«Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμ πριν από ένα χρόνο ήταν έκπληξη για μένα, αλλά όχι μια μεγάλη έκπληξη», γράφει σε άρθρο του ο Νόαμ Τσόμσκι.
«Τα δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα μετακινήθηκαν σαφώς προς τα δεξιά στη διάρκεια της πολυετούς νεοφιλελεύθερης επίθεσης εναντίον του πληθυσμού.
Οι Δημοκρατικοί είναι λίγο-πολύ αυτό που λέγαμε παλιά «μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί». Και οι Ρεπουμπλικανοί έχουν εξέλθει από το παραδοσιακό κοινοβουλευτικό πλαίσιο.
Η πολιτική τους είναι τόσο αντιδραστική, που για να αποσπάσουν ψήφους πρέπει να απευθυνθούν σε στρώματα του πληθυσμού τα οποία πάντα υπήρχαν, αλλά σπανίως κινητοποιούνταν ως πολιτική δύναμη: Ευαγγελικούς χριστιανούς, λευκούς ρατσιστές, ριζοσπάστες εθνικιστές, οι οποίοι είχαν πληγεί στα νεοφιλελεύθερα χρόνια.
Η πλειοψηφία των εργαζομένων είχε πληγεί με τη σειρά της μια γενιά νωρίτερα, ως αποτέλεσμα μιας θεαματικής συσσώρευσης του πλούτου.
Για πολλά χρόνια, κάθε υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών που προσπαθούσε να πει κάτι διαφορετικό συντριβόταν από το σύστημα, το οποίο επέβαλλε τον άνθρωπό του. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο Μιτ Ρόμνεϊ. Το 2016, όμως, αυτός ο φανταχτερός απατεώνας με τα πορτοκαλί μαλλιά αποδείχθηκε πιο πονηρός από αυτούς.
Αν το αφήσουμε πάντως αυτό στην άκρη, δεν είναι περίεργο που ένας δισεκατομμυριούχος με μεγάλα οικονομικά και δημοσιογραφικά στηρίγματα εξελέγη πρόεδρος.
Η μεγάλη έκπληξη του 2016 ήταν η εντυπωσιακή επιτυχία της εκστρατείας του Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος έσπασε μια μακρά παράδοση της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας, καθώς ήταν άγνωστος, δηλωμένος «σοσιαλιστής», χωρίς οικονομικά και δημοσιογραφικά στηρίγματα.
Ενα περίεργο πρόσωπο στον Λευκό Οίκο κινεί τα πιόνια του
Το σχήμα που παρακολουθούμε σήμερα είναι αρκετά σαφές, είτε είναι συνειδητό είτε είναι αποτέλεσμα προσωπικών ιδιοτροπιών. Και εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα.
Στο πρώτο επίπεδο έχουμε αυτό το περίεργο πρόσωπο στον Λευκό Οίκο, που κινεί τα πιόνια του μονοπωλώντας καθημερινά τους μεγάλους τίτλους.
Η τεχνική του, την οποία χειρίζεται άψογα, συνίσταται στο να κάνει όλο και πιο εκκεντρικές δηλώσεις. Κι όσο οι αναλυτές χάνουν τον καιρό τους ψάχνοντας τα ψέματα που λέει, εκείνος περνά στην επόμενη δήλωση, κι όλος ο κόσμος έχει ξεχάσει την προηγούμενη.
Την ίδια στιγμή, ικανοποιεί τους πιστούς οπαδούς του κοροϊδεύοντας το κατεστημένο, το οποίο εκείνοι περιφρονούν, και συχνά έχουν δίκιο.
Σε δεύτερο επίπεδο, η πιο ακραία πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, της οποίας ηγείται ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν, επωφελείται για να ικανοποιεί τα συμφέροντα των υποστηρικτών της, δηλαδή των πλουσίων και των ισχυρών επιχειρήσεων, διαλύοντας κομμάτι-κομμάτι το ομοσπονδιακό κράτος που πρέπει να ικανοποιεί τα συμφέροντα του πληθυσμού.
Ελκυστικό το σύνθημά του: Να κάνουμε πάλι την Αμερική μεγάλη
Το σύνθημα του Τραμπ «να κάνουμε πάλι την Αμερική μεγάλη» είναι ελκυστικό σε ορισμένα στρώματα του πληθυσμού, που περιλαμβάνουν κυρίως άνδρες μεσαίων εισοδημάτων, μικροαστούς, λευκούς, κατοίκους της υπαίθρου ή των μικρών βιομηχανικών πόλεων που ζημιώθηκαν από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, κοινωνικά συντηρητικούς και πολύ θρήσκους.
Ο Τραμπ αντλεί επίσης δύναμη από ένα κομμάτι της εργατικής τάξης, που ψήφισαν Ομπάμα γιατί πίστεψαν στα μηνύματά του για ελπίδα και αλλαγή, αλλά απογοητεύτηκαν τόσο πολύ στη συνέχεια που στράφηκαν στον χειρότερο ταξικό του εχθρό.
Οι οπαδοί του Τραμπ έχουν την τάση να κοιτάζουν προς το παρελθόν, προς τους γονείς τους και τους προπάππους τους που εργάζονταν σκληρά, βέβαιοι ότι η επόμενη γενιά θα ζούσε καλύτερα.
Η τελευταία γενιά, όμως, έχει βαλτώσει. Και σε τέτοιες συνθήκες είναι εύκολο να αναζητεί κανείς αποδιοπομπαίους τράγους, όπως εκείνη η welfare queen (βασίλισσα των επιδομάτων) στην οποία αναφερόταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Άλλοτε, αποδιοπομπαίος τράγος ήταν οι μαύροι, σήμερα είναι οι Μεξικανοί.
-Οργισμένο πλήθος ψηφίζει εναντίον των συμφερόντων του
Στη μεταπολεμική Αμερική, όπως και σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, υπήρξαν δύο σημαντικές κοινωνικο-οικονομικές περίοδοι.
Η πρώτη περίοδος, τη δεκαετία του ’70, χαρακτηρίστηκε από την ανάπτυξη ενός ελεγχόμενου καπιταλισμού και οδήγησε σε σημαντικά κέρδη για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ακολούθησε η νεοφιλελεύθερη αντίδραση, που οδήγησε στη στασιμότητα, και στη συνέχεια την παρακμή της πλειοψηφίας, ενώ την ίδια στιγμή αναπτύσσονταν ταχύτατα και επικίνδυνα οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί και συσσωρευόταν ο πλούτος σε λίγα χέρια.
Η οργή του πληθυσμού που ψηφίζει εναντίον των συμφερόντων του είναι λοιπόν κατανοητή. Παρ’όλα αυτά, χωρίς τις μηχανορραφίες του Δημοκρατικού Κόμματος ο Μπέρνι Σάντερς θα είχε πιθανότατα κερδίσει το χρίσμα. Και θα αποδεικνυόταν ότι, σε τελική ανάλυση, ένα κομμάτι του πληθυσμού ψηφίζει με βάση τα συμφέροντά του.
Εκμεταλλεύτηκε τον ρατσισμό
Το φυλετικό ζήτημα είναι πάντα κρίσιμο στην Αμερική. Το ποσοστό των λευκών εργαζομένων μειώνεται, και σύμφωνα με ορισμένους δείκτες οι λευκοί θα αποτελούν σύντομα μειοψηφία στον πληθυσμό. Η εκλογή ενός μιγάδα προέδρου εξόργισε ένα μέρος της χώρας.
Ο Τραμπ κέρδισε υποστηρίζοντας το εξωφρενικό ψέμα ότι ο Ομπάμα δεν γεννήθηκε στην Αμερική, αλλά ενδεχομένως στην Κένυα ή κάπου αλλού. Ενας από τους λόγους που τόσο πολλοί μισούν το Obamacare είναι ότι το συνδέουν με έναν άνθρωπο που πολλοί θεωρούν μαύρο αποστάτη και, ακόμη χειρότερα, μουσουλμάνο!
Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον ρατσισμό, νομιμοποίησε αυτές τις επικίνδυνες ιδέες και απειλεί ευθέως όχι μόνο τον πολιτισμένο και έλλογο πολιτικό λόγο, αλλά κυρίως τα θεμελιώδη δικαιώματα και, φυσικά, τα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού.
Αυτοί που κερδίζουν από την προεδρία Τραμπ είναι το πιο ακραίο κομμάτι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι πλούσιοι και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη μάχη κατά της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής.
Ακυρώνοντας τους νόμους που προστατεύουν το περιβάλλον, απαγορεύοντας τις έρευνες γι’αυτή την απειλή, η κυβέρνηση αυτή οδηγεί το ανθρώπινο γένος προς την καταστροφή, στο όνομα βραχυπρόθεσμων οικονομικών συμφερόντων. Και υπάρχει βέβαια πάντα ο κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου…
Την ίδια στιγμή, οι Δημοκρατικοί συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε περιθωριακά ζητήματα, όπως η ρωσική παρέμβαση στις εκλογές.
Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μετρηθούν τα αποτελέσματα αυτής της παρέμβασης. Και σε κάθε περίπτωση, είναι μικρότερης σημασίας από τα αποτελέσματα της παρέμβασης των πλουσίων και του ιδιωτικού τομέα.
Για να μη μιλήσουμε για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ιστορία, και τις συχνές παρεμβάσεις τους στις πολιτικές διαδικασίες άλλων χωρών…
(*) Ο Νόαμ Τσόμσκι, πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας, φιλόσοφος, ακτιβιστής και ομότιμος καθηγητής στο ΜΙΤ, εξακολουθεί να είναι στα 88 του χρόνια ένας παθιασμένος παρατηρητής της αμερικανικής ζωής
(Πηγή: συνέντευξη στην εφημερίδα Libération) ΑΠΕ-ΜΠΕ