Μια ξεχωριστή «Λαίδη Μάκβεθ», ο βραβευμένος « Γιος της Σοφίας» διά χειρός Ελίνας Ψύκου και το υποκριτικό «Μανιφέστο» της Κέιτ Μπλάνσετ που υποδύεται 13 ρόλους, κάνουν πρεμιερα αυτή την εβδομάδα.
Στους κινηματογράφους και μια οικογενειακή δραμεντί με τον Τζ. Κ. Σίμονς.
Λαίδη Μάκβεθ, (Lady Macbeth)
Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Ολντρόιντ
Παίζουν: Φλόρενς Πιού, Κόσμο Τζάρβις, Πολ Χίλτον, Ναόμι Άκι
Αγγλική εξοχή, 1865. Η Κάθριν είναι παγιδευμένη σε έναν γάμο χωρίς αγάπη, με έναν αυταρχικό άνδρα, ο οποίος έχει τα διπλά της χρόνια. Η σκληρή οικογένειά του δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την καθημερινότητά της. Όταν ξεκινά μια παθιασμένη σχέση με έναν νεαρό εργάτη του κτήματος του συζύγου της, μια δύναμη απελευθερώνεται μέσα της, τόσο ισχυρή, ώστε τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει μέχρι να κατακτήσει αυτό που θέλει.
Μια καίρια ματιά πάνω στη νουβέλα του Νικολάι Λέσκοφ «Η Λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ».
Η λαίδη Κάθριν της ταινίας δεν έχει σχέση με την σαιξπηρική ηρωίδα, αλλά με το κεντρικό πρόσωπο μιας νουβέλας του δέκατου αιώνα που ο Γουίλιαμ Ολντρόιντ μεταφέρει στην Bορειοανατολική Αγγλία με μινιμαλιστική διάθεση, υπογράφοντας μια ταινία απίστευτης κινηματογραφικής ομορφιάς, που θίγει θέματα καταπίεσης, συντηρητισμού και προκαταλήψεων.
Η Κάθριν είναι μια γυναίκα που ουσιαστικά πουλήθηκε ως κτήμα σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα, ο οποίος από την πρώτη νύχτα του γάμου τους την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο. Ο σύζυγος και στη συνέχεια ο σκληρός πατέρας του την εξευτελίζουν διαρκώς, στερώντας της το δικαίωμα να είναι άνθρωπος. Εκείνη συνάπτει παράνομη σχέση με έναν νεαρό εργάτη, όχι τόσο επειδή τον ερωτεύεται, αλλά κυρίως ως διέξοδο στις ταπεινώσεις που υφίσταται. Αυτή όμως η σχέση θα δοκιμάσει τα όριά της.
Ο Ολντρόιντ, κατεξοχήν θεατρικός σκηνοθέτης, στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα επιχειρεί να συνθέσει όχι μόνο το πορτρέτο μιας γυναίκας που διεκδικεί με πάθος τη ζωή, αλλά καταγράφει με αποκαλυπτικό τρόπο το αδυσώπητο πρόσωπο μιας κοινωνίας που υπακούει τυφλά σε στερεότυπα και στεγανά. Η απιστία της Κάθριν είναι η προσπάθειά της να αποτινάξει τα δεσμά της, γι' αυτό και όλες οι ερωτικές σκηνές του παράνομου ζευγαριού χαρακτηρίζονται κυρίως από μια ζωώδη ενέργεια, χωρίς ρομαντικές προεκτάσεις και συναισθηματικές αποχρώσεις. Προσθέτοντας μάλιστα χαρακτήρες, όπως η έγχρωμη υπηρέτρια, που γίνεται με τη σειρά της αποδέκτης μιας αδικαιολόγητης σκληρότητας, ο Βρετανός δημιουργός με αδρές γραμμές περιγράφει έναν κύκλο βίας από τον όποιο κανείς δεν γλιτώνει.
Ταυτόχρονα, αξιοποιεί τις θεατρικές του καταβολές και ενορχηστρώνει σκηνές απόλυτης συμπύκνωσης, όπου πάντα κάτω από τα λεγόμενα υπάρχει ένα δεύτερο, επικίνδυνο κείμενο. Χωρίς να κρίνει τη συμπεριφορά και τις πράξεις των ηρώων του, αφήνει τον θεατή να αποφασίσει τελικά ποιος έχει την ευθύνη για τα εγκλήματα που συμβαίνουν και να αναλογιστεί πώς η ανθρώπινη φύση αντιδράει κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Αν και ιστορία του ακολουθεί την αισθητική της βικτωριανής περιόδου - φροντίζει μάλιστα με εμμονή στη λεπτομέρεια να δημιουργεί πλάνα που θυμίζουν πίνακες, με το εκθαμβωτικό μπλε φουστάνι της Κάθριν να κυριαρχεί ως σύμβολο μιας « χρυσής φυλακής» - ο τρόπος που αντιμετωπίζει το υλικό του είναι απόλυτα σύγχρονος και αγγίζει όχι μόνο την καρδιά, αλλά και την κριτική σκέψη του θεατή του.
Η Φλόρενς Πιού στο ρόλο της Λαίδης είναι μια πραγματική αποκάλυψη: με υποδόρια ειρωνεία και εκφραστικές σιωπές ακροβατεί ανάμεσα στην οργή και στον πόνο και μεταμορφώνεται από αθώο κορίτσι σε μια ψυχρή εκτελέστρια, καταθέτοντας μια σημαντική ερμηνεία-συγκρατήστε το όνομά της.
Εν κατακλείδι, ο Γουίλιαμ Ολντρόιντ αποδεικνύει πώς μια ιστορία εποχής μπορεί να μας αφορά σήμερα, χωρίς εύκολους εκμοντερνισμούς .
Μανιφέστο, (Manifesto)
Σκηνοθεσία: Γιούλιαν Ρόζεφελντ
Παίζει η Κέιτ Μπλάνσετ
Η Κέιτ Μπλάνσετ όχι σε έναν, αλλά σε δεκατρείς ρόλους, ερμηνεύει τα μεγάλα καλλιτεχνικά μανιφέστα- Φουτουρισμός, Ντανταϊσμός, Fluxus, Καταστασιασμός, Δόγμα 95 και άλλες αρχιτεκτονικές και καλλιτεχνικές διακηρύξεις- συνθέτοντας ένα μανιφέστο των μανιφέστων.
Η βραβευμένη Αυστραλή ηθοποιός συνεργάζεται με έναν από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους δημιουργούς, τον Γερμανό video artist Γιούλιαν Ρόζεφελντ και μέσα από δεκατρείς εκρηκτικές μεταμορφώσεις δίνει σάρκα και οστά στα πλέον σημαντικά μανιφέστα του 20ου αιώνα. Από τον Αντρέ Μπρετόν και τον Μαρξ έως τον Λαρς φον Τρίερ και τον Τζιμ Τζάρμους, οι δυο καλλιτέχνες διερευνούν τη σημασία της τέχνης και τον ρόλο της σήμερα.
Άλλοτε ως δασκάλα, άλλοτε ως ναρκομανής, παρουσιάστρια ειδήσεων, εργάτρια , άστεγος, χορογράφος ή μητέρα- η Μπλάνσετ μέσα σε διαφορετικές συνθήκες ουσιαστικά δεν ερμηνεύει χαρακτήρες, αλλά σωματοποιεί διακηρύξεις που επηρέασαν τη σύγχρονη Ιστορία.
Το εγχείρημα του Γιούλιαν Ρόζεφελντ , που γυρίστηκε μέσα σε 12 μέρες, δεν είναι μια αμιγώς κινηματογραφική ταινία, αλλά κατά βάση μια εικαστική performance για φιλότεχνο κοινό. Αν και θα λειτουργούσε περισσότερο μέσα από πολλαπλές οθόνες, όπως δηλαδή πρωτοπαρουσιάστηκε το 2015 στη Μελβούρνη- εδώ έχουμε μια συντομευμένη εκδοχή-εκείνου του installation- ο υποκριτικός χαμαιλέοντας που λέγεται Κέιτ Μπλάνσετ αρκεί για να σας καθηλώσει αυτά τα ενενήντα λεπτά.
Βέβαια, η εύλογη απορία του θεατή είναι γιατί ο Ρόζεφελντ ακολουθεί την ίδια ακριβώς αισθητική γραμμή- υψηλού είναι αλήθεια επιπέδου- ενώ στην ουσία μας οδηγεί σε μια περιπλάνηση ανάμεσα σε διαφορετικά ρεύματα. Από την άλλη, η ενεργητική προσέγγιση κειμένων που γράφτηκαν μόνο για να διαβάζονται , ή έστω να εκφωνούνται, δημιουργεί ένα ασφαλές περιβάλλον ακόμα και στον θεατή που δεν έχει γνώση του τι πραγματικά ακούει, πυροδοτώντας του σκέψεις απέναντι σε έννοιες που μπορεί να του είναι ανοίκειες.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν κάποιος διαφωνήσει με την αντιμετώπιση του Ρόζεφελντ, αυτό το καλλιτεχνικό πείραμα αποτελεί την απτή απόδειξη ότι η Μπλάνσετ είναι ένας ζωντανός θρύλος της υποκριτικής.
Όλα από την αρχή, ( The bachelors)
Σκηνοθεσία - Σενάριο: Κερτ Βέλκερ
Παίζουν: Τζ. Κ. Σίμονς, Τζος Γουίγκινς, Ζουλί Ντελπί, Οντέγια Ρας
Μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Μπιλ Παλέ και ο δεκαεπτάχρονος γιος του Γουές, μετακομίζουν από την μικρή τους πόλη στο Λος Άντζελες, σε μια προσπάθεια να κάνουν μια νέα αρχή. Καθώς οι δυο τους προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα τους πραγματικότητα και να βρουν τρόπους να κλείσουν τις πληγές τους, θα γνωρίσουν δυο ξεχωριστές γυναίκες, που θα τους βοηθήσουν να αγκαλιάσουν και πάλι τη ζωή.
Ο πόνος της απώλειας και η σχέση πατέρα -γιου είναι τα βασικά θέματα αυτής της οικογενειακής δραμεντί με πρωταγωνιστή τον Τζ. Κ Σίμονς.
Ένας καθηγητής μαθηματικών, ο Μπιλ Παλέ, συντετριμμένος από τον θάνατο της πολυαγαπημένης του συζύγου, μετακομίζει με τον έφηβο γιο του στο Λος Άντζελες. Εκεί μέσα από ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες και με τη στήριξη των φίλων του προσπαθεί να ξεπεράσει το πένθος, ενώ ο γιος του γνωρίζει μια αυτοκαταστροφική του συμμαθήτρια και αποκτάει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί της.
Ταυτόχρονα η γοητευτική καθηγήτρια γαλλικών και συνάδελφος του πατέρα του αναλαμβάνει χρέη σωτήρα όλων, μέχρι τη στιγμή που ο Μπιλ καταρρέει.
Ο Κερτ Βέλκερ αντιμετωπίζει το θέμα της κατάθλιψης και τα στάδια του πένθους με ευαίσθητο τρόπο, προσπαθώντας να περιγράψει την πορεία ίασης ενός ανθρώπου. Όμως αν και φροντίζει να κρατάει έναν καλό αφηγηματικό ρυθμό, μοιάζει να αντιμετωπίζει σχετικά εύκολα τις εσωτερικές διεργασίες που γίνονται σε όσους πενθούν.
Τον βασικό ρόλο της επανάκαμψης αναλαμβάνουν έξωθεν παράγοντες κι όχι το ίδιο το άτομο, ενώ δεν λείπουν και πολλές υπερβολές σχετικά με την ίδια την κατάθλιψη. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Μπιλ μετά την κατάρρευσή του κάνει θεραπεία ηλεκτροσόκ παραείναι τραβηγμένο σε σχέση με την κατάστασή του και μάλλον χρησιμοποιείται από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο για να προκαλέσει δραματικές εντάσεις που λείπουν από τις διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων του.
Ο Βέλκερ καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα, ενώ η πρόθεσή του είναι περισσότερο μια οικογενειακή ιστορία. Αν είχε περιοριστεί σε μια πιο απλή σεναριακή γραμμή, θα ήταν σαφώς καλύτερα τα πράγματα, γιατί συχνά τα στερεότυπα που
χρησιμοποιεί δεν συνάδουν με την πολύπλοκη συνθήκη που ο ίδιος έχει θέσει.
Όμως η ερμηνεία του Τζ. Κ Σίμονς, που για ακόμα μια φορά μετακινείται εντυπωσιακά για να προσεγγίσει τον ρόλο του, θα σας συγκινήσει. Στο πλάι του ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος Τζος Γουίγκινς, αλλά και η φινετσάτη Ζιλί Ντελπί.
Ο γιος της Σοφίας, (Son of Sofia)
Σενάριο-σκηνοθεσία: Ελίνα Ψύκου
Παίζουν: Βίκτορ Κόμουτ, Βάλερι Τσεπλάνοβα, Θανάσης Παπαγεωργίου
Το καλοκαίρι του 2004, ο εντεκάχρονος Μίσα φτάνει από τη Ρωσία στην Ελλάδα για να ζήσει με τη μητέρα του, Σοφία, μετά από ένα μεγάλο διάστημα χωρισμού.
Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι στην Αθήνα τον περιμένει ένας νέος πατέρας. Όσο η Ελλάδα ζει το Ολυμπιακό της όνειρο, ο Μίσα, αποκομμένος από το φυσικό του περιβάλλον και κάτοικος πλέον μιας άγνωστης για αυτόν χώρας, θα απογειωθεί βίαια προς τον ενήλικο κόσμο με όχημα τη σκοτεινή πλευρά των αγαπημένων του παραμυθιών.
Η Ελίνα Ψύκου υπογράφει μια ιδιοσυγκρασιακή ιστορία σκληρής ενηλικίωσης, που απέσπασε σημαντικές διεθνείς διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα.
Το καλοκαίρι του 2004 ένα εντεκάχρονο αγόρι, ο Μίσα, έρχεται από τη Ρωσία για να ζήσει με τη μητέρα του, που έχει να δει δύο χρόνια. Εκείνη πλέον είναι παντρεμένη με έναν ηλικιωμένο ηθοποιό, που κάποτε είχε μια διάσημη παιδική εκπομπή με παραμύθια, τον Νίκο. Δεν έχει πει όμως την αλήθεια στο γιο της, για τον οποίο ο κύριος Νίκος είναι μόνο ο εργοδότης της.
Όταν ο Μίσα ανακαλύψει την αλήθεια, όλα ανατρέπονται μέσα του και του επιβάλλουν να ωριμάσει με βίαιο τρόπο, ακούγοντας μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει και ζώντας σε μια χώρα εντελώς ξένη. Η μόνη του διαφυγή είναι ο κόσμος της φαντασίας και των παραμυθιών.
Η νεαρή σκηνοθέτης δημιουργεί ένα στιβαρό οικογενειακό δράμα με κρυφούς συμβολισμούς και αλληγορίες, για να περιγράψει ουσιαστικά το πέρασμα στον κόσμο των ενηλίκων. Παράλληλα τοποθετώντας χρονικά την ιστορία της σε ένα κομβικό σημείο για τη χώρα μας, στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, δηλώνει το τέλος της εθνικής μας «αθωότητας», που σήμανε την αρχή της κρίσης.
Από την άλλη καταγράφει το χάσμα γενεών της σύγχρονης Ελλάδας, αναγνωρίζοντας τα δίκια όλων των πλευρών. Ο κύριος Νίκος, αν και πραγματικά θέλει να αγαπήσει τον μικρό Μίσα, δεν ξέρει πώς να το κάνει και προσπαθεί να του επιβάλλει τον δικό του κόσμο, που όσο όμορφος κι αν είναι- γεμάτος παραμύθια κι ιστορίες- για το παιδί δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, αντίθετα, μάλλον το τρομάζει. Τα ιντερλούδια με τα παιδικά όνειρα του αγοριού- αν και εικαστικά σηκώνουν διορθώσεις- μοιάζουν με έναν σκοτεινό εφιαλτικό ζωολογικό κήπο και ταξιδεύουν τον θεατή στον λαβύρινθο της παιδικής φαντασίας. Όμως και οι σκηνές από την καθημερινή ζωή της οικογένειας μοιάζουν σαν να είναι βγαλμένες από ένα περίεργο παραμύθι, όπου μια υποδόρια βία είναι έτοιμη να ξεσπάσει, ενώ οι άνθρωποι μην μπορώντας να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, βρίσκουν καταφύγιο σε σιωπές.
Η Ψύκου με ακίνητα ως επί το πλείστον πλάνα εστιάζει στον εγκλωβισμό των ηρώων, αλλά στέκεται με κατανόηση απέναντι τους. Τα ρωσικά τραγούδια –νανουρίσματα που έχει επιλέξει ως soundtrack λειτουργούν αντιστικτικά με την ψυχρή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Έτσι μέσα από αυτές τις αντιθέσεις, καταφέρνει τελικά να δημιουργήσει τη δική της κινηματογραφική γλώσσα.
Ο μικρός Βίκτορ Κόμουτ από την Ουκρανία με το βαθύ του βλέμμα, μας οδηγεί στο μυαλό και την ψυχή του Μίσα. Η Ρωσίδα Βάλερι Τσεπλάνοβα, που ζει στη Γερμανία κι εργάζεται στο θέατρο, ερμηνεύει με ευαισθησία τη Σοφία, ενώ ο Θανάσης Παπαγεωργίου σε μια από τις σπάνιες κινηματογραφικές του εμφανίσεις δημιουργεί έναν πολυσύνθετο κι αινιγματικό ρόλο, αποκαλύπτοντας το πώς η οικογένεια και η κοινωνία γαλουχούν τα παιδιά τους.
Ξαναγύρισε ο μπαμπάς, ( Daddy’s Home 2)
Σκηνοθεσία: Σον Άντερς
Παίζουν: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Γουίλ Φέρελ, Μελ Γκίμπσον, Τζον Λίθγκοου
Μπαμπάδες εν δράσει και χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα σε οικογενειακή κωμωδία, με τον Μελ Γκίμπσον σε ρόλο παππού.
Το 2015 ο Γουίλ Φέρελ είχε να αντιμετωπίσει την επιστροφή του πατέρα των παιδιών της γυναίκας του, Μαρκ Γουόλμπεργκ. Το αποτέλεσμα της συνύπαρξης αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων ήταν μια ιδιαίτερη σχέση που άλλαξε και τους δυο. Δύο χρόνια μετά, ο Σον Άντερς σκηνοθετεί και πάλι το ίδιο δίδυμο, αυτή τη φορά στο πνεύμα των Χριστουγέννων.
Οι δύο πατεράδες βρίσκουν τις ισορροπίες τους και μοιράζουν τους ρόλους τους ώστε οι οικογένειές του να συνυπάρχουν αρμονικά. Όταν όμως καταφθάνουν για τις διακοπές των
Χριστουγέννων οι δικοί τους μπαμπάδες, η ευτυχία τους θα γκρεμιστεί και η δυνατή τους φιλία θα δοκιμαστεί. Ο ένας παππούς, γυναικάς και σκληροτράχηλος, ανάβει φωτιές, ενώ ο άλλος φλυαρεί ασταμάτητα και προσπαθεί να βρίσκει λύσεις σε όλα τα προβλήματα των άλλων, ξεχνώντας τα δικά του.
Ο Άντερς τα πρώτα είκοσι λεπτά φαίνεται πως ακολουθεί την παραδοσιακή κινηματογραφική χριστουγεννιάτικη συνταγή, δηλαδή μια οικογένεια με τα θεματάκια της που καλείται να συνυπάρξει, αποδεχομένη τις διαφορές της, για να ανακαλύψει τελικά την αξία της αγάπης.
Όλα είναι απολύτως προβλέψιμα μεν, το δε φινάλε ακόμα περισσότερο, όμως στο πρώτο μέρος η κομεντί του κάνει τη δουλειά της. Τα προβλήματα ξεκινάνε από εκεί και πέρα, όπου οι σεναριογράφοι αποφασίζουν να φορτώσουν τις σκηνές με αμέτρητα κλισέ και άνευρα κωμικά γκανγκ, που και εξωπραγματικά μοιάζουν και κανένα γέλιο δεν προκαλούν. Οι σχέσεις αυτής της ιδιόρρυθμης οικογένειας δεν πάνε πουθενά, ενώ οι γκροτέσκ χαρακτηρες αναλώνονται σε τετριμμένα αστειάκια, μπας και σκάσει το χειλάκι μας.
Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ προσπαθεί να κατακτήσει τις ισορροπίες, σε αντίθεση με τον Γουίλ Φέρελ, που φτάνει στα όρια της καρικατούρας. Ο Μελ Γκίμπσον στιλάτος και σέξι, φαίνεται να διασκεδάζει με τον ρόλο του παππού, αλλά τελικά ο Τζον Λίθγκοου είναι αυτός που δημιουργεί τον πιο ολοκληρωμένο χαρακτήρα σε μια ταινία χαμηλών επιδόσεων.
Thank you for your Service,
Σκηνοθεσία:Τζέισον Χολ
Παίζουν: Μάιλς Τέλερ, Χέιλι Μπένετ, Τζο Κόουλ, Σκοτ Χέιζ, Εϊμι Σούμερ
Μια ομάδα Αμερικανών στρατιωτών επαναπατρίζεται μετά από μια σκληρή περίοδο στο Ιράκ, έχοντας βιώσει εξαιρετικά αντίξοες καταστάσεις στην εμπόλεμη ζώνη. Η επιστροφή τους φαντάζει ως το οριστικό τέλος στη βαρβαρότητα που έζησαν και η αγκαλιά των αγαπημένων προσώπων τους είναι αυτό που κυρίως επιθυμούσαν. Όμως η επανένταξή τους θα αποδειχτεί μια αρκετά σύνθετη διαδικασία. Η προσπάθεια της πραγματικής επιστροφής στην καθημερινή ζωή ξεκινάει μόλις πατήσουν το πόδι τους στην πατρίδα, όπου πρέπει να δώσουν ακόμα μια «μάχη», αυτή τη φορά για να αποβάλλουν τις μνήμες του σκληρού πολέμου, που βασανίζουν επίμονα το μυαλό τους.
Αντιπολεμικό δράμα αποκλειστικά για αμερικανική κατανάλωση, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου Ντέιβιντ Φίνκελ, που πραγματεύεται με διδακτικό, αλλά πολύ εύκολο τρόπο το τραύμα του πολέμου.
Μια ομάδα βετεράνων μετά από τον πόλεμο στον Ιράκ προσπαθεί να επανενταχθεί στην κοινωνία και να απαλλαγεί από τους εφιάλτες που τη στοιχειώνουν. Το σύστημα υγείας της χώρας δεν μπορεί να στηρίξει τα «παιδιά» της και τα δεινά του πολέμου της μιας μόνο πλευράς αποτελούν τον βασικό άξονα του «Thank you for your service» , που συνεχώς αποφεύγει να πει το αυτονόητο: ότι δηλαδή οι σκληρές μάχες είναι η αφορμή , όμως η βασική αιτία του τραύματος και του δράματος οφείλεται στα κίνητρα της εισβολής, διότι περί εισβολής επρόκειτο, αλλά αυτά είναι μάλλον ψιλά γράμματα.
Κατά τα άλλα, ο Τζέισον Χολ προσπαθεί να μην υποκύψει στην παγίδα του πατριωτισμού, όμως συχνά επαναλαμβάνεται και τελικά δεν καταφέρνει να γλιτώσει την αυτοαναφορικότητα, υπογράφοντας τελικά μια ταινία που δύσκολα θα βρει κοινό εκτός των ΗΠΑ, μιας και οι ήρωες της αναλογίζονται μεν πάνω στη ματαιότητα του πολέμου, αλλά δεν συνειδητοποιούν την πραγματική διάσταση της ιστορίας στην οποία έχουν εμπλακεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
USSAK
Σκηνοθεσία: Κυριάκος Κατζουράκης
Σενάριο: Κυριάκος Κατζουράκης, Κάτια Γέρου
Παίζουν: Κάτια Γέρου, Γιάννης Τσορτέκης, Θεοδώρα Τζήμου, Νίκος Νίκας, Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Πολύτιμος, Adrian Frieling, Θάνος Αλεξίου , Καμίλο Μπετανκόρ, Παύλος Ιορδανόπουλος και η μικρή Νέλλυ Θεοφιλοπούλου
Στο άμεσο μέλλον, σε μια χώρα που στροβιλίζεται στη ζοφερή δίνη της κρίσης, οι δρόμοι φέρνουν κοντά μια περιπλανώμενη περφόρμερ, μια αινιγματική γυναίκα, έναν πρώην καλλιτέχνη drag queen και έναν απογοητευμένο, πολιτικά συνειδητοποιημένο ακτιβιστή.
Η νέα ταινία του Κυριάκου Κατζουράκη περιγράφει το περιθώριο της ελληνικής κρίσης, αναζητώντας διέξοδο στην ουτοπία.
Σε ένα ζοφερό , αλλά όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η χώρα κατεστραμμένη και σε απόλυτη παρακμή κυβερνάται από καιροσκόπους επενδυτές και φασιστοειδή. Άνθρωποι εξαθλιωμένοι περιφέρονται στους σκοτεινούς δρόμους μιας εφιαλτικής πρωτεύουσας, προσπαθώντας να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους και να αντισταθούν.
Μια περφόρμερ, που θυμίζει φελλινική ηρωίδα, ένας ακτιβιστής, ένα μικρό κορίτσι ανάμεσα στους χαρακτήρες του « Ussak», που με στρατευμένη διάθεση καταθέτει την πιο μαύρη εκδοχή της ελληνικής κρίσης. Ήδη από τα πρώτα λεπτά ο Κυριάκος Κατζουράκης και η Κάτια Γέρου, που συνυπογράφουν το σενάριο, εκφράζουν με ξεκάθαρο τρόπο τη θέση τους, λέγοντας ότι μια χώρα σε αυτή την κατάσταση που κατηγορεί τον εαυτό της για όσα της συμβαίνουν κινείται στη σφαίρα του παραλογισμού.
Από εκεί και πέρα οι δυο δημιουργοί, πιστοί στις απόψεις τους αλλά συχνά με απλοϊκά επιχειρήματα, επιχειρούν να αποκαλύψουν το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος ενός ολόκληρου λαού, αφήνοντας ένα ανοιχτό παράθυρο στην ελπίδα μέσα από ήρωες που παρά τα δεινά τους επιμένουν να διεκδικούν το δικαίωμα μιας αληθινής και ουσιαστικής ζωής.
Συχνά όμως η ιστορία τους έχει μεγάλα κενά, ενώ οι προσωπικές τους μνήμες και αναφορές μπερδεύονται στον κεντρικό τους άξονα , δημιουργώντας εύλογα ερωτηματικά σε θεατές που δεν μοιράζονται κοινά βιώματα με τους ίδιους. Με μια στυλιζαρισμένη κατά καιρούς εικαστικότητα και αρκετές δόσεις θεατρικότητας –ειδικά όσο αφορά στις ερμηνείες- δεν καταφέρνουν πάντα να δημιουργήσουν μια ισχυρή κινηματογραφική αφήγηση.
Ενδιαφέρον πάντως έχει η χρήση του χώρου που προσδίδει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα σε αυτό το σκοτεινό μεταμέλλον του Κατζουράκη. Σημαντικό μέρος των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκε στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων της Δραπετσώνας.
Η επιλογή αυτή, όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι μια μικρή συμβολή στον αγώνα των κατοίκων της περιοχής για να διασωθεί ο χώρος από τους ιδιώτες, με τον ίδιο τρόπο που οι ουτοπιστές χαρακτήρες του « Ussak» προσπαθούν να διαφυλάξουν την ελευθερία τους.
Πάντινγκτον 2, (Paddington 2)
Σκηνοθεσία: Πολ Κινγκ
Παίζουν: Χιου Μπόνεβιλ, Χιου Γκραντ, Σάλι Χόκινς, Τζιμ Μπρόντμπεντ
Ο πιο διάσημος αρκούδος του κόσμου επιστρέφει με νέες περιπέτειες.
Η πολυαναμενόμενη συνέχεια του πιο επιτυχημένου, μη αμερικανικού, οικογενειακού φιλμ όλων των εποχών βρίσκει τον Πάντινγκτον ευτυχισμένο στο σπίτι της οικογένειας Μπράουν στο Λονδίνο, όπου έχει γίνει δημοφιλές μέλος της τοπικής κοινότητας, μοιράζοντας τριγύρω χαρά και μαρμελάδα. Όσο ψάχνει το τέλειο δώρο για τα εκατοστά γενέθλια της πολυαγαπημένης θείας του Λούσι, ο αγαπημένος αρκούδος βλέπει ένα μοναδικό pop-up βιβλίο και ξεκινά μία σειρά από μικροδουλειές ώστε να μπορέσει να το αγοράσει. Όταν το βιβλίο κλαπεί, μόνο οι Μπράουν και ο Πάντινγκτον μπορούν να ανακαλύψουν τον ένοχο, ο οποίος φαίνεται να είναι άσος στις μεταμφιέσεις.
Ο Αρκούδος Πάντινγκτον συστήθηκε στα παιδιά για πρώτη φορά μέσα από το βιβλίο του Μάικλ Μποντ «Ένα Αρκουδάκι που το Λένε Πάντινγκτον» το 1958. «Η Καλύτερη Στιγμή του Πάντινγκτον», το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, ο οποίος απεβίωσε τον περασμένο Ιούνιο σε ηλικία 91 ετών, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2017. Μεταξύ αυτών των δύο μνημειωδών ημερομηνιών, ο Μποντ έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία με πρωταγωνιστή τον αρκούδο με το μάλλινο παλτό και την αγάπη για τα σάντουιτς με μαρμελάδα, τα οποία συνολικά έχουν πουλήσει πάνω από 35 εκατομμύρια αντίτυπα και έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.
Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να εμφανιστεί ο Πάντινγκτον στη μεγάλη οθόνη, μετά από πολλές εμφανίσεις του στην τηλεόραση, ανάμεσα στις όποιες και η πολυαγαπημένη βρετανική σειρά 56 επεισοδίων που ξεκίνησε να προβάλλεται το 1975, σχεδιασμένη από τον πρωτοπόρο του stop-motion animation, Άιβορ Γουντ και με τη χαρακτηριστική αφήγηση του Σερ Μάικλ Χόρντερν.
Όταν ήρθε η πρώτη ταινία, κατέκτησε το κοινό με τη ζεστασιά της και το ανάλαφρο χιούμορ της. Προτάθηκε για πολλά βραβεία BAFTA, κέρδισε Βραβείο Καλύτερης Κωμωδίας στα Empire Awards του 2015 και απέφερε πάνω από 250 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, με αποτέλεσμα σήμερα πια να θεωρείται κλασική.