Με τον όρο καρδιακές αρρυθμίες εννοούμε τη διαταραχή του φυσιολογικού ρυθμού της καρδιάς με αποτέλεσμα είτε την παρουσία γρήγορου (ταχυκαρδίες) είτε αργού καρδιακού ρυθμού (βραδυκαρδίες).
Η διαπίστωση των καρδιακών αρρυθμιών μπορεί ενίοτε να γίνει περιστασιακά από τον ίδιο τον ασθενή απλά με την ψηλάφηση του καρδιακού παλμού αλλά συχνά μπορεί να απαιτηθούν και επιπρόσθετες διαγνωστικές εξετάσεις όπως ένα απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα ή συνεχής καταγραφή του καρδιακού ρυθμού για διάστημα 24 έως 48 ωρών, το επονομαζόμενο Holter. Με την τελευταία εξέταση παρακολουθείται συνεχώς ο ρυθμός της καρδιάς με τη βοήθεια αυτοκόλλητων ηλεκτροδίων (συνήθως 5-7) που τοποθετούνται στην πρόσθια επιφάνεια του θώρακα και καταγράφεται σε ένα μικρό μηχάνημα με διαστάσεις μικρότερες ενός κινητού τηλεφώνου.
Η συμπτωματολογία των ασθενών με καρδιακές αρρυθμίες ποικίλλει ιδιαίτερα. Αρρυθμίες μπορεί να συμβαίνουν και να είναι πλήρως ασυμπτωματικές, αλλά συνήθως ο ασθενής αναφέρει συμπτώματα όπως φτερούγισμα στο στήθος, περιστασιακό αίσθημα κενού ή «κλοτσήματος» στο προκάρδιο. Σε περίπτωση μεγαλύτερης διάρκειας ταχυκαρδίας οι ασθενείς αναφέρουν έντονο φτερούγισμα το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει σπανιότερα λιποθυμία, ζάλη ή και απώλεια συνείδησης.
Η κλινική σημασία των αρρυθμιών και η επίδραση στην πρόγνωση των ασθενών επηρεάζεται πρωταρχικά από το υποκείμενο καρδιακό υπόστρωμα, δηλαδή από την πιθανή παρουσία καρδιακής διαταραχής. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται συνήθως ένα διαθωρακικό υπερηχογράφημα και ένας μη επεμβατικός έλεγχος ισχαιμίας, συνήθως με απλή δοκιμασία κόπωσης ως ένα πρώτης γραμμής έλεγχο για τον αδρό αποκλεισμό υποκείμενης καρδιακής πάθησης.
Η θεραπεία επίσης ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητα των προκαλούμενων συμπτωμάτων και το καρδιολογικό υπόστρωμα. Σε αρκετές περιπτώσεις η χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων μπορεί να μειώσει το φορτίο των αρρυθμιών, αλλά η απόφαση αυτή θα πρέπει να σταθμίζεται έναντι των συχνών ανεπιθύμητων ενεργειών που προκαλούνται από τα αντιαρρυθμικά φάρμακα και της ενδεχόμενης δυσμενούς επίδρασής τους στην πρόγνωση των ασθενών επί παρουσίας υποκείμενης καρδιακής διαταραχής. Η επεμβατική αντιμετώπιση των αρρυθμιών με κατάλυση (ablation) δίνει σε πολλές περιπτώσεις τη δυνατότητα πλήρους ίασης και μόνιμης εξάλειψης των αρρυθμιών. Η απόφαση για τη διενέργεια της ελάχιστης αυτής επεμβατικής θεραπείας θα πρέπει να εξατομικεύεται και θα πρέπει να λαμβάνεται μετά από συμβουλή εξειδικευμένου αρρυθμιολόγου.
Στέλιος Τζέης
Αναπληρωτής Διευθυντής, Τμήμα Ηλεκτροφυσιολογίας και Βηματοδότησης, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center