«Το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρό τους», διαπιστώνει μεταξύ άλλων η έκθεση της Επιτροπής για την παρακολούθηση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στην ΕΕ το 2017, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις Βρυξέλλες.
Η έκθεση δείχνει ότι τα κράτη- μέλη έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς την επίτευξη των περισσότερων από τους βασικούς στόχους της ΕΕ για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και ότι τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα γίνονται συνεχώς αποτελεσματικότερα και με λιγότερους αποκλεισμούς. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την επίτευξη της ισότητας στην εκπαίδευση.
«Η ανισότητα εξακολουθεί να στερεί από πάρα πολλούς Ευρωπαίους την ευκαιρία να έχουν μια όσο το δυνατόν καλύτερη ζωή. Αποτελεί επίσης απειλή για την κοινωνική συνοχή, τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία», ανέφερε ο επίτροπος για την Εκπαίδευση, τον Πολιτισμό και τη Νεολαία, Τίμπορ Νάβρατσιτς. Ο επίτροπος τόνισε ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα διαιωνίζουν την ανισότητα όταν δεν μεριμνούν για όσους προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα και όταν η κοινωνική θέση των γονέων καθορίζει τις εκπαιδευτικές επιδόσεις μεταφέροντας τη φτώχεια και τις μειωμένες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας από τη μια γενιά στην επόμενη.
Τα στοιχεία της έκθεσης δείχνουν ότι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση επηρεάζει τις επιδόσεις των μαθητών: το 2016, το 33,8% των μαθητών από τα περισσότερο μειονεκτούντα κοινωνικοοικονομικά στρώματα σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τους μαθητές που είναι περισσότερο προνομιούχοι, για τους οποίους ο αριθμός αυτός είναι μόλις 7,6%.
Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα άτομα που γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ. «Οι νέοι που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουν κακές επιδόσεις στο σχολείο και να εγκαταλείψουν πρόωρα τη σχολική εκπαίδευση», αναφέρει η έκθεση. Το 2016, το 33,9% των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών που ζουν στην ΕΕ αλλά έχουν γεννηθεί εκτός αυτής είναι άτομα χαμηλής εξειδίκευσης (καθώς έχουν ολοκληρώσει την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή χαμηλότερη), σε σύγκριση με μόλις 14,8% για την αντίστοιχη ηλικιακή ομάδα που γεννήθηκε στην ΕΕ. Το 2016, τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων με χαμηλή εκπαίδευση που δεν γεννήθηκαν στην ΕΕ καταγράφονται στην Ιταλία (56,0%), στην Ελλάδα (55,4%) και στην Ισπανία (45,9%).
Ειδικότερα, για την Ελλάδα η έκθεση της Επιτροπής αναφέρει ότι το ποσοστό των ατόμων με χαμηλή επίδοση στην επιστήμη, τα μαθηματικά και στην ανάγνωση, όπως το μετράει η διεθνής αξιολόγηση του ΟΟΣΑ (PISA) το 2015, είναι υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και κυρίως είναι υψηλό στους μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο. «Η Ελλάδα κάνει σημαντικές προσπάθειες για την παροχή εκπαίδευσης στα παιδιά των προσφύγων, όμως παραμένουν πολλές προκλήσεις σχετικά με την ενσωμάτωσή τους στην γενική παιδεία», αναφέρει η έκθεση, η οποία επισημαίνει ταυτόχρονα ότι «το φύλο και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση επηρεάζουν σημαντικά την απόδοση των μαθητών στην Ελλάδα». Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, ότι η συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι υψηλή, αλλά ο δείκτης απασχόλησης των νέων αποφοίτων παραμένει χαμηλός, οδηγώντας σε σημαντική εκροή των ατόμων με υψηλή εξειδίκευση. «Τα νέα μέτρα πολιτικής στοχεύουν στην ενίσχυση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης, όμως οι προσπάθειες για μεγαλύτερη αυτονομία και αποτελεσματικότητα φαίνονται ανεπαρκείς», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Εξάλλου, οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκονται σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με στοιχεία του 2015, οι δαπάνες για την παιδεία στην Ελλάδα ήταν στο 4.3% του ΑΕΠ και μαζί με την Ιταλία (4% του ΑΕΠ) και τη Ρουμανία (3,1%) είναι οι τρεις χαμηλότερες στην ΕΕ.
Ως ποσοστό του συνόλου των δημόσιων δαπανών, οι δαπάνες στην παιδεία το 2015 ήταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ στο 10,3%. Στην Ελλάδα καταγράφηκε το χαμηλότερο επίπεδο (7,8%) και ακολουθούν η Ιταλία (7,9%) και η Ρουμανία (8,6%).
Τέλος, η έκθεση της Επιτροπής αναφέρεται στην έρευνα PISA 2009-2012, σχετικά με το ποσοστό των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που καταφεύγουν σε φροντιστήρια ή σε ιδιαίτερα μαθήματα. Το υψηλότερο ποσοστό μαθητών που καταφεύγουν σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα καταγράφεται στην Ελλάδα (43%), στην Ισπανία (33%), στην Πολωνία 32% και στη Βουλγαρία (31%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Δανία και στη Φιλανδία (5%) και στη Σουηδία (7%).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ