Ο πατέρας του Νόαμ Τσόμσκι, Γουίλιαμ Τσόμσκι, έφθασε στις ΗΠΑ το 1913 «από ένα πολύ φτωχό χωριό της Ανατολικής Ευρώπης». Βρήκε δουλειά σε ένα ατελιέ της Βαλτιμόρης, η οποία έδωσε στον Νόαμ τα μέσα να κάνει ανώτερες σπουδές και να φτάσει ως το ντοκτορά.
«Κατέληξε να μοιράζεται τον τρόπο ζωής αυτών που αποκαλούμε «μεσαία τάξη». Και πολλοί άλλοι μπόρεσαν τότε να κάνουν το ίδιο. Αλλά σήμερα, αυτό δεν είναι πια δυνατό. Η κοινωνική κινητικότητα είναι μεγαλύτερη στις ΗΠΑ απ'ό,τι στην Ευρώπη. Αλλά το όνειρο συντηρείται μόνο από την προπαγάνδα. Το ακούμε σε κάθε πολιτική ομιλία: «Ψηφίστε για μένα, και θα ξαναβρούμε το αμερικανικό όνειρο», γράφει ο Νόαμ Τσόμσκι στο νέο του βιβλίο «Ρέκβιεμ για το αμερικανικό όνειρο».
Πρώτος σε αυτή την κατεύθυνση είναι ο Ντόναλντ Τραμπ του οποίου το κεντρικό σύνθημα «Make America Great Again», που έγινε το ακρωνύμιο marketing «Maga» -κάνει έμμεσα αναφορά στο υποτιθέμενο «αμερικανικό όνειρο». Σε αυτή δηλαδή την Αμερική με τους υποδειγματικούς εργάτες, με τα εργοστάσια που δουλεύουν στην εντέλεια, με το κοινωνικό ασανσέρ που σε ανεβάζει.
Σε ηλικία 88 ετών, ο Νόαμ Τσόμσκι, πολυγραφότατος διανοούμενος και ακτιβιστής, ένας από τους πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας, καταγράφει σε αυτό το βιβλίο του τις ανισότητες πλούτου στις ΗΠΑ. Διαπιστώνει ότι αυτές οι ανισότητες έχουν «μια διαβρωτική και επικίνδυνη συνέπεια» σε ολόκληρη την κοινωνία, σε έναν κόσμο όπου το 1% των πλουσίων κατέχει περισσότερα από ό,τι το υπόλοιπο 99%.
Το «Ρέκβιεμ για το αμερικανικό όνειρο» είναι μια εμπλουτισμένη βερσιόν του ντοκιμαντέρ που βγήκε το 2016, με το ίδιο όνομα, το οποίο περιείχε συνεντεύξεις με τον Νόαμ Τσόμσκι, και το οποίο δομείται γύρω από τις εξής αρχές: «Πώς να λιγοστέψει η δημοκρατία», «Πώς να διαμορφώσεις την ιδεολογία», «Πώς να σπάσεις την αλληλεγγύη», «Πώς να ξανασκεφτείς την οικονομία», «Πώς να γονατίσεις τον λαό», κλπ.
Γύρω από αυτές τις αρχές ο στοχαστής χτίζει τη σκέψη του: το αμερικανικό όνειρο, το οποίο βασίζεται στην υπόσχεση μιας κοινωνικής κινητικότητας και σε έναν κάποιο βολονταρισμό των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, πέθανε. Ο συγγραφέας αποδεικνύει πώς τα ζάρια είναι σημαδεμένα εις βάρος αυτών που αποκαλούμε «αβέβαιους προλετάριους», αυτών που δεν καθορίζονται μόνο από τα ισχνά τους εισοδήματα, αλλά και από την αβεβαιότητά τους. Και αυτό συμβαίνει πάντα προς όφελος μιας ελίτ, τους «ιδιοκτήτες της κοινωνίας», γράφει.
Ο Τσόμσκι ψάχνει τις ρίζες αυτών των ανισοτήτων ως τους πατέρες-ιδρυτές των ΗΠΑ, οι οποίοι μεγάλωσαν με την θεωρία του Ανταμ Σμιθ: «Ολα για εμάς και τίποτα για τους άλλους, αυτή είναι η διαβολική αρχή στην οποία βασίστηκαν, σε όλες τις εποχές, οι ηγέτες του ανθρώπινου είδους», γράφει.
Ο Τσόμσκι ανακαλεί ακόμη και τα λόγια του Τζέημς Μάντισον, βασικού συγγραφέα του αμερικανικού Συντάγματος, ο οποίος πίστευε ότι ο βασικός στόχος της κοινωνίας θα έπρεπε να είναι «η προστασία της μειοψηφίας των πλουσίων εναντίον της πλειοψηφίας».
Η ιστορία των ΗΠΑ βασίζεται σε εναλλαγή των περιόδων προόδου και πισωγυρίσματος. Η δεκαετία του '60 για παράδειγμα, περιγράφεται ως «μια μείζων περίοδος εκπολιτισμού», -δικαιώματα των πολιτών, δικαιώματα των γυναικών. Αλλά είναι η περίοδος που έθεσε τα θεμέλια των ανισοτήτων όπως τις ξέρουμε σήμερα.
Αυτό το βιβλίο του Αμερικανού στοχαστή είναι χωρίς αμφιβολία ιδιαίτερα εφαρμόσιμο στην Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Κάτω από την κωμική κόμωσή του, ο Τραμπ εκπροσωπεί «τον φαύλο κύκλο» τον οποίο περιγράφει γλαφυρά ο Νόαμ Τσόμσκι:
«Η συγκέντρωση πλούτου καταλήγει σε συγκέντρωση εξουσίας, κυρίως γιατί το κόστος των εκλογών ανεβαίνει ιλιγγιωδώς και αυτό αναγκάζει τα πολιτικά κόμματα να βάζουν πιο βαθιά το χέρι στις τσέπες των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτή η πολιτική εξουσία μεταφράζεται σε νομοθεσία η οποία αυξάνει την συγκέντρωση του πλούτου».
Πολιτική εξουσία, οικονομική εξουσία: ποιος άλλος εκτός από τον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου, δισεκατομμυριούχο και πρόεδρο της πρώτης παγκόσμιας δύναμης, μπορεί να ενσαρκώσει τις δύο όψεις των «ηγετών του ανθρώπινου είδους», σύμφωνα με την έκφραση του Ανταμ Σμιθ;
Το πορτρέτο της σημερινής Αμερικής το οποίο περιγράφει ο Νόαμ Τσόμσκι είναι σκοτεινό. Αλλά ταυτόχρονα τόσο ρεαλιστικό και επίκαιρο για όποιον ζει σε αυτή τη χώρα-Ιανό, πρώτη οικονομική δύναμη από τη μια και «χώρα του τρίτου κόσμου», από την άλλη, όπως γράφει.
«Η χώρα καταρρέει […], οι υποδομές καταστρέφονται, το σύστημα υγείας έχει εντελώς ναυαγήσει, το εκπαιδευτικό σύστημα αποσυντίθεται σταδιακά, τίποτα δεν λειτουργεί πλέον ενώ οι πηγές πλούτου είναι τεράστιες», γράφει ο Τσόμσκι.
Επομένως, τι απέμεινε σήμερα από το αμερικανικό κράτος; Να κινητοποιεί τους φορολογούμενους ώστε να γεμίζουν τα ταμεία του κράτους και να χρηματοδοτούνται οι στρατιωτικές δυνάμεις, απαντά ο Τσόμσκι.
Ο Αμερικανός διανοούμενος τα βάζει κυρίως με την κρίση που διέρχεται το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης: «Η αμερικανική Δεξιά κατόρθωσε να σπάσει την αλληλεγγύη, προωθώντας έναν ταξικό εγωισμό», γράφει.
Ο Τσόμσκι αφιερώνει επίσης μεγάλα κεφάλαια στις συνέπειες της αύξησης των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, τα οποία εμποδίζουν ένα τμήμα του πληθυσμού να κάνει ανώτερες σπουδές. Ο Νόαμ Τσόμσκι εκτιμά ότι οι Αμερικανοί «έχουν πέσει σε τρεις παγίδες»:
Πρώτη παγίδα η υπερχρέωση: 44 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν ζητήσει δάνειο για να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους και η υπερχρέωση των φοιτητών διπλασιάστηκε σε δέκα χρόνια, φτάνοντας το 2017 στα 1.500 δις δολάρια (πάνω από 1.250 δις ευρώ).
Δεύτερη παγίδα η διάρκεια του χρόνου εργασίας στις ΗΠΑ, «πολύ μεγαλύτερη από αυτή των άλλων χωρών, με ορατές συνέπειες: λιγότερη ελευθερία, λιγότερος ελεύθερος χρόνος, λιγότερος χρόνος σκέψης, περισσότερη υποταγή στις εντολές», όπως γράφει.
Τρίτη παγίδα η διαφήμιση και η επικοινωνία, «η οποία κατασκευάζει παράλογες ανάγκες» και η οποία ρίχνει τον πολίτη πολύ πίσω από τον καταναλωτή -τρομοκρατημένο, απαθή και παβλοφικό.
Πολλά από τα θέματα που διατρέχουν το βιβλίο «Ρέκβιεμ για το αμερικανικό όνειρο» είναι γνωστά από άλλα έργα του Νόαμ Τσόμσκι. Ωστόσο υπάρχουν σε αυτό κάποιες πρωτότυπες περιγραφές, άκρως ενδιαφέρουσες. Οπως η περιγραφή του Ρίτσαρντ Νίξον ως «τελευταίου προέδρου του New Deal». Η το ξεγύμνωμα των οπαδών του νεο-φιλελευθερισμού, οι οποίοι εφαρμόζουν έναν άγριο καπιταλισμό στις μεσαίες και λαϊκές τάξεις, αλλά ξέρουν να χρησιμοποιούν το Κράτος πρόνοιας για όφελός τους ή για να ξαναγεμίζουν τα ταμεία των τραπεζών όταν υπάρχει ανάγκη. Ο Νόαμ Τσόμσκι τα βάζει επίσης «με τον απίστευτα υψηλό στρατιωτικό προϋπολογισμό», τον οποίον ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να αυξήσει κατά 10% (600 δις δολάρια το χρόνο, μακράν ο μεγαλύτερος στον κόσμο).
Οι αναγνώστες που τάχουν ακόμη χαμένα με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα βρουν στο «Ρέκβιεμ για το αμερικανικό όνειρο» επαρκείς εξηγήσεις για τα αίτια αυτού του «θυμού χωρίς στόχο», την οποία περιγράφει γλαφυρά ο Τσόμσκι, ενός θυμού που κατακλύζει την μεσαία τάξη «η οποία δέχεται βίαιη επίθεση».
Περιγράφει επίσης εξονυχιστικά «τους ενορχηστρωμένους εκλογικούς κύκλους» οι οποίοι διοργανώνονται «από μια γιγάντια βιομηχανία δημοσίων σχέσεων, η οποία θέλει να δημιουργήσει ένα εκλογικό σώμα απληροφόρητο ώστε να κάνει παράλογες επιλογές, συχνά αντίθετες με τα προσωπικά του συμφέροντα».
Η απαισιοδοξία του Νόαμ Τσόμσκι για τη χώρα η οποία διοικείται από ένα παντοδύναμο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο, όπως γράφει «αναζητά να προχωρήσει όσο γίνεται γρηγορότερα προς την καταστροφή της οργανωμένης ανθρώπινης ζωής (περιβαλλοντικές καταστροφές, κλιματική αλλαγή, περιθωριοποίηση των μειονοτήτων...)» είναι τεράστια.
Και επειδή είναι αριστερός, η απάντησή του Νόαμ Τσόμσκι απέναντι σε αυτή τη σκοτεινή διαπίστωση είναι μια: η λαϊκή κινητοποίηση, η μόνη που μπορεί να αναρωτηθεί για την ύπαρξή της. «Η μόνη δύναμη αντίθεσης είστε εσείς», γράφει.