει μόνη στην Αθήνα, δίνοντας μικρές μάχες επιβίωσης και υποστηρίζοντας τους συνανθρώπους της που δοκιμάζονται από την οικονομική κρίση. Μάχες σε επίπεδο γειτονιάς, στην καθημερινότητα. Γιατί η κρίση αντί να μας ενώσει μας χωρίζει, πάει η αλληλεγγύη, πάει η γειτονιά και –για να πούμε την αλήθεια– η κοινωνία μας ήταν πάντα «κοινωνία των συγγενών και των κολλητών» και όχι των ανοιχτών μικρών κοινωνιών».
«Είδα ανθρώπους και μειονότητες να ζούνε χωμένοι στα βουνά, στη μεθόριο, μακριά από πόλεις και εντάσεις, χαμένοι στον κόσμο τους, και έτσι επιβεβαιώθηκα ότι άνηκα κι εγώ σε έναν κόσμο που επιβίωνε το ίδιο μοναχικά και αυτόνομα. Ο καθένας στο καταφύγιό του» λέει κάποια στιγμή η Ζωή. Είμαστε πράγματι χαμένα στον κόσμο τους μοναχικά όντα που αναζητούν ένα καταφύγιο από την κοινωνία; Αναρωτιέμαι αν η συγγραφή είναι το δικό σας καταφύγιο…
«Όλοι είμαστε μόνοι, όλοι ζούμε σε μια μεθόρια διάσταση γιατί δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού θα σκορπιστούμε. Ας απολαύσουμε τουλάχιστον τη μοναδικότητα της ύπαρξής μας, το τυχαίο, το όμορφο, ας το μοιραστούμε αν μπορούμε. Είμαστε μόνοι σαν τα παιδιά που μετά το βραδινό φιλί των γονιών τους θα κοιμηθούν βουτηγμένα στα όνειρα και τους εφιάλτες τους. Για κάθε μοναξιά και υπαρξιακή αγωνία υπάρχουν αντίδοτα, για άλλους είναι η συντροφιά, η οικογένεια, ο έρωτας, οι φίλοι, τα ταξίδια, η δουλειά, η πνευματικότητα. Είμαστε όλοι εργάτες της μοναξιάς μας. Εγώ επέλεξα από παιδί το διάβασμα και το γράψιμο. Όμως δεν είναι ένα καταφύγιο προσωπικό, είναι και μια χειρονομία προς τους άλλους. Μέσα από τα βιβλία και τις αφηγήσεις, μέσα από ιστορίες και μυθοπλασίες, πορευόμαστε όλοι μαζί.
Χαίρομαι που έχω κι εγώ έναν ρόλο: αυτόν του παραμυθά και με συγκινεί που κάποιοι με διαβάζουν όπως κι εγώ απολαμβάνω τα δικά τους επιτεύγματα σε άλλους τομείς.
Η μοναχικότητα είναι δημιουργική αρκεί να ξέρεις ότι, μόλις την αφήσεις πίσω, εκεί έξω υπάρχει ένα κόσμος, που θα σε περιμένει για να γνωριστείτε και να μοιραστείτε τις χαρές και τις λύπες. Το ζητούμενο, όπως έλεγα και πριν, είναι να γίνουμε πιο ανοιχτοί, πιο κοινωνικοί, λιγότερο καχύποπτοι και επιφυλακτικοί. Το γράψιμο, το βιβλίο, το διάβασμα είναι σημαντικά αντίδοτα στη μοναξιά και την αντικοινωνικότητα».
Το μυθιστόρημα «Ζωή μεθόρια» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφορεί και το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Καινούργια πόλη».