«Η άποψη ότι η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, δεν ευσταθεί. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαμε να παράγουμε περισσότερα, με μια οικονομία που θα γίνεται πιο εξωστρεφής, και θα διαθέτει παραγωγικές μονάδες που όχι μόνο εξάγουν, αλλά υποκαθιστούν και εισαγωγές».
Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων με το οποίο αναλύει το διεθνές εμπόριο της χώρας και την συμμετοχή της σε «διεθνείς αλυσίδες αξίας» τονίζοντας την ανάγκη να μετατραπεί σταδιακά από προμηθευτής πρώτων υλών, σε προμηθευτή ενδιαμέσων, και σε κάποιο απώτερο στάδιο, τελικών αγαθών.
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2011 μόνο το 47% των εξαγωγών μας (έναντι 51% το 2005) ήταν τελικά προϊόντα, καταναλώνονται δηλαδή αυτούσια από τις χώρες που τα εισάγουν, ενώ τα υπόλοιπα «εισέρχονται» στην παραγωγική τους διαδικασία.
Αν εξαιρεθούν οι εξαγωγές πετρελαιοειδών, το ποσοστό των τελικών προϊόντων μειώνεται περαιτέρω σε 38%.
«Στην γεωργία, κτηνοτροφία κλπ. οι εξαγωγές προϊόντων για τελική κατανάλωση ανέρχονται σε 44% (44% το 2005), ενώ τα υπόλοιπα «μεταποιούνται» στο εξωτερικό (με κλασσική περίπτωση το ελληνικό ελαιόλαδο, που εξάγεται στην Ιταλία, καθώς και ο καπνός και το βαμβάκι που εξάγονται κατά κανόνα για μεταποίηση στο εξωτερικό).
Σημειώνεται ότι στη γεωργία, το ποσοστό των εξαγόμενων τελικών προϊόντων είναι μικρότερο από άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες, ένδειξη ότι οι ελληνικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων δεν καταναλώνονται αυτούσιες αλλά ενσωματώνονται σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλες χώρες στη μεταποίηση των χωρών που τα εισάγουν», τονίζει ο ΣΕΒ.
Αναφέρει τέλος ότι η συζήτηση για αλλαγή του παραγωγικού προτύπου προς εξωστρεφείς δραστηριότητες περιλαμβάνει εξ ανάγκης και τη δυνατότητα σύστασης παραγωγικών μονάδων που «μεταποιούν» τα ενδιάμεσα αυτά αγαθά έτσι ώστε να δημιουργείται πολύ μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία (δηλαδή εισοδήματα) στην Ελλάδα.