Η υγειονομική κατάσταση παραμένει «απελπιστική» για εκατομμύρια πολίτες στην Υεμένη, παρότι η επιδημία χολέρας που σάρωσε τη χώρα—επιδεινώνοντας την ανθρωπιστική κρίση που είχε ήδη προκαλέσει ο πόλεμος—βρίσκεται σε ύφεση, υπογράμμισε τη Δευτέρα η μη κυβερνητική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα.
«Οι τριάντα μήνες πολέμου, οι υψηλές τιμές των βασικών καταναλωτικών αγαθών και η ανεργία είχαν δραματικές συνέπειες για τον πληθυσμό», υπογράμμισε η ΜΚΟ σε ανακοίνωση της, κάνοντας λόγο για «πολλούς άρρωστους» που φθάνουν σε «κέντρα υγείας σε κρίσιμη κατάσταση», καθώς και για έναν «πολύ υψηλό αριθμό παιδιών που πάσχουν από υποσιτισμό».
«Εκατομμύρια Υεμενίτες που δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη» βρίσκονται σε «απελπιστική κατάσταση», τόνισε ο Γάσαν Αμπού Σάαρ, ο επικεφαλής της αποστολής των MSF στην Υεμένη. Η κρίση επιτείνεται εξαιτίας του γεγονότος ότι «δεν καταβάλλονται οι μισθοί των εργαζομένων στον τομέα της υγείας τους τελευταίους 13 μήνες», προσέθεσε η ΜΚΟ.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Υεμένη το Σάββατο, ο επικεφαλής του Γραφείου Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (OCHA) του ΟΗΕ, ο Μαρκ Λόουκοκ, χαρακτήρισε «σοκαριστική» την κατάσταση που αντίκρισε.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα κατέγραψαν πάντως ως μια θετική εξέλιξη την ύφεση της επιδημίας χολέρας δίχως προηγούμενο στην Υεμένη, η οποία έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 2.000 ανθρώπους από τα τέλη του 2016.
Τη δεύτερη εβδομάδα του Οκτωβρίου, η ΜΚΟ καταμέτρησε 567 εισαγωγές στα κέντρα που έχει δημιουργήσει για την αντιμετώπιση της επιδημίας, εκ των οποίων «μόνο το 9% χρειάστηκε νοσηλεία», αριθμός που δεν έχει καμιά σύγκριση με εκείνον των 11.000 κρουσμάτων την τρίτη εβδομάδα του Ιουνίου, όταν η εξάπλωση της ασθένειας έφθασε στην κορύφωσή της.
«Η χολέρα βρίσκεται σε ύφεση εδώ και δύο μήνες, δεν βλέπουμε πλέον μαζική έλευση ασθενών», επιβεβαίωσε την Κυριακή μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Νάμπιλ αλ Κάντσι, γιατρός στο δημόσιο νοσοκομείο Σαμπίν, ένα από τα μεγαλύτερα στην πρωτεύουσα Σαναά.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αποφάσισαν να «κλείσουν ή να μειώσουν τη χωρητικότητα των κέντρων για την αντιμετώπιση της χολέρας» που είχαν συστήσει, τονίζοντας πάντως πως θα συνεχίσουν να «παρακολουθούν στενά» τον αριθμό των ύποπτων κρουσμάτων για την περίπτωση που υπάρξει «αναζωπύρωση της επιδημίας».
Το ξέσπασμα της επιδημίας χολέρας στα τέλη του 2016, η οποία πήρε τεράστιες διαστάσεις την άνοιξη, ευνοήθηκε από τη διάλυση των υποδομών στη χώρα έπειτα από δύο χρόνια πολέμου ανάμεσα στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση που υποστηρίζει η Σαουδική Αραβία και μια συμμαχία αραβικών κρατών της οποίας ηγείται, από τη μια πλευρά, και, από την άλλη, των σιιτών ανταρτών και των συμμάχων τους που ελέγχουν την πρωτεύουσα και τον βορρά και φέρονται να υποστηρίζονται από το Ιράν.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο πόλεμος στην Υεμένη έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 8.650 ανθρώπους, ενώ άλλοι 58.600 άνθρωποι έχουν τραυματιστεί. Οι αριθμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν πολλούς άμαχους. Το OCHA εκτιμά από την πλευρά του ότι πάνω από 11 εκατομμύρια παιδιά στην Υεμένη έχουν ανάγκη ανθρωπιστική βοήθεια.