Δύο Γάλλοι επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι ίσως βρήκαν την αιτία της δυσλεξίας και αυτή, κατά τα φαινόμενα μπορεί να διορθωθεί.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στα κύτταρα υποδοχείς φωτός στο ανθρώπινο μάτι. Στα άτομα που έχουν δυσλεξία, τα κύτταρα αυτά έχουν την ίδια διάταξη και στα δύο μάτια, κάτι που μπορεί να μπερδεύει τον εγκέφαλο δημιουργώντας κατοπτρικές εικόνες. Σε όσους δεν έχουν δυσλεξία, αυτά τα κύτταρα έχουν ασύμμετρη διάταξη, επιτρέποντας την αντικατάσταση των σημάτων από τον έναν οφθαλμό με εκείνα από τον άλλο, προκειμένου να δημιουργείται μία ενιαία εικόνα στον εγκέφαλο.
«Οι παρατηρήσεις που έχουμε κάνει μας δημιουργούν την πεποίθηση ότι πράγματι βρήκαμε μία πιθανή αιτία για την δυσλεξία», δήλωσε στο AFP ο Γκι Ροπά του πανεπιστημίου της Ρεν, ένας από τους συντάκτες της έρευνας. Αυτό το συμπέρασμα προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει μία σχετικά απλή διάγνωση, απλά με μία εξέταση στα μάτια του ασθενούς, σημείωσε ο ίδιος.
Επίσης, η ανακάλυψη μίας καθυστέρησης (περίπου 10 χιλιοστά του δευτερολέπτου) μεταξύ της πρωτεύουσας εικόνας και της κατοπτρικής, στα αντίθετα ημισφαίρια του εγκεφάλου, επέτρεψε στους επιστήμονες να αναπτύξουν μία μέθοδο «διαγραφής» της δεύτερης, προκειμένου να μην μπερδεύει τους δυσλεκτικούς ανθρώπους. Αυτό μπορεί να γίνει μία λάμπα LED, σύμφωνα με τους ίδιους.
Οπως υπάρχουν αριστερόχειρες ή δεξιόχειρες, οι άνθρωποι έχουν και ένα κυρίαρχο μάτι, το οποίο έχει περισσότερες νευρικές συνδέσεις με τον εγκέφαλο σε σύγκριση με το πιο αδύναμο. Τα κωνία και τα ραβδία συλλαμβάνουν τα οπτικά σήματα. Στη μελέτη τους οι δύο επιστήμονες διαπίστωσαν ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στη διάταξη των κωνίων στα μάτια των δυσλεκτικών από εκείνα των ανθρώπων που δεν αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να μην είναι κανένας από τους οφθαλμούς «κυρίαρχος».
Οι δύο τους χρησιμοποίησαν μία λάμπα LED, που αναβόσβηνε με τέτοια ταχύτητα που δεν γινόταν αντιληπτή διά γυμνού οφθαλμού. Με αυτόν τον τρόπο «ακύρωναν» τη μία από τις εικόνες στον εγκέφαλο των δυσλεκτικών ανθρώπων, ενώ εκείνοι διάβαζαν. Τα αρχικά πειράματα είχαν μεγάλη επιτυχία, αλλά οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι πρέπει να γίνουν περαιτέρω δοκιμές για να επιβεβαιωθεί ότι αυτή η τεχνική έχει πράγματι αποτέλεσμα.