Ο μύθος του Τζον Λένον «ζωντάνεψε» την Τρίτη στα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας του Βερολίνου, όπου παρουσιάστηκαν 100 κλεμμένα αντικείμενα του θρύλου της μουσικής που κατάφεραν να ανακτήσουν οι γερμανικές αρχές.
Πρόκειται για αντικείμενα που είχαν κλαπεί από το διαμέρισμα της Γιόκο Ονο στη Νέα Υόρκη και ανάμεσά τους ήταν τρία ημερολόγια, τα γυαλιά σήμα- κατατεθέν του «σκαθαριού», μία ταμπακιέρα, αλλά και χειρόγραφες παρτιτούρες. Ακόμη, είχαν κλέψει ένα σχολικό βιβλίο ασκήσεων, μία ηχογράφηση συναυλίας των Beatles από το 1965, συμβόλαιο για τα πνευματικά δικαιώματα του τραγουδιού «I'm the Greatest».
Τα τρία ημερολόγια του Λένον είναι από το 1975, 1979 και 1980. Η τελευταία φορά που έγραψε σε ένα από αυτά ο Λένον ήταν το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1980, λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία του.
Η κλοπή είχε γίνει το 2006, αλλά οι γερμανικές αρχές ασχολήθηκαν με την υπόθεση τον περασμένο Ιούλιο, όταν επικοινώνησε μαζί τους διαχειριστής πτώχευσης του οίκου δημοπρασιών Auctionata, στο Βερολίνο και τους είπε ότι είχε βρει αυτά τα αντικείμενα στην αποθήκη της εταιρείας.
Δύο εβδομάδες αργότερα τα αντικείμενα κατασχέθηκαν από την αστυνομία και τη Δευτέρα συνελήφθη ύποπτος. Πρόκειται για 58χρονο Γερμανό επιχειρηματία, τουρκικής καταγωγής, στο αυτοκίνητο του οποίου βρέθηκαν και άλλα αντικείμενα του Λένον, κρυμμένα κάτω από τη ρεζέρβα. Ενας ακόμη που φέρεται να εμπλέκεται στην υπόθεση ζει στην Τουρκία, αλλά οι γερμανικές αρχές προσπαθούν να επιτύχουν την έκδοσή του. Πρόκειται για πρώην σοφέρ της Ονο, σύμφωνα με το Associated Press.
Γερμανοί αστυνομικοί και εισαγγελείς ταξίδεψαν στη Νέα Υόρκη και η Γιόκο Ονο επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα των αντικειμένων. «Ηταν πολύ συγκινημένη και είδαμε πόσο μεγάλη σημασία είχαν αυτά τα πράγματα για εκείνη, όπως και πόσο θα χαρεί όταν θα τα πάρει πίσω», δήλωσε η εισαγγελέας Σούζαν Βέτλεϊ, για τη στιγμή που έδειξε στη χήρα του Λένον τα αντικείμενα.
Ακόμη οι γερμανικές αρχές δεν έχουν ξεκαθαρίσει πώς τα κλεμμένα αντικείμενα κατέληξαν στον οίκο δημοπρασιών και αν οι άνθρωποι της εταιρείας γνώριζαν πώς είχαν φτάσει στα χέρια των υπόπτων, όταν τα αγόρασαν.
Φωτογραφίες: AP