Παράταση ενός μήνα της προθεσμίας για την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων αναμένεται να ανακοινώσει το υπουργείο Οικονομικών.
Τη σχετική ενημέρωση έκανε ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Κωνσταντίνος Κόλλιας, ο οποίος σε ανάρτησή του επισημαίνει:
«Μετά από επικοινωνία μου με την αρμόδια Υπουργό, Κατερίνα Παπανάτσιου, ενημερώνω ότι επίκειται τροπολογία, τις επόμενες ώρες, για την παράταση ενός μήνα της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής δηλώσεων, στο πλαίσιο της οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών.»
Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για την δεύτερη παράταση καθώς η αρχική προθεσμία ένταξης στη ρύθμιση έληξε στις 31 Μαίου και λόγω της σημαντικής ανταπόκρισης παρατάθηκε έως τις 30 Σεπτεμβρίου.
Επισημαίνεται ότι για δηλώσεις που υποβάλλονται από την 1η Ιουνίου 2017 και μέχρι τη λήξη της προθεσμίας προβλέπεται ότι ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε 12% επί του κύριου φόρου, αντί του 10% που ίσχυε έως τις 31 Μαΐου 2017.
Ο πρόσθετος φόρος 12% επί του κύριου φόρου επιβάλλεται και για περιπτώσεις φορολογουμένων για τους οποίους μέχρι την υποβολή των δηλώσεων έχει εκδοθεί και δεν έχει κοινοποιηθεί η εντολή ελέγχου ή η πρόσκληση παροχής πληροφοριών αλλά και για όλους όσοι υποβάλλουν δηλώσεις εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση της εντολής ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών και εφόσον η σχετική εντολή ελέγχου ή η πρόσκληση παροχής πληροφοριών κοινοποιείται μετά την 1η Ιουνίου 2017.
Εφόσον η εντολή ελέγχου ή η πρόσκληση παροχής πληροφοριών έχει κοινοποιηθεί μέχρι και τις 31 Μαΐου 2017 και η δήλωση υποβάλλεται εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση, το ποσοστό του πρόσθετου φόρου ανέρχεται σε 10% του κύριου και όχι σε 12%, καθώς η εν λόγω κατηγορία φορολογουμένων καταλαμβάνεται από την αρχική διάρκεια της ρύθμισης του σχετικού νόμου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι τις αρχές Ιουνίου, με βάση και τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, οπότε και έληξε για πρώτη φορά η εν λόγω ρύθμιση, είχαν δηλωθεί περίπου 3,7 δισ. ευρώ και από την εκκαθάριση του 80% των αιτήσεων εθελοντικής αποκάλυψης είχαν βεβαιωθεί 316 εκατ. ευρώ και είχαν εισπραχθεί περίπου 200 εκατ. ευρώ.