Το τουρκικό νόμισμα ολοένα και εξασθενεί ενώ ο πληθωρισμός ανεβαίνει επικίνδυνα. Κόντρα στη συνήθη οικονομική λογική ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν ζητεί περαιτέρω μείωση των βασικών επιτοκίων.
Ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει βάλει επανειλημμένα στο στόχαστρό του την κεντρική τράπεζα της χώρας και όσους τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας της. «Ακριβώς επειδή δεν παρεμβαίνουμε έχουν φτάσει τα πράγματα ως εδώ», είχε τονίσει σε πρόσφατη ομιλία του, όπως σημειώνει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle.
Η κατάσταση είναι κάθε άλλο παρά ικανοποιητική. Ο πληθωρισμός έχει φτάσει σε διψήφια επίπεδα και η τουρκική λίρα σημειώνει το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο. Σε σχέση με το ευρώ το τουρκικό νόμισμα έχασε σε διάστημα ενός έτους πάνω από το 20% της αξίας του. Την προηγούμενη Παρασκευή μάλιστα κατέγραψε αρνητικό ρεκόρ. Σε ένα ευρώ αντιστοιχούσαν πάνω από 4,7 λίρες.
Πάνω ο πληθωρισμός αλλά και η ανάπτυξη
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, τον Οκτώβριο κυμάνθηκε σε 11,9% - η υψηλότερη τιμή από την οικονομική κρίση του 2008. Ταυτόχρονα όμως η Τουρκία εμφανίζει εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης –ωστόσο πολλοί ξένοι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία τους.
Στο πρώτο μισό του 2017 η ανάπτυξη ξεπέρασε το 5% και σύμφωνα με την κυβέρνηση υπάρχουν κι άλλα περιθώρια ανόδου. Ο Ταγίπ Ερντογάν εκτίμησε ότι στο τέλος του έτους ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να ανέλθει σε 7%. Βεβαίως ο τούρκος πρόεδρος θέλει να κάνει τα πάντα προκειμένου η οικονομία να διατηρήσει τον δυναμισμό της τουλάχιστον μέχρι τον Νοέμβριο του 2019.
Τότε θα διεξαχθούν κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές, με τις οποίες αναμένεται να ολοκληρωθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης για τη μετάβαση στο προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που έχει δρομολογήσει ο τούρκος πρόεδρος. Μία οικονομία σε κρίση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επιδιωκόμενη εκλογική νίκη του Τ. Ερντογάν.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας επωφελούνται πάντως από την πτώση του εγχώριου νομίσματος. Για παράδειγμα ο τουρισμός, τα κέρδη του οποίου είναι κυρίως σε ευρώ αλλά οι δαπάνες κατά βάση σε λίρες. Επίσης, η τουρκική αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία καταβάλλει τους μισθούς σε λίρες και είδε τις εξαγωγές της να αυξάνονται κατά 24% τους πρώτους εννέα μήνες του έτους σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Αντιθέτως, επιχειρήσεις που βασίζονται σε εισαγωγές και κάνουν τις συναλλαγές τους σε λίρες, υποφέρουν. Ιδιαίτερα επιβαρύνονται εταιρείες που έχουν πάρει δάνειο σε ξένο νόμισμα, για παράδειγμα σε δολάρια. Ορισμένοι επιχειρηματίες είδαν τα χρέη τους ακόμη και να διπλασιάζονται εξαιτίας της δραματικής πτώσης της τουρκικής λίρας.
Η κόντρα Ερντογάν – κεντρικής τράπεζας
Η διαμάχη ανάμεσα στον τούρκο πρόεδρο και την κεντρική τράπεζα της χώρας διαρκεί χρόνια. Κατά την άποψη ειδικών οικονομικών αναλυτών, η κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να αυξήσει αισθητά τα βασικά επιτόκια δανεισμού προκειμένου να θέσει υπό έλεγχο τον αυξανόμενο πληθωρισμό και να διακόψει την πτώση της λίρας.
Μακροπρόθεσμα αυτό θα επέφερε σταθεροποίηση, ωστόσο βραχυπρόθεσμα θα ανέκοπτε τον ρυθμό ανάπτυξης. Ο ισχυρός τούρκος πρόεδρος είναι κατηγορηματικά αντίθετος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και ζητεί -αντιθέτως- περαιτέρω μείωση επιτοκίων, εκσφενδονίζοντας βέλη κατά ενός «κακόβουλου λόμπι των επιτοκίων», το οποίο θέλει να πλουτίσει σε βάρος της Τουρκίας, όπως λέει.
Η αβεβαιότητα στις κεφαλαιαγορές
Η επιρροή του Τ. Ερντογάν δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που προκαλεί αβεβαιότητα στις κεφαλαιαγορές. Στις αρχές Δεκεμβρίου επίκειται στη Νέα Υόρκη μια δίκη με αντικείμενο παραβιάσεις των οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν, ξέπλυμα χρήματος και διακίνηση γιγάντιων ποσών ως μίζες.
Ο ιρανοτούρκος έμπορος χρυσού Ρεζά Ζαράμπ, ο πρώην αντιπρόεδρος της ημικρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank Μεχμέτ Χακάν Ατίλα και ο πρώην υπουργός Οικονομίας της Τουρκίας Μεχμέτ Ζαφέρ Τσαγκλαγιάν συγκαταλέγονται στους εννέα συνολικά κατηγορούμενους. Οι Ζαράμπ και Ατίλα βρίσκονται προφυλακισμένοι στις ΗΠΑ.
Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει απλά και μόνο σε επιβολή αυστηρών προστίμων κατά της Halkbank. Ενδέχεται να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις ήδη τεταμένες σχέσεις Άγκυρας και Ουάσιγκτον. Η σχέση της Τουρκίας με τον σημαντικότερο εμπορικό της εταίρο, την ΕΕ, είναι επίσης αισθητά φορτισμένη.