Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, ο Αντώνης Κάντας μίλησε για όλα.
Ο Έλληνας αξιωματικός εν αποστρατεία, που διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών του υπουργείου Εθνικής Αμύνης μεταξύ 1997 και 2002 και έχει καταδικαστεί για διαφθορά σε συνάρτηση με τις μίζες στα εξοπλιστικά, μίλησε για τις μίζες στα εξοπλιστικά προγράμματα, τον ρόλο που έπαιξε ο ίδιος, αλλά και το «ελληνικό σύστημα» το οποίο ευνοεί όσους εθελοτυφλούν.
«Ο Κάντας θέλει να μιλήσει επειδή πιστεύει ότι έχει αδικηθεί. Είναι όμως σαφές ότι ο ίδιος δεν είναι αθώος. Ο Αντώνης Κάντας καταδικάστηκε λόγω διαφθοράς. Η υπόθεση αφορά όπλα, εξοπλιστικές εταιρίες από τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, τη Σουηδία. Ο Κάντας είναι ελεύθερος επειδή στην πρώτη δίκη εναντίον του δεν υπάρχει ακόμη τελεσίδικη απόφαση. Αρκετές φορές την εβδομάδα κάθεται στον εδώλιο του κατηγορουμένου. Τόσες συμφωνίες για αγοραπωλησίες όπλων πέρασαν πάνω από το γραφείο του, τόσα χρήματα, χρήματα για τον Κάντα, για την υπογραφή του, για τη σιωπή του. Χρήματα δόθηκαν και για άλλους. Αλλά ο Κάντας μίλησε. Αυτή είναι η διαφορά» αναφέρει η γερμανική εφημερίδα.
Αναφερόμενος στην εποχή που ανέλαβε αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, με διευθυντή τότε τον Γιάννη Σμπώκο και προϊστάμενο αμφότερων τον τότε υπουργό Άκη Τσοχατζόπουλο, ο κ. Κάντας υποστηρίζει ότι τότε δεν γνώριζε καν τον τότε υπ. Αμύνης. Ο Τσοχατζόπουλος ήθελε όμως τον Κάντα επειδή ο τελευταίος θεωρείτο οργανωτικό δαιμόνιο. Την εποχή εκείνη ο Κάντας ήταν ακόμη αφελής, λέει ο ίδιος. «Δεν αποφάσιζα τίποτα μόνος μου, αλλά μπορούσα να σχολιάζω τις προτάσεις των εταιριών και κάθε αγορά που έφτανε στον γενικό διευθυντή περνούσε από το γραφείο μου».
Όπως αναφέρει η SZ «αυτό το γνώριζαν βέβαια και οι εκπρόσωποι των εξοπλιστικών. «Δεν ζήτησα ποτέ χρήματα» λέει ο Κάντας. «Μου τα προσέφεραν». Γιατί τα δεχόταν; «Σου τα προσφέρουν και όταν υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης τότε τα παίρνεις. Γνωρίζω ότι ήταν λάθος, αλλά έτσι ήταν», λέει σήμερα.
Έχει τύψεις επειδή το ελληνικό δημόσιο έπρεπε να ξοδεύει τόσα χρήματα για τα εξοπλιστικά προγράμματα; «Οχι, όλα συμπεριλαμβάνονταν ήδη στην τιμή». Επιπλέον: «Αγοράζαμε πάντα τα καλύτερα. Όχι κακής ποιότητας συστήματα. Ήμουν αξιωματικός, ήξερα τι είναι καλό και τι όχι», εξηγεί.
Ο Αντώνης Κάντας αναφέρει και ένα συγκεκριμένο παράδειγμα από την εποχή του Γιάννου Παπαντωνίου, όταν αυτός διαδέχθηκε τον Τσοχατζόπουλο. Ο Κάντας φέρεται να είπε στον νέο υπουργό: «Δεν χρειαζόμαστε τα τεθωρακισμένα Leopard 2. Για τα προβλήματα στο ανατολικό Αιγαίο δεν χρειαζόμαστε τεθωρακισμένα, δεν χρειαζόμαστε τεθωρακισμένα στα νησιά».
Είπε επίσης στον υπουργό ότι εκείνο το διάστημα οι Ολλανδοί πουλούσαν παλιά τεθωρακισμένα, τα οποία θα μπορούσε να αγοράσει σε καλή τιμή η Ελλάδα. Και ο υπουργός απάντησε: «Η αεροπορία έχει ήδη νέα αεροσκάφη, το ναυτικό έχει υποβρύχια, συνεπώς θα πρέπει να κάνει ένα δώρο και στο πεζικό». Αυτό ήταν το 2001.
Ο Κάντας λέει ότι λίγο μετά του τηλεφώνησε ο εκπρόσωπος της γερμανικής «Krauss-Maffei Wegmann». «Ήθελε να με επισκεφτεί στο γραφείο μου». Όταν έφυγε άφησε εκεί μια τσάντα. ‘Έτρεξε πίσω του λέγοντας: «Ξέχασες κάτι». Αλλά μου είπε: «Είναι για σένα». Ο Κάντας άνοιξε την τσάντα. Μέσα ήταν 800.000 ευρώ. Αυτό ήταν στις αρχές του 2002. Ο Κάντας δεν εξέφραζε πια τις αμφιβολίες του για την αγορά των τεθωρακισμένων. Η Ελλάδα αγόρασε 170 Leopard 2, αξίας 1,7 δις ευρώ. Όπως επίσης γαλλικά Mirage, ρωσικά φορτηγά πλοία, σουηδικά ραντάρ, γερμανικά οβιδοβόλα. Πάντα ο Κάντας έπαιρνε λεφτά.
Γιατί όμως ο Κάντας έφτασε στο σημείο να έχει πάρει 11,4 εκατομμύρια ευρώ σε μια πενταετία όταν ισχυρίζεται ότι ουσιαστικά δεν αποφάσιζε ο ίδιος για τις αγορές; «’Η μοναδική υπηρεσία που μπορούσα να προσφέρω ήταν να μην προκαλώ καθυστερήσεις, να μην θέτω δύσκολα ερωτήματα και να μην κάνω πολλές σημειώσεις πάνω στα χαρτιά» λέει σήμερα.
Γιατί όμως το κάνει κανείς αυτό, από απληστία; «Δεχόμουν δώρα και η λογική υπαγορεύει ότι εκείνοι που λάμβαναν τις αποφάσεις έπαιρναν πολλά περισσότερα», λέει ο Κάντας, προσθέτοντας όμως ότι τα χρήματα αυτά έγιναν η φυλακή του: «Είχα ένα τεράστιο πρόβλημα. Εξαρτιόμουν από τα χρήματα αυτά, ήμουν όμηρος των χρημάτων, δεν μπορούσα να τα κάνω τίποτα». Δεν μπορούσε να αγοράζει ακίνητα, όπως ο υπουργός Τσοχατζόπουλος. «Η γυναίκα και ο γιός μου δεν γνώριζαν τίποτα για τα λεφτά αυτά. Τα έκρυβα, διότι είχα μια κανονική ζωή'. […] Ζούσα όπως οι φίλοι μου, δεν μπορούσα ξαφνικά να αλλάξω τρόπο ζωής» προσθέτει στη συνέντευξη.
Το ότι αποκαλύφθηκε τελικά η δράση του και ο ρόλος στις μίζες με τα εξοπλιστικά οφείλεται σε μια «τρελή σύμπτωση», γράφει η γερμανική εφημερίδα . «Ο Ελβετός δικηγόρος που βοηθούσε τον Κάντα (να μεταφέρει τα χρήματά του σε λογαριασμούς του εξωτερικού) βοηθούσε και ανθρώπους της Siemens και μια φορά επειδή βιαζόταν, χρησιμοποίησε χρήματα που του έδωσε ο Κάντας για άλλο σκοπό και στη συνέχεια έπρεπε να επιστρέψει χρήματα από το ταμείο της Siemens στον Κάντα. Με τον τρόπο αυτό το όνομα του Κάντα ενεπλάκη αίφνης σε ένα σύστημα πληρωμών που υπέπεσε στην αντίληψη των ανακριτών. Τότε ξεσκεπάστηκε. Έντεκα χρόνια μετά την αποχώρησή του από το υπουργείο. Έντεκα χρόνια κατά τα οποία έκρυβε χρήματα. Ο Κάντας συνελήφθη στις 13 Δεκεμβρίου του 2013. Αποφάσισε να μιλήσει για όλα. Κατέθετε επί πέντε ημέρες». Και όχι μόνον. Ο Κάντας επέστρεψε στο ελληνικό δημόσιο το σύνολο των 11,4 εκατομμυρίων που είχε λάβει ως μίζες.
Μολονότι όμως ο ειδικός ανακριτής του είχε υποσχεθεί ότι εάν συνεργαζόταν θα αντιμετώπιζε μόνον μια δίκη και σε όλες τις υπόλοιπες θα ήταν μάρτυρας κατηγορίας, εντέλει είναι κατηγορούμενος για κάθε μεμονωμένη υπόθεση για την οποία έχει παραδεχθεί την ενοχή του, ακόμη και για εκείνες τις αγορές εξοπλιστικών που απλώς φέρουν την υπογραφή του. Προφανώς ήταν μια πολιτική απόφαση, γράφει η SZ, σχολιάζοντας τη δικαιολoγία του ανακριτή (προς τον Κάντα) ότι δεν γινόταν διαφορετικά. Ο ίδιος ο Κάντας λέει σήμερα ότι η κυβέρνηση τον παρουσίασε σαν «τρόπαιο της πολιτικής κατά της διαφθοράς». Άλλοι, το ίδιο ένοχοι, τον κορόιδευαν λέγοντας ότι ήταν αυτός που μίλησε. «Ο ίδιος πιστεύει ότι κανένας άλλος δεν ακολούθησε το παράδειγμά του επειδή, όπως λέει, τον μεταχειρίστηκαν «χειρότερα από τον χειρότερο εγκληματία».
Παρά ταύτα ο ίδιος δεν μετανιώνει που αποφάσισε να μιλήσει και να προχωρήσει στις αποκαλύψεις. Θα έκανε το ίδιο σήμερα αν ήξερε τι τον περίμενε; «Ναι, λέει, ποτέ στη ζωή μου δεν αισθανόμουν τόσο ελεύθερος. Ξέρω ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν μόνο καλύτερα. Μια ζωή θα δικάζομαι ή θα πεθάνω στη φυλακή. Αλλά θα πεθάνω ελεύθερος στη φυλακή. Αισθάνομαι καλά και δεν φοβάμαι».
Ο Κάντας πιστεύει ότι η διαφθορά είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα στην Ελλάδα και πως ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν αρκετοί έλεγχοι. «Κάθε χρόνο χάνουμε δις». Ανεξαρτήτως του ποιος είναι στην κυβέρνηση; ρωτά η εφημερίδα. «Αυτό δεν παίζει ρόλο» απαντά ο Κάντας. «Η διαφθορά είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για εμάς, η χώρα δεν μπορεί να ανακάμψει. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να το καταλάβει αυτό».
Πηγή: SZ, Deutsche Welle, ΑΠΕ-ΜΠΕ