Παρατηρήσεις, επισημάνσεις και ενστάσεις που αφορούν τη συνταγματικότητα διατάξεων του νέου Μνημονίου, για το θέμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της άρσης της μονιμότητας διατυπώνει στην έκθεση του το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής.
Οι παρατηρήσεις του αφορούν κύριως διάταξεις για τα εργασιακά και συγκεκριμένα για τις συλλογικές συμβάσεις, την προσφυγή σε διαιτησία και την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Αναλυτικά
Συλλογικές συμβάσεις
Για το θέμα των συλλογικών συμβάσεων, το Επιστημονικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι με το άρθρο 22 του Συντάγματος έχει καθιερωθεί ο θεσμός της συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή η νομική ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών να καθορίζουν τους όρους εργασίας και τα μεταξύ τους δικαιώματα και υποχρεώσεις, συνάπτοντας συλλογικές συμβάσεις εργασίας οι οποίες έχουν χαρακτήρα κανόνα δικαίου. Η επιστημονική υπηρεσία σημειώνει ότι «γίνεται γενικώς δεκτό ότι το άρθρο 22 του Συντάγματος, περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη καθόσον αφορά τη συλλογική αυτονομία και ότι η συλλογική διαπραγμάτευση οφείλει να αναγνωρισθεί ως ο κύριος ρυθμιστικός παράγων των εργασιακών σχέσεων, η οποία υποχωρεί υπέρ της αποκλειστικής πολιτειακής ρύθμισης μόνο εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ενώ, εφόσον υπάρχει συλλογική σύμβαση εργασίας, αυτή δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με τυπικό νόμο».
Η Επιστημονική Υπηρεσία επικαλείται και τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας του 1978 που έχει κυρωθεί με νόμο από τη Βουλή, οι οποίες επιτάσσουν τον διακανονισμό των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση με διαπραγματεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόμενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, όσο και τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας του 1981 που επίσης έχει κυρωθεί με νόμο και που απαιτεί να λαμβάνονται συμβατά με τις εθνικές συνθήκες μέτρα για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Επικαλείται επίσης και τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας του 1949 που κατοχυρώνει το δικαίωμα των εκούσιων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Επιπλέον το Επιστημονικό Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι και η Ολομέλεια του ΣτΕ έχει δεχθεί ότι με την συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη «περιωρίσθη η υπό το κράτος των προγενεστέρων συνταγμάτων αναγνωριζόμενη παντοδυναμία του νομοθέτου» και ότι με αυτή «τίθεται φραγμός εις την παντοδυναμία του νομοθέτου κατά τη ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων, ούτως ώστε να καθίσταται αντίθετος προς την συνταγματικήν ταύτην διάταξιν η άσκηση της νομοθετικής αρμοδιότητας κατά τρόπο άγοντα εις πλήρη αποδυνάμωσιν του θεσμού», ενώ ειδικότερα για τις αποδοχές των εργαζομένων η Ολομέλεια έχει δεχθεί ότι «ο καθορισμός των αποδοχών τους δεν μπορεί να γίνει από το νόμο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συμβάσεως».
Για το θέμα των συλλογικών συμβάσεων το Επιστημονικό Συμβούλιο επισημαίνει ωστόσο ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι λόγοι γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας, δικαιολογούν την αποκλειστική από το νόμο ρύθμιση των αποδοχών είτε όλων των μισθωτών είτε κατηγοριών μισθωτών για να καταλήξει ότι με το νέο Μνημόνιο καταργούνται ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπονται από την ισχύουσα εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας και ότι θα κριθεί τελικά από τα δικαστήρια αν υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος και αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, εφόσον υπάρξει δικαστική προσφυγή.
Διαιτησία
Για την προσφυγή σε διαιτησία επί συλλογικών διαφορών εργασίας και την τροποποίηση του σημερινού καθεστώτος, το επιστημονικό συμβούλιο αναφέρει ότι «τίθεται το ερώτημα, στο βαθμό που η διαιτησία θα είναι πλέον προαιρετική, δηλαδή, η προσφυγή θα γίνεται μόνο με συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, εάν είναι συνταγματικός ο περιορισμός της εν λόγω προαιρετικής διαιτησίας, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Συντάγματος, συμφώνως προς την οποία, σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ρύθμιση των όρων εργασίας γίνεται με κανόνες που θέτει η διαιτησία».
Μονιμότητα
Ως προς την κατάργηση της μονιμότητας, το Επιστημονικό Συμβούλιο επισημαίνει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ και τις εθνικές διατάξεις και πρακτικές. Επισημαίνει επίσης το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία του δικαιώματος στη θέση εργασίας και την 158η Διεθνή Σύμβαση Εργασίας, η οποία δεν έχει κυρωθεί όμως από τη χώρα μας, προβλέπει όμως ότι η απασχόληση του εργαζόμενου δεν θα λήγει παρά μόνο αν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος γι αυτή τη λήξη, ο οποίος θα συνδέεται με την ικανότητα του εργαζόμενου ή τις ανάγκες της επιχείρησης. «Θα μπορούσε, συνεπώς, να προβληματισθεί κανείς κατά πόσον η κατάργηση του σπουδαίου λόγου ή της δικαιολογημένης αιτίας ως προϋπόθεσης για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας συμβιβάζεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διεθνών ρυθμίσεων».
(AΠΕ-ΜΠΕ)