Οι ειδικοί πιστεύουν πλέον πως μια ήπιας μορφής κατάθλιψη μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη για την υγεία μας – ακόμη και να συμβάλει στη μακροζωία μας. Η Rebecca Hardy εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποκομίσουμε τα αγαθά της κατάθλιψης.
Είναι κοινή πεποίθηση πως η κατάθλιψη συσκοτίζει τη ζωή μας, κι όμως ορισμένοι επιστήμονες έχουν μια νέα, ενδιαφέρουσα –αν και αμφιλεγόμενη– θεωρία: η κατάθλιψη μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη ή τουλάχιστον να αποτελέσει μια θετική κινητήρια δύναμη στη ζωή μας.
Για οποιονδήποτε βρίσκεται στα δεσμά της κατάθλιψης (ήπιας ή σοβαρότερης μορφής), κάτι τέτοιο φαντάζει παράλογο, ή ακόμη και προσβλητικό. Η κλινική κατάθλιψη, κάτι ολότελα διαφορετικό από τη συνήθη αίσθηση δυστυχίας, είναι μια τρομαχτική, παραλυτική νόσος που μπορεί να καταστρέψει ανθρώπινες ζωές και να τις ταράξει συθέμελα. Ωστόσο, οι ειδικοί ισχυρίζονται πως ακόμα κι αυτή, για μερικές περιπτώσεις ασθενών, μπορεί να αποβεί ωφέλιμη.
«Αν κάποιος έχει κατάθλιψη, η οποία εξ ορισμού συνεπάγεται μια παράλυση των εσωτερικών κινήτρων, δύσκολα αντιλαμβάνεται κάποια θετική επενέργεια», λέει η Marjorie Wallace, ιδρύτρια και γενική διευθύντρια της φιλανθρωπικής οργάνωσης για την ψυχική υγεία SANE, που κι η ίδια έπασχε από κατάθλιψη στο παρελθόν. «Αλλά πιστεύω πως οι άνθρωποι που περνάνε από κάτι τέτοιο, βγαίνουν στο τέλος δυνατότεροι. Δρα ως καταλύτης επιβίωσης, μιας κι έχεις ήδη φτάσει στο χείλος του γκρεμού κι έχεις αντικρύσει την άβυσσο».
Ίσως αυτά τα λόγια να ακούγονται ως ευσεβείς πόθοι, ωστόσο το ίδιο επιχείρημα έχει ξαναδιατυπωθεί: πριν από δύο χρόνια, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Jerome Wakefield, τάραξε τα ύδατα της ιατρικής κοινότητας όταν έγραψε στο βιβλίο του The Loss of Sadness (Η απώλεια της θλίψης) πως αν κανείς συμφιλιωθεί με την κατάθλιψη, τότε ενδέχεται να τον κινητοποιήσει να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του βοηθώντας τον να διδαχτεί από τα λάθη του και να εκτιμήσει τις επιθυμίες του.
Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και μια ολλανδική μελέτη, η οποία καταδεικνύει πως άνθρωποι που πέρασαν από κατάθλιψη φαίνεται να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στις προκλήσεις της ζωής, παρουσιάζοντας καλύτερους δείκτες ζωτικότητας, ψυχικής υγείας, κοινωνικής διάδρασης, εργασιακών επιδόσεων και γενικότερης κατάστασης υγείας. Εντωμεταξύ, μια άλλη μελέτη του Πανεπιστήμιου Duke, δημοσιευμένη το 2002, απέδειξε πως όσες γυναίκες πέρασαν από κατάθλιψη εμφάνιζαν αυξημένη πιθανότητα να ζήσουν περισσότερο, προκαλώντας υποψίες πως η ήπια κατάθλιψη μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη διαχείριση και την αποφυγή επώδυνων καταστάσεων.
Ωστόσο, άλλοι ειδικοί είναι επιφυλακτικοί: «Η κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία, οπότε δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ελαφρά τη καρδία… Πολλοί άνθρωποι πάντως επιμένουν πως τους βοηθά να εκτιμήσουν τι είναι στ’ αλήθεια σημαντικό. Συχνά προσφέρει μια αίσθηση οδηγού επιβίωσης που χαρίζει αυτοπεποίθηση και ανθεκτικότητα. Μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν αγχώδεις καταστάσεις, π.χ. βρίσκοντας λιγότερο απαιτητικές δουλειές ή μετακομίζοντας εκτός πόλεων», λέει η Bridget O’ Connell του οργανισμού Mind. Σύμφωνα με τον Δρ. Paul Keedwell (ψυχίατρο και ειδικό στις διαταραχές του θυμικού στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ), «αν και η κατάθλιψη είναι μια φριχτή αρρώστια που κανείς δεν την επιθυμεί, μπορεί να μας βοηθήσει να γίνουμε ρεαλιστές. Κι ακριβώς επειδή είναι τόσο επώδυνη, μας αναγκάζει να καταδυθούμε στα βάθη του εαυτού μας προκειμένου να ανακαλύψουμε πώς γίνεται να μην την ξαναπεράσουμε… Τα αντικαταθλιπτικά ασφαλώς και βοηθούν, αλλά αν ο ασθενής εξακολουθήσει να αναπαράγει τις αιτίες της κατάθλιψης, τότε δεν πρόκειται να έχουν κανένα αποτέλεσμα».
Παρά τις αντικρουόμενες απόψεις, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν στο εξής: η συμπαράσταση είναι πολύ σημαντική στην επιτυχία της αποθεραπείας. «Ο σημαντικότερος παράγοντας για την ανάρρωση και την αποφυγή μελλοντικής υποτροπής είναι η στήριξη συγγενών και φίλων», επιμένει η O’ Connell. Και τι γίνεται στην περίπτωση που κάποιος αγαπημένος μας πάσχει από κατάθλιψη; «Συντηρήστε την επικοινωνία μαζί του ώστε να αισθάνεται ότι έχει κάποιον να μιλήσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στηριχτείτε από κάπου αλλού καθώς είναι πολύ επώδυνο να βλέπεις να υποφέρει αυτός που αγαπάς. Υπάρχει, πάντως, κι η φωτεινή πλευρά: οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν, δεν υποτροπιάζουν και πολλοί εξ αυτών ισχυρίζονται ότι βγαίνουν πιο δυνατοί και ικανότεροι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ζωής τους».
Για ολόκληρο το άρθρο, επισκεφθείτε εδώ.