Η Ελλάδα είναι η χώρα με τον μικρότερο ρυθμό αποταμίευσης μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως αναφέρει η Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την οικονομία.
Στο τέλος του 2007, λίγο πριν αρχίσει η κρίση, τα ελληνικά νοικοκυριά αποταμίευαν το 6,5% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους ενώ σήμερα ο ρυθμός αποταμίευσης είναι αρνητικός και διαμορφώνεται περίπου στο -9,7% με αποτέλεσμα να κατατάσσεται στην τελευταία θέση.
Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η συνολική ροή αποταμιευτικών πόρων στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 9% του ΑΕΠ (λόγος κινητών αθροισμάτων 4 τριμήνων) το 2ο τρίμηνο 2017.
Όπως αναφέρει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, ο εν λόγω ρυθμός αποταμίευσης είναι ο μικρότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 κρατών μελών (ΕΕ-28).
Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ιρλανδία με 35,5% και ακολουθούν η Σουηδία με 30,3%, η Μάλτα με 30,2%, η Ολλανδία με 29,4%, η Δανία με 28,8% και η Γερμανία με 27,4%.
Εκτός της ελληνικής οικονομίας, άλλες χώρες με σχετικά χαμηλούς ρυθμούς αποταμίευσης είναι η Κύπρος με 10,6%, το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) με 14%, η Πορτογαλία με 16% και η Λιθουανία με 17%. Τέλος, για το σύνολο της Ευρωζώνης και της ΕΕ-28, η συνολική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 23,9% και στο 22,6% αντίστοιχα το 2ο τρίμηνο 2017.
Ποια ήταν η συνεισφορά των επιμέρους θεσμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας στον διαμορφωθέντα συνολικό ρυθμό αποταμίευσης το 2ο τρίμηνο 2017; Από το σύνολο των 9 ποσοστιαίων μονάδων (ΠΜ) του ΑΕΠ (€16 δισ.), οι 8,8 ΠΜ (€15,5 δισ.) προήλθαν από τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, οι 4,1 ΠΜ (€7,3 δισ.) από τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και οι 2,7 ΠΜ (€4,8 δισ.) από τη γενική κυβέρνηση.
Ο θεσμικός τομέας των νοικοκυριών είχε αρνητική συνεισφορά της τάξης των -6,6 ΠΜ (-€11,6 δισ.).
Η αρνητική αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών (καταναλωτική δαπάνη > ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα) αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίο ο συνολικός ρυθμός αποταμίευσης της ελληνικής οικονομίας είναι ο μικρότερος ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28.
Σχολιάζοντας τον ρυθμό αποταμίευσης (% επί του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος) των νοικοκυριών για τις οικονομίες της Ευρωζώνης, της Ιρλανδίας, της Ελλάδος, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από το 2003 μέχρι σήμερα, η τράπεζα παρατηρεί τα εξής:
- Στο τέλος του 2007, δηλαδή λίγο πριν ξεκινήσει η ελληνική μεγάλη ύφεση (the Greek Great Depression), ο ρυθμός αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών ήταν στο 6,5% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους. Το εν λόγω ποσοστό ήταν πολύ κοντά στα αντίστοιχα μεγέθη των χωρών της Ισπανίας (5,9%), της Ιρλανδίας (6,2%) και της Πορτογαλίας (7,0%).
- Από τα μέσα του 2009 και έπειτα, ο ρυθμός αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών ακολούθησε μια εντόνως καθοδική πορεία (με βραχυχρόνιες αποκλίσεις προς τα πάνω), με αποτέλεσμα τη μεγάλη απόκλισή του από τα αντίστοιχα μεγέθη των προαναφερθέντων (και όχι μόνο) χωρών της Ευρωζώνης.
- Για παράδειγμα, το 2ο τρίμηνο 2017 ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία διαμορφώθηκε στο -9,7%, 8,3%, 6,5% και 5,2% αντίστοιχα
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει οριακά αρνητικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών [η πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Οκτώβριος 2017) είναι στο -0,2% για το 2017], το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης που τη χαρακτηρίζει αντικατοπτρίζεται στο αντίστοιχα χαμηλό εγχώριο ποσοστό επένδυσης.
Εν παραδείγματι, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα ήταν στο 11,5% του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο 2017. Τα αντίστοιχα μεγέθη των οικονομιών της Ευρωζώνης, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν της τάξης του 20,7%, 31,5%, 20,2% και 16,0%.
Αποδεικνύεται, καταλήγει η τράπεζα, ότι στη μακροχρόνια περίοδο η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από ένα μονοπάτι στασιμότητας σε ένα βιώσιμο μονοπάτι μεγέθυνσης με ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και με αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων (ως ποσοστού του ΑΕΠ) προϋποθέτει την ενίσχυση της ροής των εθνικών αποταμιευτικών πόρων.