Απαντήσεις για όλα έδωσε ο Γιώργος Κιμούλης, οκτώ μήνες μετά την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου του Κέντρου Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος.
Ο ηθοποιός μιλά όχι μόνο για το νέο του έργο, το «Μαυροπούλι» του Ντέιβιντ Χάροουερ, αλλά σχολιάζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας απογοητευμένος.
«Χάθηκε αυτή η ελπίδα. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη. Κάναμε λάθος λέγοντας ότι οι πολίτες ειχαν ατονήσει. Ότι έφεραν το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κι όλη αυτή η κίνηση με το ΟΧΙ απέδειξε ότι οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να ελπίζουν και γι’ αυτό επένδυσαν σ’ αυτή την ελπίδα πάρα πολλά. Τώρα φοβάμαι ότι η ελπίδα έχει χαθεί. Το μεγαλύτερο έγκλημα θα ήταν μια μόνιμη αδιαφορία των πολιτών», αναφέρει μεταξύ άλλων.
Ολόκληρη η συνέντευξη στο toc.gr:
- Γιατί επιλέξατε το «Μαυροπούλι» του Ντέιβιντ Χάροουερ (ένα έργο για δύο ρόλους) για να δώσετε φέτος το θεατρικό σας παρών στο ΄Αλμα; Πότε πρωτοδιαβάσατε το έργο και πότε αποφασίσατε ότι θα θέλατε να το ανεβάσετε στη σκηνή;
«Είδα την παράσταση πριν από 10 χρόνια στο Λονδίνο με τον Ρότζερ Αλαμ. Θεωρώ τον εαυτό μου πεισματάρη. Τελικά τα κατάφερα».
- Τι ήταν αυτό που σας έκανε εντύπωση στην παράσταση;
«Το θέμα του έργου. Πάντα έτσι αποφασίζω για τα έργα μου. Το θέμα στο "Μαυροπούλι" είναι αυτό το σκοτεινό τοπίο της περίφημης ερωτικής επιθυμίας. Ένα τοπίο που οι άνθρωποι το αποφεύγουν. Εχω την εντύπωση ότι την ερωτική επιθυμία, τη συζήτηση και την ανάλυση την αποφεύγουν γιατί έχει να κάνει κυρίως με την έλλειψη».
- Πως και μετά από ένα θίασο με περισσότερα πρόσωπα, όπως πέρσι στις «Επικίνδυνες σχέσεις», φέτος αποφασίσατε ένα «τανγκό για δυο» στη σκηνή του θεατρου ΄Αλμα;
«Απλώς έτυχε. Δεν αποφάσισα να είμαι με λιγότερους».
- Εσείς, λοιπόν, κι η Ανθή Σαββάκη επί σκηνής. Ένα τανγκό για δυο; Σκηνοθετείτε κι όλας…
«Ναι, και σκηνοθετώ μια νέα ηθοποιός. Η Ανθή τελείωσε τη δραματική σχολή τον Ιούλιο κι αυτή είναι ουσιαστικά η πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση. Είμαι περήφανος που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός τόσο δύσκολου ρόλου».
-Θα περίμενε κανείς από εσάς, έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη / καλλιτέχνη να συμπρωταγωνιστεί επί ίσοις όροις στη σκηνή…
«Μπορεί να δίνει χώρο στη νεώτερη γενιά. Δεν ευλογώ τα γένια μου. Απλά το οφείλουμε στη νεώτερη γενιά…»
- «Ανιχνεύει τα απόλυτα όρια της ηθικής, της σεξουαλικής επιθυμίας, του νοήματος του έρωτα, της επίδρασης που έχει το παρελθόν στο παρόν στις ανθρώπινες σχέσεις», αναφέρετε για το "Μαυροπούλι". Να περιμένουμε κάτι ακραίο επί σκηνής;
«Ναι, είναι ακραίο, σκληρό έργο με το χιούμορ που μπορεί να υπάρχει και στις πιο τραγικές καταστάσεις. Ασχολείται μ’ αυτές τις σκιές που πολλές φορές αποφεύγουμε. Υπάρχει ένα "ανάμεσα" στα πράγματα. Και το έργο ασχολείται μ’ αυτό το ανάμεσα. Ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο σωστό και το λάθος, στο θύτη και στο θύμα».
- Και ποιο είναι το story;
«'Ενας άντρας που είναι 60 χρονών δέχεται σε ένα γραφείο την επίσκεψη μια κοπέλας που είναι 26. Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι αυτοί οι δυο πριν από 15 χρόνια είχαν σχέση. Αυτός τότε ήταν 45 χρονών κι εκείνη 12… Σε πρώτο επίπεδο το έργο φαίνεται ότι ασχολείται με το θέμα της παιδοφιλίας. Αλλά καταλαβαίνουμε ότι οι γρήγορες απαντήσεις που δίνουμε σε θέματα που μας φοβίζουν δεν είναι τόσο εύκολο να τις δώσουμε».
- «Αν χαθεί το πάθος χάθηκες», είπατε σε πρόσφατη συνέντευξή σας. Είναι αλήθεια ότι το πάθος δεν έχει ηλικία κύριε Κιμούλη;
«Δυστυχώς το πάθος έχει ηλικία. Μ’ αυτό έκρουσα έναν κώδωνα κινδύνου στον ίδιο μου τον εαυτό. Καθώς περνούν τα χρόνια, μειώνεται το πάθος. Και πραγματικά αν χαθεί, χάθηκες. Θέλω να λέω στον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να χαθεί – με νύχια και με δόντια»
- «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μοναδική ελπίδα», είχατε πει εδώ στο στούντιο του TheTOC τον Φεβρουάριο του 2014. Μεσολάβησαν τριάμισι χρόνια από τότε μέχρι σήμερα. Πως θα σχολιάζατε σήμερα εκείνη σας την τοποθέτηση;
«Ότι χάθηκε αυτή η ελπίδα. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη. Κάναμε λάθος λέγοντας ότι οι πολίτες ειχαν ατονήσει. Ότι έφεραν το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κι όλη αυτή η κίνηση με το ΟΧΙ απέδειξε ότι οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να ελπίζουν και γι’ αυτό επένδυσαν σ’ αυτή την ελπίδα πάρα πολλά. Τώρα φοβάμαι ότι η ελπίδα έχει χαθεί. Το μεγαλύτερο έγκλημα θα ήταν μια μόνιμη αδιαφορία των πολιτών».
- Μεσολάβησαν πολλά όπως είπαμε και μεταξύ άλλων δυο – διορθώστε με αν κάνω λάθος – παραιτήσεις. Μετά την παραίτηση από μέλος της Επιτροπής Αναθεώρησης Συντάγματος...
«Α, όχι, όχι... Ξέρετε εγώ στάθηκα δίπλα στο ΣΥΡΙΖΑ γιατί πίστευα ότι ήταν η μοναδική λύση τότε. Και πιστεύω ότι σωστά έκανα. Δεν το έκανα για να αναλάβω κάποια δημόσια θέση. Κι αυτό έχει αποδειχτεί. Ημουν δίπλα χωρίς να πάρω κάποια δημόσια θέση. Αυτή η Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος – που παρατήθηκα – δε ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ο διαμεσοαβητής μεταξύ βουλευτών και πολιτών».
- Σας έχει απογοητεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
«Μόνο εμένα; Εδώ έχε απογοητεύσει τον ίδιο ΣΥΡΙΖΑ…»
- Κι η παραίτηση από τη θέση του Προέδρου του ΚΠΙΣΝ κύριε Κιμούλη;
«Δεν είναι δημόσια θέση αυτή. Το ΚΠΙΣΝ δεν είναι δημόσιος οργανισμός παρά μόνο στα χαρτιά. Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι θα με δεχόντουσαν σαν πρόεδρο αν δεν συμφωνούσε το ΄Ιδρυμα; Αλλωστε εγώ θα πληρωνόμουν από το Ιδρυμα. Αλλωστε αυτή τη στιγμή το κράτος δεν δίνει ούτε ένα ευρώ στο ΚΠΙΣΝ παρά τη σύμβαση που έχει υπογραφεί».
- Αρα υπήρξε μια κακή συνεννόηση μεταξύ κυβέρνησης και Ιδρύματος;
«Δεν ξέρω αν ήταν κακή συνεννόηση. Πάντως ήταν συνεννόηση. Εμένα βασική μου θέση είναι ότι ο Πολιτισμός είναι δημόσιο αγαθό. Και μ’ αυτή τη λογική πήγα. Οταν κατάλαβα ότι κανένας δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό, έφυγα. Ξέρετε, δεν είναι εύκολο, ιδίως στις μέρες μας, να πετάς 60.000 ευρώ το χρόνο επειδή κάποια πράγματα είναι ενάντια στην ιδεολογία σου. Αλλά τι να κάνουμε; Ο καθείς κι ο αξιακός του χώρος».
- Πως σχολιάζετε το γεγονός ότι η θέση του Προέδρου του ΚΠΙΣΝ χηρεύει ακόμα;
«Μπορεί να μην τον είχαν ανάγκη τον Πρόεδρο. Αφού το Προεδρείο είναι αλλού».
- Και τις 17 ημέρες που βρεθήκατε σ’ αυτή τη θέση δεν εγκαταλείψατε το θέατρο. Δε θα το εγκαταλείπατε για καμία θέση κύριε Κιμούλη;
«Όχι, ξέρετε θέλω να πιστεύω ότι είναι αυτό που λέμε: 90 χρονών θα περπατώ, 100 θα φτάσω, τότε θα αποφασίσω αν θα γεράσω. Και κάποιος που είναι σ’ ένα γραφείο κινδυνεύει να γεράσει γρήγορα. Προτιμώ να είμαι πάνω στη σκηνή, να έρχομαι εδώ και να λέμε γι’ αυτά που κάνω πάνω στη σκηνή».