Την ώρα, που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει περάσει μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές μεταρρυθμίσεις στην ιστορία των ΗΠΑ, μειώνοντας κατά 15% το συντελεστή του φόρου των επιχειρήσεων (από 35% σε περίπου 20%), ελάχιστα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης έχουν δώσει τη δέουσα προσοχή στη σημασία αυτής της εξέλιξης.
Σε ένα διεθνές «μονοπολικό» σύστημα, όπου υπάρχει ένας κυρίαρχος παράγοντας, που ορίζει τις παγκόσμιες εξελίξεις, είναι σχεδόν δεδομένο, ότι το ρίσκο του Τραμπ πρόκειται να επιφέρει αλυσιδωτές εξελίξεις σε γεωπολιτικό, οικονομικό και συνεπώς πολιτικό επίπεδο. Πριν όμως εξετάσουμε τους παραπάνω τομείς, οφείλουμε να σταθούμε στην “αντιπρόταση” των Δημοκρατικών.
Γιατί αξίζει και πρέπει να μελετήσουμε τη στάση των Δημοκρατικών; Επειδή σε ένα μονοπολικό σύστημα οι παγκόσμιες πολιτικές τάσεις και ιδεολογίες διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από το κυρίαρχο κράτος, το οποίο εν προκειμένω είναι οι ΗΠΑ. Όπως στα χρόνια του ψυχρού πολέμου το δίπολο ΗΠΑ και Ρωσίας εκφραζόταν πολιτικά σε ολόκληρη την υφήλιο με το ιδεολογικό δίπολο νεοκλασσικός φιλελευθερισμός και κομμουνισμός, οδηγώντας στο διαχωρισμό μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, ακόμα και σε μη κομμουνιστικά κράτη, έτσι και σήμερα υπάρχει ένα δίπολο σε πολύ πιο ήπια μορφή. Πρόκειται για το δίπολο του «σκληρού» καπιταλισμού και του «κοινωνικού» καπιταλισμού. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως ακόμα και οι αριστερές δυνάμεις πλέον ελάχιστα αναφέρουν την μεταστροφή της οικονομίας στον «καθαρό» σοσιαλισμό, αλλά ευαγγελίζονται τη διαμόρφωση ενός κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Επομένως, σε αυτό το παγκόσμιο καθεστώς οι δύο τάσεις προέρχονται από τις δύο ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, δηλαδή τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς.
Από τη μία πλευρά λοιπόν, οι Ρεπουμπλικάνοι με επικεφαλής τον Ντόναλντ Τραμπ πλέον εφαρμόζουν μια πολιτική φιλική προς τις επενδύσεις, η οποία λειτουργεί ως έμμεσο προσκλητήριο για τον επαναπατρισμό των πολυεθνικών κολοσσών, που τα τελευταία χρόνια στράφηκαν σε αγορές όπως αυτές της Κίνας, του Πακιστάν, της Ινδίας και πολλών άλλων χωρών που βρίσκονται στην κατηγορία τον αναπτυσσόμενων οικονομικά κρατών. Στον αντίποδα, οι Δημοκρατικοί, όπως συνέβη και στην πράξη επί Ομπάμα με το νομοσχέδιο για τη δημόσια υγεία “Obamacare”, αλλά και προεκλογικά θέλησαν να υιοθετήσουν μια πολιτική φιλική για τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, ενώ παράλληλα έστρεψαν το βλέμμα προς την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων (κυρίως αναφορικά με την προάσπιση των δικαιωμάτων της κοινότητας των ΛΟΑΤΚΙ στην Αμερική).
Πώς μεταφράζονται αυτές οι αντιμαχόμενες τάσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ στον υπόλοιπο κόσμο; Στον δυτικό σίγουρα κόσμο, δηλαδή τις Ευρωπαϊκές χώρες αυτή η σύγκρουση μεταφράζεται ξανά με το δίλημμα αριστεράς και δεξιάς. Ως εκ τούτου, τα αριστερά κόμματα στη συντριπτική πλειονότητά τους αποδέχονται σιωπηρά την παγκόσμια φιλελεύθερη οικονομία και στις προτεραιότητες της πολιτικής τους ατζέντας τοποθετούν το κοινωνικό κράτος και τα κοινωνικά δικαιώματα, σε αντιδιαστολή με τις δυνάμεις της επονομαζόμενης δεξιάς και κεντροδεξιάς, οι οποίες προτείνουν την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας όσον αφορά στις κοινωνικές παροχές και την υιοθέτηση ευνοϊκών μέτρων για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Βέβαια, πρέπει να αναφερθεί πως στους κόλπους της λεγόμενης «δεξιάς» υπάρχουν πολλοί θιασώτες του οικονομικού μερκαντιλισμού, που στοχεύει σε ένα ελεγχόμενο εμπόριο και μια πολιτική προστασίας και αύξησης του εθνικού πλούτου.
Η αιτία για την οποία δόθηκε τόση έμφαση στις δύο αυτές πολιτικές και όχι στα πιθανά αποτελέσματα της στρατηγικής του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, αλλά στην «αντιπρόταση» των Δημοκρατικών, είναι επειδή ακριβώς επηρεάζει και «κατευθύνει» άμεσα ή έμμεσα την πολιτική του «αριστερού» πόλου. Από τη στιγμή λοιπόν, που οι λεγόμενες αριστερές δυνάμεις (Σοσιαλιστές, Σοσιαλδημοκράτες, Μαρξιστές σοσιαλιστές κλπ.) δεν μπορούν να απογαλακτιστούν από αυτήν την επιρροή το δίλημμα θα είναι «σκληρός» ή κοινωνικός καπιταλισμός. Πρόκειται όμως για ένα άνευ περιεχομένου δίλημμα, καθώς ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όσο λοιπόν το δίλημμα παραμένει ανούσιο, χάνεται όχι μόνο ο πλουραλισμός των απόψεων και των προτάσεων, αλλά ταυτόχρονα ισοπεδώνεται η διάκριση δεξιάς και αριστεράς.
Εύλογα λοιπόν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η φιλοεπενδυτική πολιτική των Ρεπουμπλικάνων έχει θέσει τις βάσεις για το δόγμα της «νέας Δεξιάς» και πιο συγκεκριμένα της κεντροδεξιάς σε όλη την υφήλιο, την ώρα που το τόξο των αριστερών δυνάμεων, αποδεχόμενο εδώ και δεκαετίες το καπιταλιστικό σύστημα και συνεπώς τους κανόνες του, δεν διαθέτει κάποια σοβαρή αντιπρόταση στον τομέα της ανάπτυξης και της οικονομίας. Με λίγα λόγια ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει εδραιωθεί και ορίζει τη διαμόρφωση της κοινωνικής υπερδομής, που σημαίνει ότι η κουλτούρα των ανθρώπων, οι ιδέες τους και τα ήθη τους θα διαμορφώνονται εντός ενός στενού καπιταλιστικού πλαισίου, στο οποίο έχουν υποταχθεί πλήρως μέχρι και τα σοσιαλιστικά κόμματα. Μάλιστα, δεν θα αποτελούσε υπερβολή να υποστηρίξουμε, ότι μέσα στα επόμενα χρόνια το κεφάλαιο και η φιλική αντιμετώπισή του σε βάρος των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων θα αποτελεί μονόδρομο για κάθε πολιτική δύναμη ανεξαρτήτως ιδεολογίας.
Αρθρο του Χρήστου Παπαγιάννη, φοιτητή Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας στo Πάντειο