Χαμηλότερη κατά ένα τρίτο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους είναι η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης της GfK «Αγοραστική Δύναμη της Ευρώπης 2017».
Με μέση τιμή της τάξης των 9.433€ σε αγοραστική δύναμη ή διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο, η Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην Ευρωπαϊκή κατάταξη.
Αυτό είναι περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου και μικρή ονομαστική αύξηση +2,7 τοις εκατό σε σχέση με το προηγούμενο έτος (βάσει αναθεωρημένων τιμών).
Σύμφωνα με τη μελέτη της GfK «Αγοραστική Δύναμη της Ευρώπης 2017», το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ευρωπαίων για δαπάνες και αποταμίευση το 2017 ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 13.937€.
Το Λιχτενστάιν παρουσιάζει αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο ύψους 63.267€, ποσοστό κατά 350 τοις εκατό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με 42.142€ κατά κεφαλήν, η Ελβετία έρχεται στη δεύτερη θέση, με τους κατοίκους της να διαθέτουν περισσότερο από το τριπλάσιο μέσο διαθέσιμο Ευρωπαϊκό εισόδημα.
Συγκρίνοντας σε επίπεδο των Ελληνικών περιφερειών, οι κάτοικοι του Νοτίου Αιγαίου, έχουν την υψηλότερη αγοραστική δύναμη: με σχεδόν 12.496€ κατά κεφαλή, έχουν 32,5 τοις εκατό περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας, παραμένουν όμως ακόμα 10 τοις εκατό χαμηλότερα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι 3,78 εκατομμύρια κάτοικοι της Αττικής, κατέχουν τη 2η θέση ως προς την κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη: Με μέσο όρο 10.679€ κατά κεφαλή, έχουν 13 τοις εκατό περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας, αλλά 23 τοις εκατό χαμηλότερο από τη μέση Ευρωπαϊκή τιμή. Αυτό τους κατατάσσει περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Σλοβενίας (21η στην Ευρώπη).
Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η Δυτική Μακεδονία, με τους 1,88 εκατομμυρίων κατοίκους να έχουν μέσο όρο αγοραστικής δύναμης, 9.236€ ανά κάτοικο.
Η Δυτική Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία ανάμεσα στις 14 περιφέρειες με κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη 7.710€. Αυτό είναι 18 τοις εκατό χαμηλότερο από το μέσο όρο της χώρας.
Το 2017 στο σύνολό τους οι Ευρωπαίοι έχουν διαθέσει περίπου 9,4 τρισ. ευρώ για δαπάνες σε τρόφιμα, διαμονή, καθημερινά έξοδα, υπηρεσίες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, εισφορές σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστήρια συμβόλαια, διακοπές, μετακίνηση, και άλλες καταναλωτικές δαπάνες, αυξημένες κατά 1,9% σε σχέση με πέρυσι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης το διαθέσιμο καθαρό εισόδημα διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στις 42 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα: το Λιχτενστάιν, η Ελβετία και η Ισλανδία έχουν τη μεγαλύτερη μέση αγοραστική δύναμη, ενώ η Λευκορωσία, η Μολδαβία και η Ουκρανία παρουσιάζουν τα χαμηλότερα επίπεδα. Ειδικότερα η Ισλανδία έχει σημαντική αύξηση άνω του μέσου όρου, πάνω από 37%, ενώ χώρες όπως το Λιχτενστάιν και η Ελβετία παρουσιάζουν σταθερότητα.
Όπως φαίνεται από την κατάταξη, υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση ανά χώρα όσον αφορά στο διαθέσιμο ποσό των καταναλωτών για αγορές. Αρκετά υψηλότερα από τις υπόλοιπες χώρες, το Λιχτενστάιν παρουσιάζει αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο ύψους 63.267 ευρώ, ποσοστό κατά 350% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Με 42.142 ευρώ κατά κεφαλήν, η Ελβετία έρχεται στη δεύτερη θέση, με τους κατοίκους της να διαθέτουν περισσότερο από το τριπλάσιο μέσο διαθέσιμο ευρωπαϊκό εισόδημα. Και οι υπόλοιπες χώρες στην κατάταξη παρουσιάζουν αγοραστική δύναμη που υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 1,5 φορές ή και περισσότερο. Δεκαεπτά χώρες έχουν υψηλότερη από την μέση αγοραστική δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, η οποία μόλις υπερβαίνει τον μέσο όρο με 14.080 ευρώ ανά άτομο.
Αντιθέτως, 25 χώρες παρουσιάζουν αγοραστική δύναμη κάτω του μέσου όρου ανά κάτοικο. Στις λιγότερο εύπορες χώρες που εξετάζει η μελέτη, οι κάτοικοι διαθέτουν μόλις 949 ευρώ ανά άτομο και λιγότερο από 7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για παράδειγμα, η Ουκρανία διαθέτει μόλις το ένα εξηκοστό έκτο της αγοραστικής δύναμης ανά κάτοικο που διατίθεται από τους κατοίκους του Λιχτενστάιν.
Σύμφωνα με τη GfK, μικρές ανακατατάξεις σημειώθηκαν μεταξύ των 10 πρώτων χωρών σε σύγκριση με πέρυσι, κυρίως λόγω των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το Λουξεμβούργο και η Νορβηγία υποχώρησαν από μία θέση στην τέταρτη και πέμπτη αντίστοιχα, ενώ η Ισλανδία έφτασε την τρίτη θέση, δύο θέσεις υψηλότερα από το 2016. Εναλλαγή θέσεων παρουσίασαν η Γερμανία και η Σουηδία, με τη Γερμανία να βρίσκεται στην όγδοη θέση.