Ανάκαμψη, με αργά αλλά σταθερά βήματα, είναι το συμπέρασμα οικονομικής ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς για την πορεία της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, επισημαίνοντας όμως ότι παραμένουν οι προκλήσεις της οικονομίας.
Το σύστημα κλαδικής αξιολόγησης της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας που έχει αναπτύξει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί ένα βασικό εργαλείο στην προσπάθεια χαρτογράφησης του ελληνικού επιχειρηματικού τοπίου και ανάπτυξης αντίστοιχων στρατηγικών δράσεων τόνωσης και υποστήριξης του πιο υγιούς και δυναμικού τμήματος των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την επικαιροποίηση αυτού του συστήματος κλαδικής αξιολόγησης έρχονται να επιβεβαιώσουν και να ενισχύσουν τάσεις και ευρήματα προηγούμενων ετών.
Εν συντομία, το βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η τάση σταθεροποίησης των κλαδικών επιδόσεων που είχε καταγραφεί πέρυσι αποκτά μεγαλύτερη δυναμική καθώς ένας σημαντικός αριθμός κλάδων οικονομικής δραστηριότητας παρουσιάζει αισθητή βελτίωση των χρηματοοικονομικών επιδόσεών του.
Ενδεικτικό της θετικής δυναμικής της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας είναι ότι η μέση βαθμίδα αξιολόγησης ανέρχεται πλέον σε “a” από “b” πέρυσι και “c” την τριετία 2010-2012. Με βάση τα τελευταία στοιχεία, στην κατηγορία υψηλών επιδόσεων κατατάσσονται 32 κλάδοι (το 64% του συνόλου), με συνολικό κύκλο εργασιών €41,7 δισεκ., καθαρή κερδοφορία προ φόρων 1,8 δισεκ. και ίδια κεφάλαια ύψους €28,5 δισεκ.
Στην κατηγορία ικανοποιητικών επιδόσεων ανήκουν 7 κλάδοι (14% του συνόλου) με κύκλο εργασιών €4,1 δισεκ., καθαρά κέρδη προ φόρων €109,5 εκατ. και ίδια κεφάλαια €2,1 δισεκ. Στις μεσαίες επιδόσεις κατατάσσεται το 12% των κλάδων με πωλήσεις €2 δισεκ. και καθαρά κέρδη προ φόρων μόλις €15,1 εκατ. Τέλος, οι κλάδοι που υποαποδίδουν είναι 5 (το 10%) με πωλήσεις €742,2 εκατ. και καθαρές ζημιές €78,9 εκατ.
Ταυτόχρονα είναι ενδιαφέρον ότι τις καλύτερες επιδόσεις καταγράφουν «μη-παραδοσιακοί» κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή κλάδοι της μεταποίησης όπως της επισκευής και εγκατάστασης μηχανημάτων και εξοπλισμού (33), της παραγωγής βασικών μετάλλων (24) και της κατασκευής ηλεκτρολογικού εξοπλισμού (27), καθώς και κλάδοι των υπηρεσιών όπως του προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών (62+63) και των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (Ν-79).
Στον αντίποδα, οι χειρότερες επιδόσεις καταγράφονται σε κλάδους σχετικούς με την ιδιωτική κατανάλωση όπως οι κλάδοι της ψυχαγωγίας (Ρ), των μέσων μαζικής ενημέρωσης (59+60), της κατασκευής επίπλων (31) και των καπνικών προϊόντων (12).
Η θετική αυτή εικόνα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι μεν ένα αισιόδοξο μήνυμα, ωστόσο οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν σταματήσει. Η επιχειρηματικότητα φαίνεται πως έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης, αλλά και εκκαθάρισης και αναμένεται στην επόμενη μελέτη να εξεταστεί πως θα διαμορφωθεί η δυναμική που αναπτύσσεται.