Σε προειδοποιήσεις για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας προχώρησε ενώπιον της επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, που τόνισε ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 δεν θα έρθει η «αρχή ενός μήνα του μέλιτος» ενώ παράλληλα υπενθύμισε ότι η έξοδος από το πρόγραμμα δεν συνεπάγεται έξοδο από την επιτήρηση.
Αναφερόμενος στο κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργείται για το πέρας του μνημονίου τον ερχόμενο Αύγουστο, ο επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού που εδρεύει στη βουλή κάλεσε την κυβέρνηση να μην δημιουργεί υψηλές προσδοκίες. «Εγώ αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τον όρο καθαρή έξοδο, διότι δεν υπάρχει έξοδος από κάθε επιτήρηση» τόνισε χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας ότι θα υπάρχει κάποιας μορφής επιτήρηση αλλά δεν θα είναι τόσο ασφυκτική όσο σήμερα. «Ομως, θα υπάρχει» είπε ο ίδιος.
Εσπευσε δε, να διευκρινίσει ότι η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος και υψηλότερο επιτόκιο. Το μέγεθος αυτού του επιτοκίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και των ευρωπαϊκών θεσμών μέσω, κυρίως, της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους.
«Προφανώς, πολλά θα εξαρτηθούν από το αν ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση και από την ικανότητα της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να διευρύνει τον λεγόμενο δημοσιονομικό χώρο. Η επιτυχής, δε, διαπραγμάτευση, με τη σειρά της, προϋποθέτει ότι η οικονομική πολιτική ανακτά την αξιοπιστία της και αυτό θα συμβεί αν η κυβέρνηση τολμήσει γενναίες μεταρρυθμίσεις» υπογράμμισε ο ίδιος.
Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του, ο κ. Λιαργκόβας παρουσίασε στο πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση τα τρία βασικά βήματα για το αμέσως επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με τον ίδιο, θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική διευθέτηση του χρέους. Οπως σημείωσε, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν σε αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ.
Επίσης, ανέφερε πως η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. «Όλη η σχετική σύζητηση δεν υποκρύπτει τις αφανείς αναδιανεμητικές επιπτώσεις μέσω του κοινωνικού μερίσματος, μπορεί αυτές να είναι κατανοητές μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία. Αλλά έχουν πιθανώς δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη, διότι χρηματοδοτούνται μέσω φόρων» είπε ο κ. Λιαργκόβας και τόνισε ότι τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνουν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με την τρόικα και για την περίοδο 2016-2018 η υπέρβαση φτάνει τα 7,4 δισ.
Ως τρίτο βήμα πρότεινε να χαρτογραφήσουν τις πραγματικές διαστάσεις της εξόδου στις αγορές, ώστε να μην δημιουργούνται προσδοκίες για το τέλος κάθε δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επεσήμανε επίσης ότι η χώρα μετά το 2021 θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά και μάλλον ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060.
«Βέβαια, μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος, ουσιαστικά να χαλαρώσει η πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο», είπε και υπογράμμισε: «Προσδοκίες για το τέλος της λιτότητας μπορεί να έχουν την ανεπιθύμητη παράπλευρη επίπτωση ότι στις τρέχουσες δυσκολίες προσαρμογής θα προστεθούν νέες απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων συμφερόντων».
«Η επόμενη μέρα δεν θα μοιάζει με την αρχή ενός μήνα του μέλιτος. Απαιτείται και θα απαιτηθεί τους επόμενους μήνες ισχυρή πολιτική βούληση για να ξεπεραστούν οι αντιστάσεις στην προσαρμογή. Υπάρχουν αντιστάσεις, στις οποίες το πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να υποκύψει διότι είναι αντιστάσεις που υπακούουν σε παλαιοκομματικές λογικές, όπως είναι οι αντιστάσεις κατά των αξιολογήσεων στο Δημόσιο, η απόπειρα παρεμπόδισης πρωτοποριακών εφαρμογών στις μεταφορές και οι πολυεπίπεδες τριβές στα βάθη του κρατικού μηχανισμού για τις αποκρατικοποιήσεις. Μόνο έτσι δεν θα σπαταληθούν οι πολύχρονες θυσίες των πολιτών και θα επιτευχθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας, που όλοι θέλουμε» εξήγησε ο ίδιος.
Ως προς τον προϋπολογισμό, ο κ. Λιαργκόβας τόνισε ότι είναι θετικά στοιχεία η βούληση της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής και να ανοίξει την έξοδο στις αγορές, η προσπάθεια σύζευξης της δημοσιονομικής υπευθυνότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη, η συνέπεια μεταξύ των βραχυχρόνιων και του μακροχρόνιων στόχων. Αναγνώρισε, επίσης, ότι κάποιες αναδιανεμητικές πτυχές του προσχεδίου μπορεί να ευνοήσουν την ιδιωτική κατανάλωση και να περιορίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις. Ως αρνητικό στοιχείο του προσχεδίου του προϋπολογισμού, ο κ. Λιαργκόβας είπε ότι συνεχίζει τις πολιτικές λιτότητας, που οφείλεται όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στους υπερφιλόδοξους και αντιπαραγωγικούς στόχους του μνημονίου για επίτευξη και διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2022. Τέλος, επισήμανε ότι συνεχίζεται η φοροκεντρική προσαρμογή για την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και ότι είναι αισιόδοξες οι προβλέψεις κυρίως για τις επενδύσεις.