Την ώρα που η Γερμανίδα καγκελάριος παραδέχεται ότι υπάρχουν «βαθιές διαφορές» που καθυστερούν το σχηματισμό της «Τζαμάικα» και προειδοποιεί ότι ο χρόνος μετρά πλέον αντίστροφα, η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung φιλοξενεί συνέντευξη του διευθυντή του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ του Βερολίνου, ο οποίος αναφέρει ότι μια τέτοια κυβέρνηση στερείται «ευρωπαϊκού οράματος».
«H πολυαναμενόμενη σε Παρίσι κι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γερμανική απάντηση στις προτάσεις Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης φαίνεται απογοητευτική» εκτιμά σε συνέντευξή του στην Süddeutsche Zeitung ο Χένρικ Εντερλέιν, διευθυντής του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ του Βερολίνου.
Σε άρθρο της γερμανικής εφημερίδας υπό τον τίτλο «η Τζαμάικα στερείται ευρωπαϊκού οράματος» ο κ. Εντερλέιν υποστηρίζει ότι «η Γερμανία μαζεύεται σε μία γωνία αντί να δώσει μία καθαρή απάντηση», ενώ ασκεί κριτική για το γεγονός ότι οι μέχρι στιγμής συμφωνίες μεταξύ των διαβουλευόμενων μερών των για το σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού "Τζαμάικα" περιέχουν σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό της ΕΕ μόνον ένα είδος εισαγωγικής ρήτρας για την περαιτέρω εξέλιξη της κοινότητας» και προσθέτει: «Με αυτόν τον τρόπο, η 'Τζαμάικα' αρνείται να πιάσει το χέρι που απλώνεται από το Παρίσι».
Στο συγκεκριμένο κείμενο δεν εντοπίζεται ούτε λέξη αναφορικά με τις προτάσεις Μακρόν, δεδομένου ότι υπάρχει υπό συζήτηση το θέμα για υπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης και για έναν ξεχωριστό προϋπολογισμό. Όπως υπογραμμίζεται επικριτικά από τον κ. Εντερλέιν, από το έγγραφο απουσιάζουν εξίσου και αναφορές σχετικά με τις ιδέες του Προέδρου της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, όπως τις εξέθεσε σε ομιλία του για το μέλλον της ΕΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο ή στις θέσεις του τέως ΥΠΟΙΚ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που με ιδιαίτερο ζήλο προωθούσε την μετεξέλιξη του ESM σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο.
Ο κ. Εντερλέιν τονίζει ότι βρίσκει ιδιαιτέρως εξοργιστικό το γεγονός ότι οι διαπραγματευόμενοι για το σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης δεν μπήκαν στη διαδικασία να εκφράσουν την ετοιμότητά τους να διαπραγματευτούν για το μέλλον της Ευρώπης και της Ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι «Δεν υποχρεούται κανείς να συμμερίζεται τις θέσεις Μακρόν και Γιούνκερ, αλλά οφείλει να είναι έτοιμος να συζητήσει περί αυτών». Επίσης, ο ίδιος ζητεί την εισαγωγή μίας ρήτρας στο έγγραφο με βάση την οποία οι δυνητικοί κυβερνητικοί εταίροι να δηλώνουν ότι δεν αποκλείουν μία διαβούλευση για το θέμα του μέλλοντος της Ευρωζώνης. Προσθέτει, δε, ότι κατά την άποψή του αποκλείεται να υπάρξει σημαντική πρόοδος ούτε στο πλαίσιο των συζητήσεων που έχουν προγραμματιστεί για σήμερα Πέμπτη.
Η SZ σημειώνει, επίσης, ότι αφορμή για την κριτική αυτή έδωσαν τα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των συμμετεχόντων στις διερευνητικές συνομιλίες σχετικά με τα θέματα της μελλοντικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Η εφημερίδα επικαλείται δισέλιδο έγγραφο που έχει στη διάθεσή της και το περιεχόμενο του οποίου εξαντλείται σε αυτονόητες διατυπώσεις και μάλιστα εν μέρει σηματοδοτεί μία επάνοδο σε εθνικούς όρους ή σε όσα περιείχε η σύμβαση για το σχηματισμό του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης – SPD το 2013. Όπως αναφέρει ειδικότερα το δημοσίευμα, στο εν λόγω έγγραφο επαναλαμβάνονται θέσεις περί διαμόρφωσης μίας ισχυρής και ενωμένης Ευρώπης και η υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων και αξιών σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Στη δεύτερη ενότητα επαναλαμβάνονται εδώ και χρόνια γνωστές θέσεις για την ενίσχυση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης προκειμένου να καταστεί η Ευρώπη οικονομικά πιο επιτυχής και να κατοχυρωθεί έναντι των κρίσεων.
«Βαθιές διαφορές»
Νωρίτερα την Πέμπτη, η Άνγκελα Μέρκελ παραδέχθηκε την ύπαρξη «βαθιών διαφορών» μεταξύ των συντηρητικών, των φιλελευθέρων και των οικολόγων που προσπαθούν να καταλήξουν σ' έναν συμβιβασμό για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία, κάτι που, αν δεν συμβεί, υπάρχει κίνδυνος να προκηρυχθούν πρόωρες βουλευτικές εκλογές.
Υπάρχουν «διαφορές, βαθιές διαφορές (...) είναι μια δύσκολη δουλειά», όμως «πιστεύω πως μπορούμε να επιτύχουμε, μπορεί να υπάρξει ένα θετικό αποτέλεσμα στο τέλος των σημερινών διαπραγματεύσεων», δήλωσε η Μέρκελ προς τους δημοσιογράφους πριν από την έναρξη της τελευταίας ημέρας των συνομιλιών, σχεδόν δύο μήνες μετά τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές που δεν έδωσαν κάποια προφανή πλειοψηφία.
Επειτα από εβδομάδες διαπραγματεύσεων που διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών και στιγματίστηκαν από αμοιβαίες δημόσιες διενέξεις και επιθέσεις, οι συντηρητικοί της Μέρκελ (CDU), οι Βαυαροί σύμμαχοί τους (CSU), οι φιλελεύθεροι του FDP και οι Πράσινοι δεν έχουν καταλήξει σε κάποια συμφωνία πάνω στα πιο επίμαχα θέματα.
Είτε πρόκειται για τη φορολογία στη Γερμανία, τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους στόχους για το κλίμα είτε για τη μεταναστευτική πολιτική, τα κόμματα υποστηρίζουν θέσεις που είναι συχνά διαμετρικά αντίθετες.
Η Μέρκελ, η οποία έχει στόχο μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία, έχει ορίσει για τις 16 Νοεμβρίου το τέλος των προκαταρκτικών συνομιλιών για την επίτευξη μιας κατ' αρχήν συμφωνίας για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης.
Αν καταφέρει να υπάρξει αυτή η κατ' αρχήν συμφωνία --και οι συνομιλίες θα μπορούσαν να παραταθούν αργά μέσα στην αποψινή νύκτα--, θα αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ενός «συμβολαίου συνασπισμού» με στόχο να σχηματισθεί το υπουργικό συμβούλιο και να καθορισθεί ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα για το τέλος της χρονιάς.
Σε περίπτωση αποτυχίας και καθώς δεν υπάρχει εναλλακτική πλειοψηφία στη βουλή, είναι πιθανό να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές μέσα στις ερχόμενες εβδομάδες.
Σ' ένα τέτοιο σενάριο, η παραμονή της Ανγκελας Μέρκελ ως επικεφαλής της πολιτικής οικογένειάς της κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι.