Ικανοποιημένος εμφανίζεται ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας για τα αποτελέσματα της επίσημης επίσκεψης του στις ΗΠΑ, λέγοντας ότι «το ταξίδι πήγε εξαιρετικά καλά, οι βασικοί στόχοι επιτεύχθηκαν».
Αυτά τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας σε δήλωσή του στους έλληνες δημοσιογράφους στο Blair House, για τα συμπεράσματα που μεταφέρει στις αποσκευές του αναχωρώντας από την Ουάσιγκτον.
Ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε ότι οι βασικοί στόχοι επιτεύχθηκαν, τόσο κατά τις επαφές σε θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, όσο και στις επαφές που είχε πέρα από το θεσμικό πλαίσιο - με επιχειρηματίες, επενδυτές, οργανώσεις της ομογένειας. Υπογράμμισε ότι σε όλες τις συναντήσεις υπήρξε μια κοινή παραδοχή: «Η Ελλάδα επιστρέφει» ότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής και στροφής που αποδεικνύεται όχι μόνο από τις επιδόσεις της οικονομίας αλλά και από τις διαθέσεις που κατέγραψε μεταξύ των επενδυτών απέναντι στη χώρα.
Ο κ. Τσίπρας επισήμανε ότι του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι κυρίως στις επαφές του με επιχειρηματίες, σε αντίθεση με ό,τι συναντούσε σε επαφές που είχε παλιότερα, είτε στις ΗΠΑ είτε αλλού, η συζήτηση δεν περιστρεφόταν πλέον στις μεταρρυθμίσεις και στο πότε θα τις υλοποιήσει η Ελλάδα, αλλά από τα χρόνια προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία και η χώρα ακόμα και πριν την περίοδο των μνημονίων, δηλαδή από τα θέματα αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, επιτάχυνσης των δικαστικών αποφάσεων, ορθότερης λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Κάτι που, όπως υπογράμμισε, δείχνει ότι «θεωρείται πια δεδομένο πως σε μεγάλο βαθμό έχουν υλοποιηθεί οι μεταρρυθμίσεις και η χώρα βγαίνει από τα προγράμματα στήριξης».
Στις θεσμικές συναντήσεις, είπε ο Αλέξης Τσίπρας, «υπήρξε η ευρύτατη δυνατή στήριξη και υποστήριξη της Ελλάδας τόσο στις δημόσιες δηλώσεις όσο και στις κατ' ιδίαν συζητήσεις». «Ήταν εξαιρετικά υποστηρικτικές οι δηλώσεις του προέδρου (Τραμπ) για την ανάγκη στήριξης, για την έξοδο από την κρίση, για την επιστροφή της Ελλάδας και για τις πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχει κάνει και η προτροπή του προς τους επενδυτές να εμπιστευτούν την ελληνική οικονομία, υπογράμμισε.
Ενημέρωση των Ελλήνων ανταποκριτών, στην ολοκλήρωση μιας επίσκεψης με πολύ ουσιαστικά αποτελέσματα. pic.twitter.com/Yqd3oLWped
Για τις κατ' ιδίαν συνομιλίες στο πλαίσιο των θεσμικών επαφών που είχε, σημείωσε ότι «οι στόχοι μας επιτεύχθηκαν, όχι μόνο να δώσουμε την εικόνα, αλλά να πάρουμε και μια ανταπόκριση σε ό,τι αφορά το αίτημά μας για στήριξη των επενδύσεων στην Ελλάδα, αλλά και σε ό,τι αφορά το αίτημά μας για τη διατήρηση των ισορροπιών στην ευαίσθητη περιοχή, σε σχέση με την Τουρκία, και την αναβάθμιση της γεωπολιτικής αξίας και σημασίας της χώρας».
Ειδικότερα αναφορικά με την συζήτηση για την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και την αναβάθμιση του στόλου των αεροσκαφών, τόνισε πως «πήραμε μια διαβεβαίωση πολύ σημαντική, ότι θα έχουμε την καλύτερη δυνατή, ίσως μια από τις συμφωνίες που η Ελλάδα δεν έχει ξαναπετύχει σε επίπεδο κόστους». «Διότι», όπως υπογράμμισε, «στην ουσία πάνω από το μισό του κόστους δεν θα καταβληθεί από την ελληνική πλευρά». «Αυτή είναι η συζήτηση, δεν έχουμε καταλήξει», σημείωσε, για να συνεχίσει λέγοντας ότι «κι αυτό γίνεται απολύτως αντιληπτό από την αμερικανική πολιτική ηγεσία, ότι δεν είναι ένα οικονομικό ζήτημα, είναι ζήτημα ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας η διατήρηση των ισορροπιών».
Ο πρωθυπουργός είπε ακόμη πως θεωρεί σημαντικό ότι η συζήτηση δεν έκλεισε μόνο με αβροφροσύνη εκατέρωθεν αλλά και με μια κοινή ομάδα εργασίας, του Έλληνα και του Αμερικανού υπουργού, για να υπάρξει «follow-up» η συνέχιση και η παρακολούθηση όσων συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν και της πορείας υλοποίησης τους.
«Σημαντικός σταθμός, που επιβεβαιώνει αυτή την εμβάθυνση της συνεργασίας των δυο πλευρών», είναι η επόμενη ΔΕΘ όπου οι ΗΠΑ είναι η τιμώμενη χώρα - μια έκθεση με διεθνή ακτινοβολία που έχει αναβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Η επόμενη έκθεση θα επικεντρωθεί στα θέματα νέων τεχνολογιών και καινοτομίας. Υπ' αυτή την έννοια, πρόσθεσε, την ευθύνη για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματίες -αλλά και πιθανότατα τα πολιτικά πρόσωπα που θα έρθουν στα εγκαίνια- από την αμερικανική πλευρά θα την έχει ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα και από την ελληνική πλευρά ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Νίκος Παππάς.
«Είμαστε εξαιρετικά ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα τόσο ως προς τα μηνύματα που εκπέμφθηκαν, δηλαδή επικοινωνιακά, αλλά και για την ουσία», κατέληξε ο Αλέξης Τσίπρας.
Κυβερνητικές πηγές: Η συμφωνία θα εφαρμοστεί αφού βγούμε από τα Μνημόνια
Την ίδια ώρα κυβερνητικές πηγές, κληθείσες να σχολιάσουν την αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με το κόστος της αναβάθμισης των F16, οι ίδιες πηγές διευκρινίζουν για ακόμη μια φορά ότι από τα 2,4 δισ., το 1,1 δισ. είναι το καθαρό κόστος που θα επιβαρυνθεί η ελληνική πλευρά και μάλιστα αυτό σε βάθος δεκαετίας. Αναφέρουν ότι δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία και πως αυτό που συζητά αυτή την ώρα η Ελλάδα, είναι η ελληνική πλευρά να δαπανήσει περίπου 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας για τον εκσυγχρονισμό 85 - 95 αεροσκαφών. Τα υπόλοιπα, μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται διάφοροι φόροι και διάφορα αντισταθμιστικά, θα τα αναλάβει η αμερικανική πλευρά, προσθέτουν, και σημειώνουν ότι στην Ουάσινγκτον «κατανοούν πως δεν είναι ζήτημα οικονομικό, αλλά ευαίσθητο γεωπολιτικό, ότι δεν πρέπει να διαταραχθούν οι ισορροπίες ισχύος στην περιοχή».
Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν, επίσης, πως οι ειδικοί στο υπουργείο Άμυνας τονίζουν πως είναι μια συμφωνία που είναι εξαιρετικά επωφελής για την ελληνική πλευρά και δεν έχει υπάρξει παρόμοια στο παρελθόν. Συμπληρώνουν πως η τελική συμφωνία θα επιτευχθεί περί την Άνοιξη του 2018.
Στο ερώτημα πώς θα αντιδράσουν οι Βρυξέλλες, σημειώνουν ότι πρόκειται για μια συμφωνία που θα ξεκινήσει όταν θα έχουμε βγει από τα μνημόνια και θα αφορά ένα ποσό ύψους 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, δηλαδή ουσιαστικά 110 εκατ. ευρώ το χρόνο. «Εμείς ετοιμαζόμαστε να δώσουμε 1 δισ. σε κοινωνικό μέρισμα», σχολιάζουν, και εκτιμούν ότι οι εταίροι δεν τα λένε αυτά και πως ίσως κάποιοι «τους βάζουν λόγια να τα λένε». Υπογραμμίζουν επιπλέον ότι η Ελλάδα δεν μπαίνει σε μια κούρσα εξοπλισμών όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά ότι, αντίθετα, «προβαίνει στις απαραίτητες εκείνες ενέργειες για να μην είναι αναξιοποίητα αυτά τα οποία έχουμε», «έχουμε την εθνική ευθύνη να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας των ενόπλων δυνάμεων».
Ως προς ένα άλλο ζήτημα γύρω από το οποίο, επίσης, προκλήθηκε «θόρυβος», αυτό της βάσης της Σούδας, οι ίδιες πηγές εκφράζουν απορία για την έκταση που πήρε. Αναφέρουν ότι δεν υπήρξε αντικείμενο συζήτησης για την Σούδα, πέρα από το ότι υπήρξε αναφορά στην αξία της και στη σημασία της και στις πολύ ουσιαστικές διευκολύνσεις που δίνονται εκεί για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Σχολιάζουν ότι άλλωστε δεν αμφισβητεί κανείς ούτε προβλέπει αρνητικά ότι θα υπάρξει άμεσα μια ελληνική κυβέρνηση που θα θελήσει να σταματήσει αυτή τη συνεργασία. Επισημαίνουν ότι δεν είναι μόνο η αμερικάνικη βάση εκεί, αλλά και η βάση του ελληνικού ΠΝ και ότι θα ενδιέφερε τη χώρα κάποια στιγμή η αναβάθμισή της.