Οι γυναίκες που γεννάνε στη διάρκεια του χειμώνα ή της άνοιξης, έχουν μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν στη συνέχεια επιλόχεια κατάθλιψη, σε σχέση με όσες γεννάνε το φθινόπωρο ή το καλοκαίρι. Αυτό σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την δρα Τζίε Τζου του Νοσοκομείου Brigham & Women's της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αναισθησιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 20.169 γυναίκες, που είχαν γεννήσει μεταξύ Ιουνίου 2015-Αυγούστου 2017 και από τις οποίες οι 817 (ποσοστό 4,1%) είχαν μετά εκδηλώσει επιλόχεια κατάθλιψη.
Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι μειωμένο κίνδυνο κατάθλιψης είχαν όσες γυναίκες είχαν μεγαλύτερης διάρκειας εγκυμοσύνη και ιδίως όσες ήσαν μεγαλύτερης ηλικίας, άρα πιο ώριμες.
Όταν μια ώριμη γυναίκα γεννά ένα υγιές σωστά ανεπτυγμένο παιδί, σύμφωνα με τους ερευνητές, έχει μικρότερη πιθανότητα κατάθλιψης από ό,τι μια νέα γυναίκα που γεννά ένα πρόωρο μωρό.
Αυξημένος είναι ο κίνδυνος κατάθλιψης για όσες στη διάρκεια του τοκετού δεν έχουν κάνει αναισθησία όπως η επισκληρίδιος, με συνέπεια να πονέσουν περισσότερο.
Ακόμη, οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο με κατάθλιψη. Ο τρόπος του τοκετού (φυσικός ή με καισαρική) δεν φαίνεται να παίζει ρόλο.
Τουλάχιστον μία γυναίκα στις δέκα (10%) εμφανίζει άγχος ή διαταραχή κατάθλιψης μετά τη γέννα του παιδιού της. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν λύπη, ανησυχία, αναστάτωση, μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης κ.α.
Η επιλόχεια κατάθλιψη οφείλεται σε ένα συνδυασμό ορμονικών αλλαγών στο σώμα της γυναίκας, ψυχολογικών προσαρμογών στο νέο ρόλο της μητέρας και σωματικής κόπωσης.
Αν δεν αντιμετωπισθεί κατάλληλα, η ψυχική αυτή κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε ελλειμματική σχέση με το μωρό και σε πρόκληση στρες στην υπόλοιπη οικογένεια.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ