Έτοιμοι να «εγκαταλείψουν» την Ελλάδα δηλώνουν να είναι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι οι οποίοι υποστηρίζουν πως οι συνεχόμενες μειώσεις στις αποδοχές τους, τους κάνουν να μην έχουν την δυνατότητα να ζήσουν πλέον στην χώρα μας.
Συγκεκριμένα σε κοινή ανακοίνωση των πανεπιστημιακών καθηγητών, των καθηγητών ΤΕΙ και των ερευνητών επισημαίνεται:
«Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε για άλλη μια φορά μάρτυρες ποικίλων συζητήσεων και συνήθως ανακριβών πληροφοριών για τα ειδικά μισθολόγια και ειδικά το μισθολόγιο των μελών ΔΕΠ, ΕΠ-ΤΕΙ και των ερευνητών. Θεωρούμε ότι είναι ανάγκη για άλλη μια φορά να τοποθετηθούμε συνοπτικά αλλά με σαφήνεια σε ορισμένες παραμέτρους του θέματος.
Οι Ομοσπονδίες των ακαδημαϊκών δασκάλων και των ερευνητών αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των ριζικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Έχουν υποστηρίξει και υποστηρίζουν κάθε σοβαρή προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό, την εκλογίκευση και τη συνολική αναδιάρθρωση του κράτους, με διαδικασίες αξιοκρατίας, αξιολόγησης, διαφάνειας και ουσιαστικής κοινωνικής λογοδοσίας. Δε συμφωνούν όμως με τις αβάσιμες οριζόντιες περικοπές, χωρίς συγκεκριμένες μελέτες, σαφή κριτήρια και δίχως τη στοιχειώδη αίσθηση του δικαίου.
Στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας απασχολούνται επιστήμονες με τα, κατά τεκμήριο, υψηλότερα προσόντα συγκριτικά με άλλους κλάδους, τα οποία αποκτώνται μετά από μακρόχρονη προσπάθεια, με φυσική συνέπεια ο αρχικός διορισμός του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού ΑΕΙ και ΕΚ να γίνεται συνήθως σε ηλικία κατά την οποία άλλοι εργαζόμενοι -ακόμα και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί- ήδη προσμετρούν προϋπηρεσία μεγαλύτερη της δεκαετίας!
Επιβάλλεται να τονίσουμε ότι όλα τα μέλη μας αξιολογούνται, σε τακτά χρονικά διαστήματα, τόσο ατομικά (κατά τη διαδικασία ένταξης ή προαγωγής σε ακαδημαϊκή/ερευνητική βαθμίδα) όσο και συλλογικά (τα ΑΕΙ στο πλαίσιο της ΑΔΙΠ και τα ΕΚ στο πλαίσιο της ΓΓΕΤ), από διεθνείς επιτροπές κριτών, με πολύ θετικά αποτελέσματα στις περισσότερες των περιπτώσεων. Επιπλέον, αξιολογούνται συνεχώς προκειμένου να δημοσιεύσουν τις εργασίες τους σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά με κριτές, να παρουσιάσουν το έργο τους σε διεθνή συνέδρια και να διεκδικήσουν ευρωπαϊκά και διεθνή ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα για το Ίδρυμά τους.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με απόλυτη εγκυρότητα ότι λόγω των χαμηλών αποδοχών και των επαπειλούμενων νέων σημαντικών μειώσεων (α) αξιοσημείωτος αριθμός νεοεκλεγέντων ταλαντούχων ελλήνων επιστημόνων έχουν αποποιηθεί το διορισμό τους στα Ιδρύματα της χώρας παραμένοντας στο εξωτερικό, και, (β) σημαντικός αριθμός νέων, δυναμικών και διεθνώς ανταγωνιστικών ακαδημαϊκών δασκάλων και ερευνητών προγραμματίζουν τη μετανάστευσή τους, μη δυνάμενοι να αντεπεξέλθουν στα υπάρχοντα αλλά και στα αναμενόμενα οικονομικά δεδομένα. Οι δραματικές συνέπειες από τη διαρροή ή/και τη μη επιστροφή αξιόλογου επιστημονικού δυναμικού με διεθνή παρουσία, τόσο για το ακαδημαϊκό και ερευνητικό σύστημα, όσο και την ίδια τη χώρα, είναι περισσότερο από προφανείς.
Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, η μισθολογική στασιμότητα, που καταγράφεται μετά το 2004 για την ελληνική ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, την τοποθετεί στη χειρότερη μισθολογική θέση ως προς το μέσο μισθό ατόμων με αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία στην κάθε χώρα, σύμφωνα με μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Βλ. Αναφορές [1] και [2]). Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι τα προσόντα της συντριπτικής πλειονότητας των συναδέλφων όχι μόνο δεν υπολείπονται, αλλά, αντίθετα, ευρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο διεθνώς και εμφανώς υπερτερούν των άλλων κατηγοριών λειτουργών του Δημοσίου (Βλ. [3] και [4).
Κατά το 2008-9 δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις άλλες κατηγορίες εργαζομένων του δημοσίου τομέα που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια, με εξαίρεση την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, ανατρέποντας την ισορροπία που έως τότε επικρατούσε. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη συνέχιση της αμοιβής των πανεπιστημιακών, διδασκόντων ΤΕΙ και ερευνητών με βάση το μισθολόγιο του 2004 και, επομένως, στην υστέρηση των αμοιβών τους σε σύγκριση με άλλες κατηγορίες αμειβομένων με ειδικό μισθολόγιο. Η κατάσταση αυτή ισοδυναμεί με την έναρξη των περικοπών στους μισθούς των μελών ΔΕΠ, ΕΠ-ΤΕΙ και των ερευνητών ήδη από το 2009 και την αντίστοιχη συνεισφορά στη δημοσιονομική προσαρμογή προτού καν αυτή ξεκινήσει. Τα ποσά που από τότε δεν λαμβάνουμε αντιστοιχούν σε περικοπή, δηλαδή δημοσιονομικό όφελος, τουλάχιστον 240 εκ. ευρώ το χρόνο, ή 720 εκ. ευρώ για τα τελευταία τρία χρόνια. Ένα ποσό υπερδιπλάσιο αυτού που αναζητούσε η Κυβέρνηση τις τελευταίες μέρες για να κλείσει τις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα!
Είμαστε Δημόσιοι Λειτουργοί. Παλαιότερα οι μισθοί μας ήταν στο ίδιο επίπεδο με τους μισθούς άλλων κλάδων λειτουργών του δημοσίου με διακεκριμένα προσόντα ή καθήκοντα (Δικαστικοί, Βουλευτές, κλπ). Οι αλλαγές που προέκυψαν στη συνέχεια είναι αποτέλεσμα των αποφάσεων του Ανωτάτου Ειδικού Μισθοδικείου (Α.Ε.Μ.) υπ' αριθμό 13/7.11.2006, 17/5.12.2006 και 23/5.12.2006. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
- Να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά των τριών αλλεπάλληλων (οι δύο την ίδια ημέρα!) συνεδριάσεων του Ανωτάτου Ειδικού Μισθοδικείου.
- Να εξηγηθεί γιατί οι δύο συνεδριάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2006 (με διαφορετική σύνθεση δικαστικών) κατέληξαν σε αντιδιαμετρικές αποφάσεις.
-Να εξηγηθεί γιατί η Πολιτεία τελικά αποδέχτηκε την τρίτη απόφαση (Νο 23/5.12.2006) με τις πρωτοφανείς αυξήσεις στο μισθολόγιο των δικαστικών και τα τεράστια ποσά αναδρομικών (μέρος των οποίων οφείλει ακόμα). Γεγονός που οδήγησε καθηγητή της Νομικής και μέλους του Α.Ε.Μ. να δηλώσει προφητικά ότι «...τέτοιες αποφάσεις θα οδηγήσουν τη χώρα στη χρεοκοπία»!
-Να εξηγηθεί γιατί η Πολιτεία τότε δεν έδωσε αυτές τις αυξήσεις και στους υπόλοιπους δημόσιους λειτουργούς (πανεπιστημιακούς, διδάσκοντες στα ΤΕΙ και ερευνητές), που για δεκαετίες ήταν στην ίδια μισθολογική κλίμακα με τους δικαστικούς.
Κατόπιν τούτων, δηλώνουμε ότι καμιά περαιτέρω μείωση των αποδοχών μας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς έχουν εξαντληθεί οι αντοχές των ακαδημαϊκών δασκάλων και των ερευνητών, οι οποίοι καλούνται να υλοποιήσουν σειρά σημαντικών θεσμικών αλλαγών στη σημερινή αντίξοη συγκυρία και να προσφέρουν επιπρόσθετο έργο, απαραίτητο για την έξοδο της χώρας μας από την κρίση.»